Του Χρήστου Κάτσικα.
Εκπαιδευτικός αναλυτής

Το υπουργείο Παιδείας τονίζει ότι η βασική επιδίωξη του εθνικού διαλόγου είναι να τεθούν οι προτεραιότητες και κατόπιν να συσταθούν ομάδες εργασίας για την αναζήτηση «αναγκαίων και ρεαλιστικών λύσεων» έως τον Απρίλιο.

Σε μια, κατά τη γνώμη μας, κρίση ειλικρίνειας, η πρώην υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου με αφορμή την εξαγγελία για εθνικό διάλογο έγραψε: «Οι εξαγγελίες ακούγονται κάποιες φορές ευχάριστα και οι υπουργοί Παιδείας αγοράζουν χρόνο, με πρόσχημα πολλές φορές τον εθνικό διάλογο. Μία σύγκριση των συνεντεύξεων στις εφημερίδες τα τελευταία χρόνια θα πείσει τον καθένα».

Είναι αλήθεια ότι, αν ρίξει μια ματιά κάποιος τα τελευταία 30 χρόνια στα εκπαιδευτικά μας πράγματα, θα διαπιστώσει ότι ο διάλογος που εγκαινίασε ο υπουργός Παιδείας κ. Φίλης έχει… ιστορία.

Κάθε φορά που επιχειρούνταν παρεμβάσεις που είχαν σοβαρό αντίκτυπο στη σχολική ζωή και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών ή όταν η εκπαίδευση βρισκόταν σε μια κατάσταση που έμοιαζε με εύθραυστη εκεχειρία ή εμπόλεμη ζώνη, ο εθνικός διάλογος και οι μηχανισμοί του (ΕΣΥΠ κ.λπ.) χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγορά της συναίνεσης της κοινής γνώμης και την επιβολή της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, που καθόλου τυχαία ήταν συνάρτηση «οδηγιών» είτε της Ευρωπαϊκής Ενωσης είτε διεθνών οργανισμών τύπου ΟΟΣΑ.

Και, βέβαια, σε κάθε περίπτωση, η επίκληση του εθνικού συμφέροντος προσφερόταν για την υπονόμευση των κοινωνικών διεκδικήσεων της εκπαιδευτικής κοινότητας, των κινητοποιήσεων και των αντιστάσεων.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ

Ο πρώτος εθνικός διάλογος για την παιδεία θα ξεκινήσει με την ανάληψη της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας από τον Αντώνη Τρίτση το 1986.

Η τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (Αντώνης Τρίτσης), λίγες μόλις εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της (25/4/1986) είχε την πρωτοβουλία να κηρύξει τον «διαρκή εθνικό διάλογο» για την Παιδεία.

Στην πρώτη συνέντευξη τύπου (23.5.86) που οργάνωσε ο Υπουργός Παιδείας Α. Τρίτσης καταθέτει το ιδεολογικό στίγμα του διαλόγου που είναι «η αναμέτρηση με το φαινόμενο του κομματισμού στα σχολεία» καθώς «έχω ειδική εντολή ως νέα πολιτική ηγεσία στο χώρο της παιδείας να φέρω το μήνυμα της ποιοτικής αναβάθμισης και της στερέωσης της μεγάλης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης»

Η θεματολογία και οι στόχοι του διαλόγου προσπαθούν να απαντήσουν στα αδιέξοδα της εκπαιδευτικής πολιτικής της εποχής και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για την προώθηση αλλαγών που σχετίζονταν, ανάμεσα σε άλλα, με τα εργασιακά των εκπαιδευτικών, αξιολόγηση μαθητών εκπαιδευτικών, επαναφορά των αρχαίων από το πρωτότυπο κλπ

Ο δεύτερος εθνικός διάλογος (1991)

Ο επόμενος εθνικός διάλογος έγινε το 1991, μετά τις μαθητικές καταλήψεις, τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα και την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου και θα επιτρέψει στην τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. να βγει από το πολιτικό της αδιέξοδο. Εξαγγέλλεται αρχικά από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη που δηλώνει στις 10.1.91 πως «η πολιτική μας στα θέματα της παιδείας είναι ανοιχτή για συζήτηση. Ήταν πάντα ανοιχτή. Τα θέματα είναι όλα στο τραπέζι. Ξεκινάμε από μηδενική βάση» ενώ στις 8/3/91 ο νέος υπουργός Παιδείας της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης Γιώργος Σουφλιάς ανακοινώνει τις «αρχές και τις διαδικασίες του νέου εθνικού διαλόγου για την παιδεία»

