Οι μαθητές και οι ενήλικοι που γράφουν με το χέρι τους, αντί να πληκτρολογούν σε ένα υπολογιστή, μαθαίνουν καλύτερα. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους διαβάζουν από ένα βιβλίο, αντί από μια οθόνη, σύμφωνα με μια νέα νορβηγική επιστημονική έρευνα, η οποία έρχεται να αναδείξει τη σημασία των παραδοσιακών μεθόδων μάθησης, που τείνουν να εκλείψουν στη σύγχρονη κοινωνία λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.

Εξάλλου μια δεύτερη αμερικανική έρευνα διαπίστωσε ότι οι μαθητές που μετά το διάβασμα, καλούνται να δώσουν τεστ απομνημόνευσης σε σχέση με αυτά που διάβασαν, θυμούνται περισσότερα πράγματα και έχουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με όσους διαβάζουν ξανά και ξανά το ίδιο μάθημα ή με όσους φτιάχνουν αναλυτικά διαγράμματα για να θυμούνται τι διάβασαν πριν.

Οι ερευνητές, υπό την καθηγήτρια Αν Μάνγκεν του πανεπιστημίου Στάβανγκερ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό «Advances in Haptics», σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ», έκαναν πειράματα με δύο ομάδες εθελοντών, οι οποίοι κλήθηκαν να μάθουν να γράφουν σε μια γλώσσα με άγνωστο αλφάβητο, η οποία περιλάμβανε 20 γράμματα. Η μια ομάδα έπρεπε να μάθει να γράφει με το χέρι διαβάζοντας από βιβλίο και η άλλη με πληκτρολόγιο υπολογιστή διαβάζοντας από οθόνη.

Μετά από ενάμιση μήνα, τα σχετικά τεστ έδειξαν ότι όσοι είχαν μάθει με τον παλιό καλό τρόπο να διαβάζουν και να γράφουν, δηλαδή με το βιβλίο και το χέρι τους, τα πήγαν καλύτερα σε σχέση με όσους έμαθαν στον υπολογιστή. Μεταξύ άλλων, ο συγκριτικός έλεγχος του εγκεφάλου έδειξε ότι η πρώτη ομάδα (η «παραδοσιακή») εμφάνιζε ενεργοποίηση της περιοχής του Μπροκά, ενώ η δεύτερη (η «μοντέρνα») ελάχιστη ή καθόλου.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, φαίνεται πως το γράψιμο με στυλό και η ανάγνωση από βιβλίο εντυπώνουν καλύτερα τη γνώση στο νου των ανθρώπων σε σχέση με το γράψιμο με πληκτρολόγιο και την ανάγνωση από οθόνη. Όπως επισημαίνουν, η παραδοσιακή γραφή και ανάγνωση ενεργοποιούν περισσότερο τις αισθήσεις μας και προσφέρουν εντονότερα σήματα ανάδρασης από τους μύες και τα άκρα των δακτύλων μας (σε σχέση με την επαφή των χεριών με το πληκτρολόγιο), με συνέπεια η παλιά καλή μέθοδος να ενισχύει πιο αποτελεσματικά τον εγκεφαλικό μηχανισμό μάθησης. Παράλληλα, επειδή απαιτείται περισσότερος χρόνος και νοητική προσπάθεια για να γράψει κανείς με το χέρι, αυτό βοηθά στην εντύπωση της μνήμης.

Η δεύτερη έρευνα, υπό τον δρα Τζέφρι Κάρπικε του πανεπιστημίου Περντιού των ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Science», σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και την «Τέλεγκραφ», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας στη τάξη, που περιλαμβάνουν την απομνημόνευση χρονολογιών και κλίσεων ανωμάλων ρημάτων, είναι καλύτερες στο να αποτυπώνουν τις γνώσεις στο νου των μαθητών, σε σχέση με άλλες πιο σύγχρονες εκπαιδευτικές μεθόδους που αποφεύγουν την απομνημόνευση.

Τα πειράματα των ερευνητών έδειξαν ότι όσοι μαθητές καλούνται να απαριθμήσουν, να απαγγείλουν κλπ. τα μαθήματά τους λίγο μετά την ανάγνωσή τους, τα θυμούνται μετά καλύτερα (βραχυπρόθεσμη μνήμη), σε σχέση με όσους απλώς τα έχουν διαβάσει πολλές φορές. Αυτή η διαδικασία φαίνεται να αποτυπώνει τα δεδομένα καλύτερα στην μνήμη, από όπου ανακαλούνται αργότερα με μεγαλύτερη ευκολία, ακόμα και μετά το πέρασμα αρκετού χρόνου (μακροπρόθεσμη μνήμη). Σε αυτό το πλαίσιο, τα συχνά προφορικά ή γραπτά τεστ (άλλος ένας παραδοσιακός «φόβος και τρόμος» των μαθητών) φαίνεται να βελτιώνουν την μάθηση.