Denis Morin*

Η εκπαιδευτική πράξη μπορεί να προσδιοριστεί από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις.

Η πρώτη επικεντρώνεται αποκλειστικά στο αντικείμενο της εκπαίδευσης και στο αξίωμα ότι μόνο η αυθεντία, η ποινή, οι τιμωρίες και ο κανόνας μπορούν να καθορίσουν τις παιδαγωγικές επιλογές. Η δεύτερη ενδιαφέρεται ουσιαστικά για το υποκείμενο. Επιδιώκει να αλληλοεπιδράσει με το μαθητή σε μια διαδικασία συνεχούς προσαρμογής του εκπαιδευτικού πλαισίου στους επιδιωκόμενους στόχους. Θέτει ως αρχή την καλή προαίρεση, τη συνεργασία και το μοίρασμα των γνώσεων.

Παραδίδω το μάθημα… ή κάνουμε μάθημα;

Ο Freinet επέλεξε αυτή τη δεύτερη προσέγγιση, μακράν την πιο περίπλοκη και δύσκολη, εκείνη που επιβάλλει τη διαρκή προσαρμογή του εκπαιδευτικού συμβολαίου και το να στηριζόμαστε σε θεσμούς, με πρώτο απ’ όλους αυτόν της δημοκρατίας. Επιστρέφοντας βαριά τραυματισμένος από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο ήξερε πια πολύ καλά ότι το σχολείο απλώς παραγεμίζει το μυαλό. Ωστόσο δεν αρκέστηκε να αμφισβητήσει το δογματισμόαλλά ανέλυσε τους τρόπους δράσης και πρότεινε λύσεις. Το γαλλικό λαϊκό σχολείο του 1880, που είχε θέσει τέλος στην εκκλησιαστική κυριαρχία πάνω στην εκπαίδευση, είχε ωστόσο διατηρήσει δύο κυρίαρχα συστατικά του δογματισμού: την έδρα που συμβολίζεται από το έδρανο απ’ όπου πραγματοποιείται η διάλεξη και την κατήχησημε τη μορφή του σχολικού εγχειριδίου, το ίδιο και μοναδικό για όλη την τάξη. Για τον Freinet δεν αρκούσε να καταργηθεί κάθε δογματισμός, ακόμα κι εκείνος που ασκείται στο όνομα ενός γενναιόδωρου ιδανικού. Πρέπει να μπει τέλος στη δογματική παιδαγωγική με την πρακτική εφαρμογή ενός νέου οράματος για την εκπαίδευση εδώ και τώρα!

Μεταμορφώνοντας το σχολείο

Ο Freinet δεν προσπάθησε να αλλάξει το σχολείο ρίχνοντας αναθέματα. ‘Όταν επιτέθηκε στα σχολικά εγχειρίδια δεν ήταν για να εμποδίσει την πρόσβαση στα βιβλία, αλλά αντίθετα για να τα αντικαταστήσει από μια αυθεντική βιβλιοθήκη εργασίας όπου θα βρίσκονταν δίπλα δίπλα βιβλία, εικόνες και αυθεντικά κείμενα κάθε είδους, άμεσα προσβάσιμα στα παιδιά. ‘Όταν κατέβασε το γραφείο του από το έδρανο για να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με τα παιδιά, δεν ήταν για να εξαφανίσει τον ενήλικο που θέλει να διατηρήσει μια ξεχωριστή θέση. Αρνήθηκε να τον τοποθετήσει σε κυρίαρχη θέση, σαν να ήταν η ενσάρκωση της μοναδικής αλήθειας. Στη νέα τοπολογία του για την τάξη όπου λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή, όπου καθένας μπορεί να μετακινηθεί για να αναζητήσει ένα βιβλίο ή κάποιο ντοκουμέντο, πολύ γρήγορα ο μαυροπίνακας φαντάζει πολύ εφήμερο μέσο ώστε να διατηρήσει κάποιος ένα ίχνος των εκθέσεων ή των ελεύθερων κειμένων που παρουσιάζονται από τους μαθητές. Η αντιγραφή στο ιερό τετράδιο της αντιγραφής, όπου ο μαθητής τρέμει μην κάνει μουτζούρες ή λεκέδες, δεν είναι πλέον αρκετό. Ο Freinet αναζητεί ένα τρόπο να απαθανατίσει τα γραπτά αποδίδοντάς τους την αυθεντικότητα που αξίζουν. Έτσι του έρχεται η ιδέα να εισάγει το τυπογραφείο: επαναστατικό μηχάνημα που πολύ γρήγορα θα συνδεθεί με την ανάγκη για ανταλλαγές με άλλες τάξεις και που θα οδηγήσει στη γέννηση της σχολικής εφημερίδας και της αλληλογραφίας με άλλα σχολεία στο εξωτερικό. Ως εναλλακτική λύση στο μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο και για να συμπληρώσει το κενό της έλλειψης αυθεντικών κειμένων προσβάσιμων στα παιδιά-κατάσταση που παραμένει η ίδια μέχρι σήμερα- δημιουργήθηκε το ” Σχολικό Συνεργατικό Αρχείο’, που αργότερα θα αποτελέσει το “Συνεργατικό Αρχείο εργασίας” (FTC), το οποίο εκδίδει μικρής έκτασης αυθεντικά κείμενα από διάφορα σχολεία, αλλά και μια σειρά από μπροσούρες με γενικό τίτλο “Βιβλιοθήκη εργασίας”.