Οι βασικοί στόχοι του διαλόγου παραμένουν ίδιοι με αυτούς της εκπαιδευτικής πολιτικής της περιόδου, όπως αυτή εκφράζονταν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας. Έτσι και στη νέα φάση ο Γ.Σουφλιάς έθεσε ως βασικό στόχο των επιχειρούμενων αλλαγών στην ελληνική εκπαίδευση την ανταπόκρισή της στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από εκεί και πέρα οι στόχοι που προωθούνται μέσω του διαλόγου έχουν να κάνουν με την ενίσχυση του κρατικού ελέγχου και της κοινωνικής επιλογής στο εκπαιδευτικό σύστημα και τον συντηρητικό προσανατολισμό των σχολικών γνώσεων.

Το ΕΣΥΠ (1995 – 1999)

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1995, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Γ. Παπανδρέου, θεσμοθετείται το Εθνικό Συμβούλιο για την Παιδεία (ΕΣΥΠ). Το ΕΣΥΠ αναλαμβάνει δράση τον Ιανουάριο του 1999 μετά τις μεγάλες και συνεχείς κινητοποιήσεις των μαθητών και των εκπαιδευτικών που αντιδρούσαν στις αντιεκπαιδευτικές αλλαγές του υπουργού Παιδείας Γερ. Αρσένη (πανελλαδικές εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα στη Β’ και Γ’ Λυκείου, μισθολόγιο, κατάργηση επετηρίδας κ.ά.). Βρισκόμαστε ήδη σε μια περίοδο που το manual της εκπαιδευτικής πολιτικής στη χώρα μας έρχεται μεταφρασμένο από τα κέντρα αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ο τρίτος εθνικός διάλογος (Ιανουάριος 2005)

Ο διάλογος της νέας κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ. (2004-2007) είχε τα ίδια συντηρητικά χαρακτηριστικά που είχαν και οι προηγούμενοι. Η τότε υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκουενημέρωσε την εκπαιδευτική κοινότητα και την κοινή γνώμη πως στις 21 Ιανουαρίου θα αρχίσει ο «εθνικός διάλογος για την Παιδεία», για να συζητηθούν οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν.

Ο νέος Εθνικός Διάλογος ξεκίνησε πάνω σε οκτώ άξονες που αποτελούσαν και τις κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης ενώ ως στόχοι των μεταρρυθμίσεων θα προταθούν «πριν απ’ όλα τα θέματα για τα οποία έχουμε αναλάβει δεσμεύσεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση…». Στα πλαίσια αυτά ως θέματα του διαλόγου προωθούνται «… η σύνδεση εκπαιδευτικών μονάδων με τον κόσμο της εργασίας, η δημιουργία όρων προϋποθέσεων που να ευνοούν τη μάθηση σε χώρους εργασίας, η μαθητεία και η εξειδίκευση, οι δίαυλοι ανάμεσα σε επιχειρήσεις και φορείς κατάρτισης και η δημιουργία νέων δομών ανάμεσα στην επαγγελματική κατάρτιση, τη γενική εκπαίδευση και την ανώτατη εκπαίδευση». Για τα πανεπιστήμια και γενικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση «κατευθυντήριες γραμμές είναι η συνάρτηση των σπουδών με τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών, η διασύνδεση με κέντρα έρευνας και δυναμικές επιχειρήσεις».

Χαρακτηριστική, την περίοδο αυτή, είναι και η προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος για τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Παρά την αρχική συναίνεση του ΠΑΣΟΚ, το όλο εγχείρημα ανατράπηκε μπροστά στον ανυποχώρητο αγώνα του φοιτητικού κινήματος, μεγάλου μέρους των πανεπιστημιακών (που εκφράζονταν από την τότε διοίκηση της ΠΟΣΔΕΠ) και της εκπαιδευτικής κοινότητας (απεργία διαρκείας ΔΟΕ, φθινόπωρο 2006).

Ο Εθνικός Διάλογος του 2009

Ο διάλογος που εξήγγειλε ο Υπουργός Παιδείας της ΝΔ Άρης Σπηλιωτόπουλος στις 23/1/09 ήρθε σε μια κρίσιμη κοινωνική και πολιτική συγκυρία ύστερα από την κοινωνική εξέγερση της νεολαίας τον Δεκέμβρη του 2008, που ανέδειξε τη μεγάλη χρεοκοπία της κυρίαρχης πολιτικής στην εκπαίδευση όσο και στην οικονομία.

