Συντάκτης:

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αφενός μια μεγάλη μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών, αφετέρου μια δραματική αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις καθώς, πέρα από την αύξηση του ωραρίου που έγινε το 2013, οι εκπαιδευτικοί, στη συντριπτική τους πλειονότητα, έχουν φορτωθεί εξωεκπαιδευτικές ευθύνες (καθήκοντα γραμματέα, φύλακα κ.λπ.), οι οποίες, μαζί με τις γραφειοκρατικές ευθύνες έχουν αλλάξει το κλίμα στα σχολεία.

Παράλληλα, ένα μεγάλο τμήμα των εκπαιδευτικών «γυροφέρνει» σε 2, 3, 4 και 5 ακόμη σχολεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για τη λειτουργία των σχολείων όσο και για την ψυχοσωματική υγεία των εκπαιδευτικών.

Ωστόσο, φέτος, διαμορφώθηκε αθέατα και μια νέα κατάσταση μέσα στα σχολεία που αφορούσε τις σχέσεις εργασίας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, ο συνολικός αριθμός αναπληρωτών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ανέρχεται φέτος περίπου στους 11.000 και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στους 6.000.

Συνολικά 16.891 εκπαιδευτικοί βρέθηκαν με ελαστικές σχέσεις εργασίας στις σχολικές μονάδες, οι περισσότεροι εκ των οποίων κάλυψαν οργανικά κενά. Εξ αυτών οι 16.645 είναι πλήρους ωραρίου και οι 246 μειωμένου. Από ΕΣΠΑ είναι οι 10.851.

Η συντριπτική πλειονότητα των φετινών αναπληρωτών εκπαιδευτικών προσλήφθηκε μέσω ΕΣΠΑ, με εργασιακά δικαιώματα διαφορετικά από εκείνα των συναδέλφων τους που προσλήφθηκαν με δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού και βεβαίως πολύ διαφορετικά από εκείνα των μόνιμων εκπαιδευτικών.

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι ευκαιριακή και τυχαία αλλά έχει σχέδιο και κατεύθυνση. Είναι μια μορφή «πληρωμένης οδηγίας» με στόχο τη σταδιακή αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων των μόνιμων εκπαιδευτικών. Γιατί βεβαίως αυτοί βρίσκονται στο στόχαστρο του υπουργείου Παιδείας.

Ποιος είναι ο στόχος; Πρώτον, με τις διαφορετικές εργασιακές σχέσεις στον ίδιο χώρο να παγιωθούν σταδιακά οι χειρότερες για όλους ως φυσικό γεγονός.

Δεύτερον, με το τέλος του ΕΣΠΑ και αφού έχει γίνει η «βρόμικη δουλειά», με ένα νέο «τέντωμα» του ωραρίου των εκπαιδευτικών, με μείωση των σχολικών μονάδων (μέσω των νέων συγχωνεύσεων αλλά και του εξοστρακισμού χιλιάδων μαθητών από Λύκεια και ΕΠΑΛ) και με τη γενίκευση της «κινητικότητας» να μειωθούν οι εκπαιδευτικοί που απαιτούνται για τη λειτουργία των σχολείων.

Εάν λάβουμε υπόψη ότι και φέτος, για τέταρτη χρονιά, οι διορισμοί δεν κάλυψαν ούτε το 5% των αποχωρήσεων–συνταξιοδοτήσεων, μπορεί εύκολα να αναλογιστεί κανείς τους όρους λειτουργίας των σχολικών μονάδων.