Του Νίκου Τσούλια

Θεωρώ ότι υπάρχει ζήτημα προς συζήτηση στη βαθμολόγηση των μαθητών / μαθητριών στο Λύκειο, ζήτημα που άπτεται ενός ορθολογικού τρόπου βαθμολόγησης στα σχολεία όλης της χώρας. Το ζητούμενο βέβαια δεν είναι – και δεν θα μπορούσε να είναι – η αναζήτηση ενός αντικειμενικού πανελλήνιας εμβέλειας συστήματος βαθμολογίας από τους εκπαιδευτικούς. Υπάρχουν τόσες και τόσες ιδιαιτερότητες που διατρέχουν σχολεία και μαθητές, ιδιαιτερότητες κοινωνικές, πολιτισμικές και εκπαιδευτικές που διαφοροποιούν έντονα τον ιστό της λυκειακής εκπαίδευσής μας και που σαφώς δεν «επιτρέπουν» τη διαμόρφωση ενός άκαμπτου συστήματος.

Ωστόσο είναι απολύτως αναγκαίο να διατυπωθούν κάποιες σταθερές αναφορές. Ο έντονα διαφοροποιημένος τρόπος βαθμολογίας συνδέεται με τα εξής στοιχεία. Πρώτον, στα ιδιωτικά σχολεία της χώρας η βαθμολόγηση μαθητών και μαθητριών είναι πολύ πιο ελαστική σε σχέση με τα δημόσια σχολεία. Η οικονομική διαμεσολάβηση μεταξύ γονέων και ιδιοκτητών των σχολείων στρεβλώνει ευθέως την κλίμακα της βαθμολογίας και οι εκπαιδευτικοί «οφείλουν» να έχουν και (ή κυρίως) βαθμολογικά αποτελέσματα, για να «νομιμοποιείται» με άμεστο τρόπο η επιλογή των γονέων του συγκεκριμένου σχολείου. Στα δημόσια σχολεία η ανάλογη βαθμολόγηση δεν βρίσκεται στη σκιά κάποιας «εμπορικού τύπου» σχέσης μεταξύ γονέων και σχολείων, οι εκπαιδευτικοί είναι απαλλαγμένοι από την εικόνα των «γονέων – πελατών» και ως εκ τούτου η βαθμολογία είναι πιο ειλικρινής και πιο αυθεντική.

Δεύτερον, στα λύκεια της επαρχίας και ιδιαίτερα στις μικρές από πλευράς πληθυσμού περιοχές οι γνωριμίες – μακρόχρονες συχνά – και οι συγγενικές σχέσεις μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών επηρεάζουν την κλίμακα της βαθμολογίας. Οι εκπαιδευτικοί σ’ αυτές τις περιπτώσεις νιώθουν πιο έντονα τη «συναισθηματική πίεση» για μεγαλύτερους βαθμούς σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς στις μεγάλες πόλεις.

Τρίτον, σε κάθε λύκειο είτε της επαρχίας είτε των μεγάλων αστικών κέντρων υπάρχουν διαφορετικές νοοτροπίες στη διαμόρφωση και στη χρήση του «εύρους της βαθμολογικής κλίμακας». Εννοώ την κλίμακα, που εξ ορισμού υιοθετείται με βάση την παιδαγωγική αντίληψη του κάθε εκπαιδευτικού. Έτσι, για παράδειγμα, θα δούμε εκπαιδευτικούς που δεν βαθμολογούν κάτω από τη «βάση» και χρησιμοποιούν τη βαθμολογική κλίμακα «10 – 20», άλλοι αντίστοιχα χρησιμοποιούν την κλίμακα «8 – 20» κλπ. Διαφορετικές κλίμακες αφορούν και τη βαθμολόγηση της Γ΄τάξης λυκείου για τα μαθήματα που εξετάζονται με πανελλαδικές εξετάσεις, όπου υπάρχει το γνωστό άγχος για το «κέρδος» των δύο παραπάνω μονάδων του προφορικού βαθμού σε σχέση με το βαθμό των πανελλαδικών εξετάσεων. Εδώ θα δούμε κλίμακες που είναι μάλλον πάντα πάνω από τη βάση και μπορεί να είναι του εύρους «13 – 20» ή «15 – 20» ή και «17 – 20»! Βέβαια στην περίπτωση αυτή ο βαθμολογικός πληθωρισμός είναι τέτοιας έκτασης, που αν μελετηθούν συγκριτικά αφενός οι προφορικές βαθμολογίες και αφετέρου οι αντίστοιχες των πανελλαδικών εξετάσεων για κάθε μαθητή / μαθήτριας, θα εκπλαγούμε από την βαθμολογική τους «απόσταση», γιατί πρόκειται για «απόσταση» που δεν δικαιολογείται σε καμιά περίπτωση.

Και αυτή η εφαρμογή όλων των περιπτώσεων και όλων των κλιμάκων αφορά τους ίδιους μαθητές / μαθήτριες και μπορεί και το ίδιο μάθημα, αν υπάρχουν διαφορετικοί εκπαιδευτικοί στα διάφορα τμήματα μιας τάξης. Προφανώς δεν μπορεί να επιβληθεί μια αντίληψη κάποιων εκπαιδευτικών σε κάποια άλλη. Προφανώς δεν είναι εφικτό να ομογενοποιηθεί μια συναντίληψη γι’ όλους τους εκπαιδευτικούς της χώρας. Αλλά υπάρχει μέγα εκπαιδευτικό αλλά και κοινωνικό ζήτημα στην τόσο έντονα διαφοροποιημένη εικόνα μας όσον αφορά την κλίμακα της βαθμολογίας.

Τι προτείνω; Πρώτον, οφείλουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί να έχουμε κάθε στιγμή υπόψη μας ότι η βαθμολογία δεν είναι ένα επαγγελματικό προνόμιο ή μια προσωπική υπόθεση. Η βαθμολογία οφείλει να είναι σε σχετική έστω αντιστοίχηση την «εκπαιδευτική εικόνα», με τις μαθησιακές δυνατότητες των μαθητών / μαθητριών, με την προσπάθεια και το ενδιαφέρον που επιδεικνύουν και οι όποιες ιδιαιτερότητες παιδαγωγικού και μόνο χαρακτήρα υπάρχουν δεν μπορούν να ανατρέπουν τη λογική της γενικότερης ορθολογικής βαθμολόγησης.

Δεύτερον, θεωρώ ότι η χρήση βαθμολογικής κλίμακας που εξ ορισμού (προφανώς δεν αποκλείεται να εμφανιστεί σε κάποιες περιπτώσεις) δεν περιλαμβάνει βαθμούς κάτω από τη βάση είναι λανθασμένη, θεωρώ ότι δεν λύνει κανένα πρόβλημα και αντιθέτως δημιουργεί μόνο επιπρόσθετα ηθικά και παιδαγωγικά προβλήματα. Τρίτον, ο Σύλλογος Διδασκόντων στις τακτικές παιδαγωγικές συνεδριάσεις του οφείλει να ουσιαστικοποιεί τη συζήτησή του και να περιλαμβάνει την ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών και στο αγκάθι του τρόπου βαθμολόγησης. Τέταρτον, η παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών και η επιμόρφωσή τους– οι οποίες είναι με την ευθύνη της πολιτείας σε χρόνια εκκρεμότητα – στις διάφορες πειραματικές διδασκαλίες πρέπει να περιλαμβάνουν με ένα συστηματικό τρόπο το όλο ζήτημα της βαθμολογίας.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις σχετικές παραλείψεις της πολιτείας, είμαστε υποχρεωμένοι να προβληματιστούμε τόσο ως προς τη μεγάλη διασπορά των βαθμολογικών κλιμάκων όσο και με τον υπερβολικό βαθμολογικό πληθωρισμό. Πρόκειται για ένα ζήτημα, στο οποίο ο οργανωμένος κλάδος μας οφείλει να ανοίξει διάλογο (πάντα σε συνάρτηση με τη συζήτηση για το περιεχόμενο του σχολείου) με την οργάνωση π.χ. σχετικού εκπαιδευτικού συνεδρίου, με στόχο τον εξορθολογισμό της όλης νοοτροπίας της βαθμολογίας. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και το άνοιγμα της σχετικής παιδαγωγικής συζήτησης είναι επιτακτικό.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