Ο νέος διάλογος λειτούργησε ως απάντηση του πολιτικού συστήματος στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό κίνημα, που όλα αυτά τα χρόνια αναπτύχθηκε ως αντίπαλος στις επιλογές του στην εκπαίδευση.

Στη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής θα τονίσει ότι «οι αλλαγές στο λύκειο και στο εξεταστικό αποτελούν καίριας σημασίας μεταρρύθμιση η οποία θέλουμε να προέλθει μέσα από κοινή συμφωνία κομμάτων και κοινωνίας»

Η δημοσιοποίηση του Πορίσματος του τελευταίου εθνικού διαλόγου (23/11/09) έδειξε τις προτεραιότητες της κυρίαρχης πολιτικής, που είχαν να κάνουν με την αλλαγή της βασικής εκπαίδευσης (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας). Αυτό κυρίως εκφράστηκε με τη πρόταση του Πορίσματος για εκπόνηση νέων αναλυτικών προγραμμάτων και με τις προτεινόμενες αλλαγές στο εξεταστικό σύστημα.

Σύμφωνα με το Πόρισμα, το αναλυτικό πρόγραμμα θα αντικαταστήσει ένα εθνικό πλαίσιο στόχων μάθησης με ταυτόχρονη «σε κάποιο βαθμό δυνατότητα προσαρμογής του προγράμματος σπουδών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο». Η πρόταση αποτελεί αλλαγή θεμελιακής σημασίας, καθώς η διαμόρφωση εθνικού πλαισίου μαθησιακών στόχων ανοίγει το δρόμο για ανταγωνισμό και κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και ταυτόχρονα προσαρμόζει το περιεχόμενο της εκπαίδευσης στην τοπική και περιφερειακή οικονομία, δηλ. στα τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα.

Η ιδεολογικοπολιτική στόχευση των προγραμμάτων είναι συγκεκριμένη και ξεκάθαρη: «προώθηση κοινών στρατηγικών για την εκπαίδευση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Το Πόρισμα επίσης διαπιστώνει την ανάγκη να αποδεσμευτεί το λύκειο από τις εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ για να αποχτήσει ως ανώτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παιδευτική αυτοτέλεια και ισχυρή μορφωτική ταυτότητα, την οποία όμως δεν προσδιορίζει ούτε με γενικό τρόπο.

ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΕΞΗΓΓΕΙΛΑΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ
Αντώνης Τρίτσης
25 Απριλίου 1986 9 Μαΐου 1988
Ο πρώτος διδάξας – Εξήγγειλε διαρκή εθνικό διάλογο (1986)
Γιώργος Σουφλιάς
10 Ιανουαρίου 1991 13 Οκτωβρίου 1993
Ο δεύτερος εθνικός διάλογος (1991) – Από «μηδενική βάση»
Γιώργος Παπανδρέου
8 Ιουλίου 1994 25 Σεπτεμβρίου 1996
Δημιουργία ΕΣΥΠ
Γεράσιμος Αρσένης
25 Σεπτεμβρίου 1996 13 Απριλίου 2000
Επί υπουργίας του το ΕΣΥΠ αναλαμβάνει δράση τον Ιανουάριο του 1999
Μαριέττα Γιαννάκου
10 Μαρτίου 2004 19 Σεπτεμβρίου 2007
Ο τρίτος εθνικός διάλογος (Ιανουάριος 2005) – Οι «ευρωπαϊκές δεσμεύσεις»
Άρης Σπηλιωτόπουλος
8 Ιανουαρίου 2009 7 Οκτωβρίου 2009
Ο τέταρτος εθνικός διάλογος (2009) – Υπό την προεδρία του Γ. Μπαμπινιώτη για τα θέματα της Γενικής Εκπαίδευσης – Το «πόρισμα» και η προώθηση κοινών στρατηγικών για την εκπαίδευση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Άννα Διαμαντοπούλου
7 Οκτωβρίου 2009 7 Μαρτίου 2012
Εθνική Διακομματική Επιτροπή για την Παιδεία – Λειτουργία του ΕΣΥΠ – Για τις αλλαγές στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ και το νέο Λύκειο (τέλος του 2010 – μέσα του 2011)
Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος
21 Ιουνίου 2012 μέχρι 9-6-14
Σύσταση Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων – Αξιολόγηση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Αύγουστος 2012)
Ανδρέας Λοβέρδος
10 Ιουνίου 2014 – Ιανουάριος 2015
Εξήγγειλε εθνικό διάλογο αλλά …δεν πρόφτασε – «Προεκλογικό» Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, σε επίπεδο Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευση με συντονιστή τον Σωκράτη Κάτσικα (Δεκ 2014 – Ιαν. 2015)
Αριστείδης Μπαλτάς
Ιανουάριος 2015 – Αύγουστος 2015
Εξαγγέλλει «ευρύτατο διάλογο για τις ουσιαστικότερες και βαθύτερες αλλαγές» (28 Ιανουαρίου 2015) – αλλά …δεν πρόφτασε
Νίκος Φίλης
23 Σεπτεμβρίου 2015 –
Εθνικός διάλογος Δεκ 2015 – Απρίλιος 2016 (Εθνική Επιτροπή του Εθνικού Κοινωνικού Διαλόγου – Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής -Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας)

