Η ομιλία (Σάββατο 8/9/2018) του κ. στην είχε, από κάθε άποψη, εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ιδιαιτέρως, όμως, διότι εκείνος μερίμνησε να «τεκμηριώσει» μία άλλη εκδοχή της «κανονικότητας», η οποία θα πρέπει να διέπει πλέον και το δημόσιο σχολείο. Υπό την έννοια, συνεπώς, αυτήν, ο εν λόγω όρος αφενός αφορά σε μία ευθεία πλέον και κυνική, ας μου επιτραπεί, διάψευση των επί τριετία εξαγγελιών περί 20.000 Εκπαιδευτικών, αφετέρου η «κανονικότητα» διασυνδέεται και με την απελευθέρωση της πρόσβασης των μαθητών μας στα Πανεπιστήμια.

Δρ/Δρ Απόστολος Αντ. Καπρούλιας, Φιλόλογος-Θεολόγος, Αντιπρόεδρος της ΕΛΜΕ Ζακύνθου, Μέλος της Επιτροπής Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας.

Είναι αλήθεια, πάντως, πως το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα στις λειτουργικές διατομές του χρειάζεται, τόσο για τις δομές της Πρωτοβάθμιας όσο και για εκείνες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, περισσότερους από 20.000 Εκπαιδευτικούς, εάν, βεβαίως, η Πολιτεία και η αρμόδια ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αποδίδουν στον όρο της «κανονικότητας» μία νορμαλιστική διάσταση ή ερμηνεία. Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και από τις κατ’ έτος προσλήψεις αναπληρωτών Εκπαιδευτικών, οι οποίοι καλούνται να καλύψουν όχι έκτακτες ανάγκες  σε εκπαιδευτικό προσωπικό  (λειτουργικά κενά), αλλά κυρίως «πάγιες και διαρκείς» ελλείψεις συναδέλφων (οργανικά κενά) και στην Πρωτοβάθμια αλλά και στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Και, εάν κάποιος διερωτάται πώς προέκυψε η εν λόγω κατάσταση ή πραγματικότητα, η απάντηση είναι πως επί μία δεκαετία περίπου δεν έχουν πραγματοποιηθεί διορισμοί στην Εκπαίδευση, ενώ οι αποχωρήσεις λόγω της συνταξιοδότησης των συναδέλφων -ενδεικτικά στην Πρωτοβάθμια- αγγίζουν τις 2.000 κατ’ έτος.

Έναντι, λοιπόν, της «κανονικότητας» που επιβάλλει η ως άνω εξέλιξη, εκείνης δηλαδή της αξιοκρατικής κάλυψης των κενών σε Εκπαιδευτικούς με μόνιμους διορισμούς και, οπωσδήποτε, και μίας ορθολογικής «διαχείρισης» του υπάρχοντος προσωπικού,  «αναφύεται» μία άλλη μεθερμηνεία του εν λόγω όρου: το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα δύναται να λειτουργήσει -στις «κανονιστικές» συνάφειες ή διατομές του- με 4.500 νέους Εκπαιδευτικούς και, μάλιστα, με τον διορισμό εκείνων στην Ειδική Αγωγή. Εδώ, λοιπόν, η διά στόματος του κ. Πρωθυπουργού η «κανονικότητα» στο δημόσιο σχολείο ορίζει πως είναι αρκετοί οι Εκπαιδευτικοί αυτοί για την στελέχωση των δομών της Ειδικής Αγωγής, αλλά, και έτι περαιτέρω, πως η Γενική Αγωγή δεν χρειάζεται επ’ ουδενί την στελέχωση των οικείων δομών της. Επιπροσθέτως, η, κατά τον κ. Πρωθυπουργό, «κανονικότητα» αναδεικνύει και τον «αντικανονικό», «μη ρεαλιστικό» και, οπωσδήποτε, «ανορθολογικό» χαρακτήρα των εξαγγελιών-διαπιστώσεων των εκάστοτε Υπουργών Παιδείας της Κυβέρνησής του περί της αναγκαιότητας 20.000 διορισμών Εκπαιδευτικών.

