Του Νίκου Τσούλια

Τώρα που έχει κάπως καταλαγιάσει η ένταση των διακλαδικών και διεπαγγελματικών στείρων αντιπαραθέσεων και ο ιδιότυπος πόλεμος του τύπου «όλοι εναντίον όλων» – που κατέδειξε με τον πιο εμφαντικό τρόπο τη συντεχνιακή συγκρότηση και λειτουργία κράτους και κοινωνίας -, ίσως έχει κάποιο νόημα και αξία να συζητηθούν επίμαχα σημεία που συγκεντρώνουν την έχθρα και τη μυωπική εν πολλοίς συλλογική νοοτροπία μας.

Να συζητήσουμε λοιπόν το ωράριο των καθηγητών / καθηγητριών των Γυμνασίων και των Λυκείων, προκειμένου να έχουμε κατά πρώτο λόγο τη σωστή εικόνα και κατά δεύτερο λόγο μια συγκροτημένη άποψη του τι είναι ορθολογικό γι’ αυτό το θέμα και ποια είναι η σχετική εικόνα στις άλλες ομόλογες ευρωπαϊκές χώρες.

Κατ’ αρχήν το εν λόγω ωράριο έχει δύο όψεις: διδακτικό ωράριο και υπαλληλικό ωράριο. Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο μέρος, το υπαλληλικό ωράριο. Το ωράριο αυτό ταυτίζεται με το ωράριο λειτουργίας των σχολείων, αλλά μπορούμε να ισχυριστούμε πως στην εφαρμογή του έχουμε δύο κυρίως κατευθύνσεις, όχι κατ’ ανάγκη αντιτιθέμενες. Η πρώτη κινείται στα τυπικά πλαίσια των σχετικών διατάξεων και σε μια κακή ερμηνεία του θεσμικού σκηνικού, παραμονή των καθηγητών / καθηγητριών μέχρι το τέλος της λειτουργίας των σχολείων. Η δεύτερη και που είναι και η απολύτως νόμιμη και η ορθολογικά παιδαγωγική κινείται σε εκείνες τις διατάξεις που αποφαίνονται ότι οι εκπαιδευτικοί παραμένουν στο σχολείο – πέραν του διδακτικού τους ωραρίου – για να εκπληρώσουν τις ασχολίες που τους έχουν αναθέσει είτε η Διεύθυνση είτε ο Σύλλογος Διδασκόντων του σχολείου ή προκύπτουν από τις δικές τους προσωπικές / εκπαιδευτικές / διοικητικές λειτουργίες.

Εδώ οφείλουμε βέβαια να γνωρίζουμε κάτι πολύ βασικό. Το ωράριο της όλης λειτουργίας των εκπαιδευτικών δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί μέσα στα χρονικά πλαίσια του υπαλληλικού ωραρίου. Η όλη προετοιμασία των εκπαιδευτικών αλλά και η πολλαπλή αξιολόγηση των μαθητών / μαθητριών γίνεται στο μεγαλύτερο βαθμό στην κατοικία των. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ένας εκπαιδευτικός να λειτουργήσει με βάση το ωράριο του σχολείου και επομένως η όλη συζήτηση είναι χωρίς νόημα. Παράλληλα πρέπει να τονιστεί ότι λίγα επαγγέλματα έχουν τόση εργασία στο σπίτι τους όπως οι εκπαιδευτικοί!

Το διδακτικό ωράριο των καθηγητών κυμαίνεται μεταξύ 18 – 23 ωρών την εβδομάδα και είναι στα ίδια περίπου επίπεδα όπως στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Στις περισσότερες δε χώρες στο διδακτικό ωράριο εντάσσονται όχι μόνο οι ώρες διδασκαλίας μέσα σε μια σχολική αίθουσα αλλά και η όλη οργάνωση και υλοποίηση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Δίνουν μάλιστα ιδιαίτερο βάρος στις εν λόγω δραστηριότητες, γιατί αναδεικνύουν το πολιτισμικό και ευρύτερο μορφωτικό πεδίο του σχολείου. Εδώ ενδεικτικά μπορούν να ενταχθούν προγράμματα: Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Αγωγής Υγείας, Καλλιτεχνικών και πολιτισμικών εκδηλώσεων, Εκπαιδευτικών Ανταλλαγών με σχολεία του εξωτερικού, Μορφωτικών αποστολών κλπ. Μέχρι τα τελευταία χρόνια όλη αυτή η δραστηριότητα των σχολείων στη χώρα μας γινόταν προφανώς εκτός ωραρίου του σχολείου και εκτός τυπικού / υπαλληλικού ωραρίου των εκπαιδευτικών, χωρίς να αναφέρεται πουθενά και ήταν – μπορώ να ισχυριστώ με καμάρι – μια μεγάλη προσφορά των εκπαιδευτικών που γινόταν «υπό τη σκέπη» μιας βαθύτατα παιδαγωγικής κουλτούρας αγωνίας και αγώνα για το μέλλον των νέων. Αυτή δεν η αντίληψη καλλιεργείται συστηματικά και από το εκπαιδευτικό μας κίνημα. Τώρα αρχίζει η πολιτεία να αναγνωρίζει θεσμικά και δειλά – δειλά να ενθαρρύνει όλο αυτό το σκηνικό προσφοράς των εκπαιδευτικών.