Περίοδος 2009 – 2014

Παρόμοια τακτική με όχημα άλλοτε τον «εθνικό διάλογο», άλλοτε το ΕΣΥΠ και άλλοτε «Επιτροπές» εμπειρογνωμόνων ή προσωπικοτήτων επιχειρείται και την περίοδο 2009–2014 (με υπουργούς την Α. Διαμαντοπούλου, τον Γ. Μπαμπινιώτη και τον Κ. Αρβανιτόπουλο), με στόχο -σε όλες τις περιπτώσεις- την επιβολή αλλαγών στη βάση των κατευθύνσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής της Ε.Ε. με συστατικό στοιχείο τις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις.

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ 5 ΣΗΜΕΙΑ

Η «ιστορία» των εθνικών διαλόγων για την Παιδεία, ως θεσμοποιημένη διαδικασία, έδειξε ότι το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, ήταν η συναίνεση και η νομιμοποίηση των επιλογών της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής και η διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης των εκπαιδευτικών ζητημάτων σύμφωνα με τους ορισμούς του Υπουργείου.

Οι εθνικοί διάλογοι οργανώθηκαν ως τακτικές προώθησης της κυρίαρχης πολιτικής είτε στη φάση που αυτή έκανε την αποφασιστική στροφή από τη σοσιαλδημοκρατία στο νεοσυντηρητισμό (1986-1988), είτε όταν η πολιτική των αναδιαρθρώσεων αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες στην επιβολή σημαντικών επιλογών της (1991, 2006) ή γενικευμένη αμφισβήτηση (Δεκέμβρης 2008). Αποτελούν επομένως τακτικές της κυρίαρχης πολιτικής για τη νομιμοποίηση και εφαρμογή παρεμβάσεων που συναντούν κοινωνικές αντιστάσεις.

Και αυτό καθώς η εφαρμογή νεοσυντηρητικών πολιτικών τις τελευταίες δεκαετίες και η προώθηση μέσα απ’ αυτές μιας σειράς σημαντικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση οξύνουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιθέσεις. Οι πολιτικές αυτές έχουν συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις, με αποτέλεσμα είτε να καθυστερούν οι ρυθμοί εφαρμογής τους είτε κρίσιμες πλευρές τους να μην μπορούν να εφαρμοστούν. Ο έλεγχος επομένως των κοινωνικών αντιστάσεων και η προσπάθεια διαμόρφωσης συναίνεσης γύρω από τις κατευθύνσεις της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελούν ιδιαίτερης σημασίας ζητούμενα για την ίδια την κυρίαρχη πολιτική .

Στο δια ταύτα:

1. Η προβολή του εθνικού χαρακτήρα του διαλόγου ενισχύει την συντονισμένη προσπάθεια για αποϊδεολογικοποίηση της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής. Προτείνεται η διεξαγωγή ενός διαλόγου στην υπηρεσία ενός κοινού, γενικού και εθνικού συμφέροντος στο οποίο υποτάσσονται τα ταξικά συμφέροντα. Η εκπαιδευτική πολιτική ως τομέας της δραστηριότητας του αστικού κράτους έχει ταξική βάση, αποτελεί την πραγμάτωση συμφερόντων των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων στο χώρο της εκπαίδευσης σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Η δυνατότητα πραγματοποίησης των αιτημάτων και των προσανατολισμών της εξαρτάται από τον κάθε φορά συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και προϋποθέτει τη συναίνεση των κυριαρχούμενων και υποτελών τάξεων. Καθοριστικό έτσι αναδείχνεται το ζήτημα της ηγεμονίας