Τα εργαλεία που απαιτούνται: Για την εκμάθηση των γνώσεων, ιδιαίτερα στα μαθηματικά και στη γλώσσα, αναζητά μια εναλλακτική λύση για τις ασκήσεις που κάνουν όλοι οι μαθητές ταυτόχρονα στον πίνακα ή στο τετράδιό τους. Πρώτος ο Freinet εισήγαγε στη Γαλλία τα φυλλάδια αυτοδιόρθωσης. Εφάρμοσε την εξατομικευμένη εργασία που επιτρέπει σε καθένα να προχωρήσει σύμφωνα με το δικό του ρυθμό και να διορθώνει τον εαυτό του. Προκειμένου να διαχειριστεί αυτή την περίπλοκη, αλλά και πραγματικά συλλογική λειτουργία, χάρη στις εσωτερικές αλλά και ατομικές ανταλλαγές, λόγω της ελευθερίας επιλογής, της πρωτοβουλίας και του ρυθμού εκτέλεσης, θα εφαρμόσει ένα προσωπικό πλάνο εργασίας και συνεργατικής οργάνωσης της τάξης με το συμβούλιο της τάξης και το “τι νέα;”. Λίγο αργότερα η ανάγκη για πιο αντικειμενικές αξιολογήσεις από την περιοδική κοινή αξιολόγηση με τις εκθέσεις και το διαγώνισμα οδήγησε στα διπλώματα κάθε είδους, διαφοροποιημένα, ευέλικτα, αλλά και ακριβή. Τα φυλλάδια για αυτοδιόρθωση δεν αποσκοπούν τόσο στο να ελευθερωθεί ο εκπαιδευτικός, όσο στο να αποκτήσει το παιδί την πλήρη ευθύνη της δουλειάς του: αν συνηθίζει να αντιγράφει από τις διορθώσεις, στο τελικό διαγώνισμα θα κάνει τη θλιβερή διαπίστωση ότι δεν άξιζε. Η αίσθηση της υπευθυνότητας κινητοποιεί την ενεργητικότητα για επιτυχία. Οι προσταγές και ο μονόλογος της μετωπικής διδασκαλίας δίνουν τη θέση τους στην κινητοποίηση, το μοίρασμα, στην εμπιστοσύνη. Δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε ότι εργάζεται καθένας για τον ίδιο του τον εαυτό. Επιβεβαιώνεται συνεχώς με τα διπλώματα, τα σχέδια εργασίας ή τα φυλλάδια αξιολόγησης, όπου οι ικανότητες του μαθητή αναδεικνύονται με τα κόκκινα σχόλια πάνω στη λευκή σελίδα του γραπτού και την τελική και οριστική επιβεβαίωση με το βαθμό.

Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των νέων εργαλείων και τεχνικών εργασίας.

Μέσα σε λίγα χρόνια μπαίνει σε εφαρμογή μια ποικιλία τρόπων δράσης. Ωστόσο η εσωτερική λογική της προσέγγισης δείχνει ότι το σταχυολόγημα διάφορων τεχνασμάτων και η αλληλοεπικάλυψη τεχνικών δεν επαρκούν για να μεταβληθεί η εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτό που χρειάζεται είναι να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά το σύνολο, τόσο μέσα στην τάξη όσο και στην αυλή και στα διαλείμματα. Όλα πρέπει να συνηγορούν ώστε να κινητοποιείται σε όλους η επιθυμία για προσωπική έκφραση, η ανάγκη για συμμετοχή και για ανάπτυξη με αφετηρία το χώρο τον οποίο ο μαθητευόμενος θα αρχίσει σιγά-σιγά να οικειοποιείται. Ανάμεσα στους πρώτους στόχους της μεταμόρφωσης της εκπαίδευσης βρίσκεται η αλλαγή τη αρχιτεκτονικής. Ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί απομονωμένα. Ο παιδαγωγικός υλισμός του Freinet προϋποθέτει την απόλυτη ανατροπή στις νοοτροπίες, όπως και στον τρόπο αφομοίωσης των γνώσεων. Αυτή όμως η αλλαγή προτύπου δεν μπορεί παρά να είναι καρπός μιας πραγματικής συνεργασίας μεταξύ ίσων.