Από την άλλη πλευρά, και έχοντας κατά νουν την ως άνω ερμηνευτική διάσταση της πρωθυπουργικής «κανονικότητας», ο κ. Τσίπρας έδωσε και μία επιπλέον εκδοχή της. Η «κανονικότητα» στο δημόσιο σχολείο διασυνδέεται και με την ελεύθερη πρόσβαση των μαθητών στα Πανεπιστήμια, ήτοι στις Σχολές και στα Τμήματα της επιλογής τους. Και στο σημείο αυτό, ενδεχομένως, ο κ. Πρωθυπουργός να όρισε «επαρκώς» τον υπό συζήτηση όρο. Σαφώς, έναντι εκείνης της «κανονικότητας» -που προτάσσει, «επιβάλλει»  και διαιωνίζει, κυρίως στην Γενική Αγωγή, την απουσία εκπαιδευτικού προσωπικού, την έλλειψη υλικοτεχνικών υποδομών, τις «πολυπληθείς» μαθητικές αίθουσες κοκ.- χρειάζεται να «ορθωθεί» και η «κανονικότητα» της ελεύθερης πρόσβασης των

μαθητών στα Πανεπιστήμια. Χρειάζεται, δηλαδή, το εκπαιδευτικό σύστημα να διαρθρωθεί στην αρχή της πρόταξης των υποκειμενικών φιλοδοξιών εκάστου των μαθητών έναντι των  αντικειμενικών προϋποθέσεων που πρέπει ο ίδιος να επικαλύπτει κατά την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο. Επομένως, σε ένα τέτοιο σύστημα η έλλειψη των Εκπαιδευτικών «στοιχειοθετείται» και ιδεολογικά, καθώς, μόνον και μόνον, η φυσική παρουσία των αντικειμενικοποιεί, τρόπον τινά, επιμέρους όψεις ή πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτή η «κανονικότητα» θα εξαλείψει, όπως είπε και ο κ. Πρωθυπουργός,  την «παραπαιδεία» ή και την φροντιστηριακή εκπαίδευση. Ωστόσο, πρόκειται και για μία ευθεία υποβάθμιση του δημοσίου σχολείου, το οποίο πλέον απολύει κάθε αξιολογικό προσανατολισμό του. Παράλληλα, η κυβερνητική «κανονικότητα» θα έχει ως αποτέλεσμα και την υποβάθμιση της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, της έρευνας, της καινοτομίας, της ανταγωνιστικότητας, καθώς το επίπεδο των σπουδών θα ακολουθήσει κατά φυσική, και όχι μόνον, αναγκαιότητα το μέσο μορφωτικό επίπεδο των φοιτητών. Έτσι, λοιπόν, για να επανέλθουμε, η υποστελέχωση και η απαξίωση των δομών της Γενικής Αγωγής προταγματικά και «κανονιστικά» θα φέρει τις ποιοτικές αντανακλάσεις της και στην πανεπιστημιακή Εκπαίδευση και, σαφώς, στην κοινωνία μας, στις δομικές συστοιχίες τής οποίας θα είναι πλέον κυρίαρχος ο υποκειμενισμός τού «μετρίου».

Διερωτώμαι, εν τέλει, εάν θα μπορούσε η παρούσα Κυβέρνηση να εναποθέσει στην φαρέτρα των ιδιωτικών επενδύσεων που εξαγγέλλει πιο «ισχυρή παροχή» από εκείνη που άπτεται της δυνατότητας των επιχειρήσεων να επιλέξουν -από την πληθώρα των «μετρίων»- φθηνό εργατικό δυναμικό, «στατικό» και δίχως καμία προοπτική εξέλιξης; Ωστόσο, θα είναι περιχαρής και απολύτως «επιτυχημένος» ο κ. Πρωθυπουργός, διότι έτσι θα έχει αντιμετωπίσει επαρκώς το «στοίχημα της ανεργίας», αλλά και διότι θα έχει καταστήσει την χώρα «πυλώνα» επενδύσεων! Ίσως, λοιπόν, να έχει δίκιο ο κ. πρωθυπουργός που «κανονικά» αποδομεί το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας! Ποία σημασία μπορεί να έχει, άλλωστε, η Παιδεία και η Εκπαίδευση για μία χώρα, αλλά και ποία συνεισφορά δύναται να ενέχει ένας Εκπαιδευτικός στις όποιες διεργασίες και προοπτικές της, όταν η «κανονικότητα» επιβάλλει την «οριζόντια» πάταξη της ανεργίας αλλά και την, αριστερών αποχρώσεων, «δυναμική» προσέλκυση των επενδύσεων;