Αντί λοιπόν η κοινωνία μας να βλέπει, να αναγνωρίζει και να ενθαρρύνει την όλη προσπάθεια των εκπαιδευτικών που εργάζονταν πέραν των τυπικών υποχρεώσεών τους με μόνο άγχος να δώσουν στους μαθητές / μαθήτριές τους όσα περισσότερα μορφωτικά εφόδια μπορούν και να τους καλλιεργήσουν τον οίστρο της έρευνας και της δημιουργικότητας, της καλλιτεχνίας και βαθιάς μόρφωσης, επιδίδεται σε μια κατεδαφιστική κριτική του τύπου: οι εκπαιδευτικοί εργάζονται λίγο! Αλλά πέραν της όποιας δικής μου (υποκειμενικής;) θεώρησης, υπάρχει μια σχετική διεθνής «σημείωση», μια ισχυρή επιστημονική αναφορά που λέει το εξής: «κάθε διδακτική ώρα αντιστοιχεί με 2.5 ώρες γραφείου».

Αν λοιπόν λάβουμε όλα αυτά τα στοιχεία, μόνο μια σχετική άγνοια των εκπαιδευτικών πραγμάτων με παράλληλη προκατάληψη και μπόλικη κακή σκοπιμότητα μπορεί να καταλήγει σε μια πολεμική κριτική για το ωράριο των εκπαιδευτικών. Και δυστυχώς αυτή η αντίληψη δεν στρέφεται κυρίως εναντίον των εκπαιδευτικών αλλά εναντίον του ρόλου και της αποστολής του σχολείου. Το σημερινό σχολείο απαιτεί εκπαιδευτικούς με πάθος και μεράκι, με ύψιστη παιδαγωγική ευθύνη. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο οι εκπαιδευτικοί «απαιτούν» αναγνώριση του επαγγελματικού και του κοινωνικού τους έργου, επιζητούν την ολόθερμη εμψύχωση από τους γονείς, από τον κάθε πολίτη, από την κοινωνία ευρύτερα.

Το σχολείο δεν είναι διοικητικός μηχανισμός, δεν είναι μια τυπική δημόσια (ή και ιδιωτική) υπηρεσία. Είναι ένας θεσμός με παρελθόν αιώνων επί αιώνων και με μέλλον πάντα «ανοιχτό», αφού ποτέ καμιά κοινωνία σε καμιά εποχή δεν πρόκειται να υπάρξει χωρίς σχολείο. Το σχολείο είναι ένας ζωντανός μαθησιακός, μορφωτικός και παιδαγωγικός οργανισμός και αν η ψυχή του είναι ο μαθητής / η μαθήτρια, το πνεύμα του είναι ο εκπαιδευτικός! Όλα τα άλλα: εκπαιδευτική πολιτική, σχολικά βιβλία, αναλυτικά προγράμματα, υποδομές κλπ είναι το πεδίο δράσης και αλληλεπίδρασης μαθητών και εκπαιδευτικών! Αν θέλουμε ένα σχολείο προοπτικής, μια λύση υπάρχει: να στηρίξουμε τον εκπαιδευτικό στο πολυσύνθετο και πολλαπλά απαιτητικό έργο του.

Υ.Γ. Προφανώς ανάλογη προσέγγιση ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

http://anthologio.wordpress.com/

Διαβάστε επίσης:

Ο.Λ.Μ.Ε.

Έτσι είναι …. αν έτσι το γράφετε…..

Κύριε Διευθυντά,

Στο άρθρο του με τον τίτλο «Λίγες οι ώρες διδασκαλίας καθηγητών», στην Καθημερινή της 10/9/2014, ο συνεργάτης της εφημερίδας σας κ. Απόστολος Λακασάς παρουσιάζει επιλεκτικά στοιχεία από την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται και πάλι εντυπώσεις που εμφανώς οδηγούν στη στοχοποίηση, την απαξίωση και τη συγκαλυμμένη συκοφάντηση των εκπαιδευτικών.

Πραγματικά αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο ο κ. Λακασάς παραθέτει επιλεκτικά τα στοιχεία που αφορούν τις ώρες διδασκαλίας των εκπαιδευτικών ετησίως και όχι, για παράδειγμα, τα στοιχεία που αφορούν όλες τις ώρες απασχόλησης των εκπαιδευτικών από την ίδια έκθεση του ΟΟΣΑ και τον ίδιο πίνακα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, αντίθετα με όσα αφήνει να εννοηθεί το άρθρο του κ. Λακασά, ότι η χρονική διάρκεια που οι Έλληνες εκπαιδευτικοί απαιτείται να παραμένουν και να εργάζονται στο σχολείο είναι τελικά μεγαλύτερη από τους αντίστοιχους μέσους όρους και του ΟΟΣΑ και της ΕΕ! Έτσι, σύμφωνα με τον πίνακα D4.1 της έκθεσης αυτής, ο συνολικός ετήσιος χρόνος εργασίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών είναι 1.170 ώρες τόσο στο Γυμνάσιο όσο και στο Λύκειο, ενώ οι αντίστοιχοι μέσοι όροι των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 1.173 στο γυμνάσιο και 1.142 στο λύκειο, ενώ των χωρών της Ε.Ε. είναι 1.075 και 1.069 ώρες αντίστοιχα (βλ. τον πίνακα που παραθέτουμε).