Επιμόρφωση και συν-επιμόρφωση: από τη συνεργατική τάξη στην ομάδα πρακτικών ερευνητών.

Τα εργαλεία μέσα στην τάξη αποτελούν την τελική μορφή συλλογισμών πάνω σε πρακτικές εκπαιδευτικών που ανταλλάσσουν εμπειρίες, πρακτικές και εργαλεία και τροφοδοτούν το κοινό χωνευτήρι με όσα πήραν την πρωτοβουλία να δημιουργήσουν στην τάξη ή την ομάδα. Με αυτά τα εργαλεία πειραματίζονται και σε άλλες τάξεις και τα αναπροσαρμόζουν συλλογικά προτού να γίνει η διάχυσή τους. “Να μη μένει μόνος ο εκπαιδευτικός μέσα στην τάξη του”- άλλη μια σοφή συμβουλή.

Η παιδαγωγική Freinet είναι κατ’ ουσίαν βασισμένη στη συν-επιμόρφωση και στο μοίρασμα πρακτικών, γνώσεων και τρόπων. Ο εκπαιδευτικός, ο εκπαιδευτής παύει να είναι το ανώνυμο στοιχείο μιας βερμπαλιστικής παιδαγωγικής, όπου ο κανόνας είναι απομόνωση. Ο πρακτικός ερευνητής γίνεται ο ακρογωνιαίος λίθος ενός κοινού οικοδομήματος που το υπηρετεί και τον υπηρετεί και αυτό. Είναι μια ουσιαστικά υλιστική παιδαγωγική, τα υλικά της οποίας προκύπτουν και κατασκευάζονται συλλογικά και με υπομονή, στο ρυθμό των αναγκών, σε εργαστήρια και σε ομάδες. Η συνεργατική παιδαγωγική είναι πάνω απ’ όλα συλλογικό έργο. Ως εκ τούτου, το σύνολο των δικτύων λειτουργεί σαν μια διευρυμένη συνεργατική τάξη, όπου ο καθένας προσθέτει το λιθαράκι του, με μοναδικό όφελος να έχει πρόσβαση με τη σειρά του στο υλικό των άλλων. Το γεγονός ότι μια τέτοια διαδικασία συνεχίζεται εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα σε πολλές χώρες, θα πρέπει να αποτελέσει αφορμή να αναλογιστούμε τη δύναμη του ζωντανού υλισμού. Στη συνεργατική παιδαγωγική ο εκπαιδευτικός είναι πολύ περισσότερο επικεντρωμένος στα υποκείμενα παρά στην ίδια τη γνώση.

Την ώρα που ορισμένοι -και είναι πολλοί αυτοί- στον πολιτικό χώρο διακηρύσσουν αυτό που θα πρέπει να γίνει “(…) εκείνες και εκείνοι που αρχίζουν να το βάζουν σε εφαρμογή με σεμνότητα μπορεί μεν να μην είναι οι πιο θεαματικοί, αλλά σίγουρα δεν είναι οι λιγότερο αποτελεσματικοί” (M. Barré, 2003). Να σπάσεις την παιδαγωγική απομόνωση, να ανταλλάξεις, να αναλύσεις τη δική σου πρακτική στο πλαίσιο της ομάδας, να σκεφτείς και να επεξεργαστείς συλλογικά νέα παιδαγωγικά εργαλεία, όλα αυτά μαθαίνονται.

Μια τέτοια μάθηση δεν μπορεί παρά να είναι καρπός πραγματικής συνεργασίας μεταξύ εκπαιδευτικών. Είναι γεγονός η δυναμική που αναπτύσσεται από την ομάδα “Το σκασιαρχείο” στην Ελλάδα και πάνω απ’ όλα ένα εξαιρετικό εργαλείο επιμόρφωσης και καινοτομίας σε δράση και κυρίως μια εξαιρετική ελπίδα για τη νεολαία.

*Ο Denis Morin διδάσκει στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Λωρραίνης, στη Γαλλία. Είναι καθηγητής-ερευνητής, μέλος και υπεύθυνος του τομέα εκπαίδευσης του Συνεταιριστικού Ινστιτούτου του Μοντέρνου Σχολείου-Παιδαγωγική Φρενέ της Γαλλίας (ICEM Pédagogie Freinet).

Τον Απρίλιο του 2016 εμψύχωσε το βιωματικό εργαστήριο για τις τεχνικές Freinet στο πλαίσιο της επιμόρφωσης για εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης που οργάνωσε η παιδαγωγική ομάδα “Το σκασιαρχείο” στο Μαράσλειο και το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας.