του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΙΑΡΓΚΟΒΑ Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή
Διάβαζα πρόσφατα την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο Η Εκπαίδευση με μια ματιά . Στην έκθεση αυτή φαίνεται ότι οι Έλληνες επενδύουν όλο και περισσότερο την τελευταία δεκαπενταετία σε ανθρώπινο κεφάλαιο και γνώση, όπως αυτό αντανακλάται στο αυξανόμενο ποσοστό πτυχιούχων από το 2000 έως σήμερα. Έτσι, από το 24% των πτυχιούχων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού φτάσαμε το 2014 στο 39%, ποσοστό που πλέον βρίσκεται πολύ κοντά στο αντίστοιχο που υπάρχει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στις ΗΠΑ.
Η αύξηση αυτή μπορεί ενδεχομένως να αποδοθεί στην προσπάθεια των νέων (αλλά και των οικογενειών τους) να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας και εν γένει να αποκτήσουν καλύτερες προοπτικές. Άλλωστε, οι πτυχιούχοι και οι κάτοχοι μεταπτυχιακού διδακτορικού αντιμετωπίζουν ποσοστό ανεργίας περίπου στο μισό του γενικού επιπέδου ανεργίας της χώρας. Επίσης, οι μεγάλες δυσκολίες εύρεσης εργασίας μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου σπουδών οδηγούν, πλέον, αρκετούς απόφοιτους στην απόφαση για συνέχιση των σπουδών τους (π.χ. σε μεταπτυχιακό επίπεδο), αυξάνοντας έτσι τα προσόντα τους και τις πιθανότητες εύρεσης μιας καλύτερης εργασίας.
Η έκθεση, όμως, του ΟΟΣΑ παρουσιάζει και μια ζοφερή πραγματικότητα για την Ελλάδα, καθώς είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό άνεργων πτυχιούχων, αλλά και αποφοίτων δευτεροβάθμιας και μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι υποτετραπλάσιος σε σχέση με αυτόν της Ελλάδας. Η αγορά εργασίας της Ελλάδας στην περίοδο της κρίσης αδυνατεί να απορροφήσει τους νέους επιστήμονες που προσπαθούν να εισέλθουν, παρά τις σημαντικά μειωμένες απολαβές και τη γενικότερη πτώση του κόστους εργασίας που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια. Στο ασφυκτικό αυτό πλαίσιο, η κρατική χρηματοδότηση για την Παιδεία έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, ενώ προβλέπεται περαιτέρω μείωσή της και το 2016. Οι περικοπές αυτές έχουν ως άμεση συνέπεια την επιδείνωση των συνθηκών κάτω από τις οποίες παρέχονται οι υπηρεσίες εκπαίδευσης στη χώρα. Επιπλέον, η επιδείνωση ίων συνθηκών εύλογα συνδέεται και με την επιδείνωση της ποιότητας ίων παρεχόμενων υπηρεσιών, παρά τις τεράστιες προσπάθειες των εμπλεκομένων (προσωπικό, μαθητές, γονείς κ.λ.π.).
Η εικόνα παραμένει ίδια και όσον αφορά στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη ως ποσοστό του ΑΕΠ, βάσει των πρόσφατων στοιχείων που δημοσίευσε η Eurostat.
Η Έρευνα και Ανάπτυξη είναι σημαντική κινητήρια δύναμη της καινοτομίας, ενώ και οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη είναι από τους βασικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των πόρων που αφιερώνονται στην επιστήμη και την τεχνολογία σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις μεταξύ των 28 χωρών της Ε.Ε. σε αυτόν τον τομέα. Συγκεκριμένα, καταλαμβάνει την 6η θέση από το τέλος, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για το 2014, 0,83% του ΑΕΠ δαπανήθηκε στην Ελλάδα, έναντι 2,03% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα αύξησε το ποσοστό αυτό από 0,53% το 2004 σε 0,83% το 2014, ενώ τα αντίστοιχα για την Ε.Ε. ήταν 1,76% και 2,03%.
Επιπλέον, η Ε.Ε. βρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα από τη Νότια Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο ίδιο επίπεδο με την Κίνα και υψηλότερα από τη Ρωσία. Τέλος, ο στόχος της ατζέντας της Ευρώπης 2020 είναι οι δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη να φτάσουν το 3% του ΑΕΠ. Ήδη, πάντως, άνω του 3% βρίσκονται η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία, ενώ πολύ κοντά βρίσκεται και η Αυστρία.
ΑΓΟΡΑ