Το ζήτημα των διδακτικών ωρών των Ελλήνων εκπαιδευτικών έχει διευκρινιστεί επανειλημμένα τόσο από σχετική μελέτη του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της ΟΛΜΕ (Μελέτη στοιχείων για την Εκπαίδευση και τους Εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες, ΚΕΜΕΤΕ Ιανουάριος 2012), που στηρίζεται σε στοιχεία του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, όσο και από κατά καιρούς δηλώσεις των εκπροσώπων μας στα ΜΜΕ ή άρθρα συναδέλφων μας στο Διαδίκτυο (βλ., π.χ., Οι αλχημείες του ΟΟΣΑ και οι βολικοί μύθοι για την ελληνική εκπαίδευση, Γ. Βαρδαλαχάκης).

Όπως λοιπόν έχει επισημανθεί, το εβδομαδιαίο διδακτικό ωράριο των καθηγητών των Γυμνασίων και Λυκείων στη χώρα μας βρισκόταν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο ακόμα και πριν την περσινή αύξηση των δύο ωρών την εβδομάδα. Ο μέσος όρος των ωρών διδασκαλίας ήταν στην Ελλάδα πριν την αύξηση αυτή 18,5 (σήμερα είναι 20,5) σε Γυμνάσιο και Λύκειο, ενώ στις 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 19,1 για το γυμνάσιο και 18,4 για το λύκειο (στοιχεία Eurostat 2008).

Η παρατηρούμενη διαφορά στο σύνολο των ετήσιων ωρών διδασκαλίας οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι από τις 195 εργάσιμες ημέρες κάθε σχολικού έτους, μόλις 152 αφιερώνονται στη διδασκαλία (έναντι 181 του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και 184 του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ), καθώς τις υπόλοιπες ημέρες το ελληνικό σχολείο μετατρέπεται σε εξεταστικό κέντρο, στο πλαίσιο ενός παράλογου συστήματος, το οποίο δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης. Να θυμίσουμε πως από τις 15 Μάη κάθε χρόνο ξεκινά η εξεταστική περίοδος που κρατά σχεδόν 1,5 μήνα!!

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι οι εκπαιδευτικοί διεθνώς καταπιάνονται, κατά την παραμονή τους στο σχολείο, με εργασίες με τις οποίες οι Έλληνες εκπαιδευτικοί επιβαρύνονται εκτός ωραρίου (προετοιμασία των μαθημάτων, διορθώσεις εργασιών κ.λπ.), καθώς το μη διδακτικό εργασιακό τους ωράριο διατίθεται ως επί το πλείστον σε γραφειοκρατικές και διοικητικές εργασίες, τα γνωστά «εξωδιδακτικά καθήκοντα», λόγω της ανυπαρξίας στα σχολεία του αναγκαίου διοικητικού προσωπικού.

Αν κάποιος λοιπόν επιθυμεί να είναι ακριβής, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί σε Γυμνάσιο και Λύκειο εργάζονται περισσότερο από τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό, ενώ διδάσκουν όντως λιγότερες ώρες ετησίως, γιατί υποχρεώνονται να συμμετάσχουν σε πολυήμερες εξεταστικές διαδικασίες. Προφανώς αυτό οφείλεται σε κυβερνητικές αποφάσεις και όχι στους ίδιους. Να υπενθυμίσουμε εδώ ξανά το πάγιο αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών για μείωση του χρόνου των εξετάσεων σε όφελος του διδακτικού χρόνου.

Είναι πραγματικά λυπηρό να επιλέγουν με τόση επιμονή οι συντάκτες της εφημερίδας σας το δρόμο της μεροληψίας, της επιλεκτικής προβολής μεμονωμένων δεικτών, της απαξίωσης και της συκοφάντησης, έμμεσης ή άμεσης, του Έλληνα εκπαιδευτικού. Σήμερα, το δημόσιο σχολείο στέκεται ακόμα στα πόδια του κυρίως χάρη στο φιλότιμο και την ευαισθησία των εκπαιδευτικών μας. Η συστηματική απαξίωσή τους προσφέρει τις χείριστες υπηρεσίες στην ελληνική κοινωνία και, τελικά, μάλλον υπονομεύει τα συμφέροντά της αντί να τα εξυπηρετεί.

Αθήνα, 10 Σεπτεμβρίου 2014

Από το Γραφείο Τύπου της ΟΛΜΕ