2. Η «μηδενική» βάση του εθνικού διαλόγου για την εκπαίδευση εμπεριέχει τη σιωπηρή παραδοχή ότι η όποια κυβέρνηση αναλαμβάνει έναν πολιτικοϊδεολογικό αγώνα «εναντίον των πάντων». Μια τέτοια εκδοχή, σύμφωνα με τον Πανεπιστημιακό Γιώργο Μαυρογιώργο είναι ανιστορική και διπλά επικίνδυνη. Η συναίνεση στην αποδοχή της μηδενικής βάσης αφήνει ανοιχτά τουλάχιστον δύο ζητήματα. Από τη μια προσφέρεται για επαναφορά στη συζήτηση και ενδεχόμενη αναίρεση δημοκρατικών κατακτήσεων στην εκπαίδευση. Από την άλλη αποκρύπτει το γεγονός ότι ο οποιοσδήποτε διάλογος για την εκπαιδευτική πολιτική δεν έχει μηδενική βάση αν λάβουμε υπόψη την οικονομική «κρίση», την εισοδηματική πολιτική, τα μνημόνια.

3. Το διαδικαστικό πλαίσιο διεξαγωγής του διαλόγου, έτσι όπως επιβλήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις από τις ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας, μεταμόρφωσε το εκπαιδευτικό ζήτημα σε «ατομική» υπόθεση και γνώμη του κάθε μαθητή, εκπαιδευτικού ή γονέα χωριστά με την επίκληση αρχών «άμεσης δημοκρατίας» που πρόβαλε ως ζητούμενο τη διερεύνηση του κύκλου των διαλεγομένων.

4. Η λειτουργία των θεσμών δεν καθορίζεται από τις προθέσεις των προσώπων που συμμετέχουν στους θεσμούς, αλλά από τις πολιτικές που τους συγκροτούν.

5. Αν δεν τίθεται σ’ αμφισβήτηση η οικονομική βάση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων, η κριτική ενάντιά της, όσο οξεία και αν είναι, μπορεί ν’ αποδειχτεί πολύ χρήσιμη γι’ αυτήν, μια και συμβάλλει στην ύπαρξη έντονης αλλά και ασφαλούς συζήτησης και διαμάχης και στην προώθηση «λύσεων» για τα διάφορα «προβλήματα», λύσεων, που αποκρύπτουν και απομακρύνουν την προσοχή από το μεγαλύτερο απ’ όλα τα «προβλήματα», συγκεκριμένα απ’ το ότι πρόκειται για μια κοινωνική τάξη πραγμάτων στην οποία βασιλεύει η επιδίωξη του κέρδους

Ο νέος «εθνικός διάλογος»

Σήμερα, το υπουργείο Παιδείας προωθεί τη διαδικασία ακόμα ενός «εθνικού–κοινωνικού διαλόγου» για την Παιδεία.

Επαγγέλλεται έναν εκπαιδευτικό κήπο της Εδέμ, που προετοιμάζεται από «ειδικούς με ανοιχτά μυαλά» και σερβίρεται με τη γνωστή και δοκιμασμένη μαγειρική του λόγου.

Για ακόμη μια φορά προβάλλεται η αναγκαιότητα διαλόγου και συναίνεσης με μια έρπουσα ιδεολογία που έχει ως συστατικά της στοιχεία: τον εθνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα του διαλόγου και της εκπαίδευσης, την αμοιβαιότητα, τη συνευθύνη, την ειλικρίνεια, τη σοβαρότητα, τον συμβιβασμό, την άποψη των «ειδικών», τη διαδικαστική ουδετερότητα, τον ρεαλισμό, το εφικτό και άλλα ηχηρά παρόμοια.

Είναι αλήθεια ότι το υπουργείο Παιδείας δεν τσιγκουνεύτηκε εύηχες λέξεις και προτάσεις που μπορεί να δείχνουν ότι αφουγκράζονται αγωνίες εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων.

Ωστόσο, η υπερκατανάλωση προτάσεων του τύπου «απαλλαγή των μαθητών και των οικείων τους από το άγχος της ανασφάλειας», «Λύκειο που θα δίνει διέξοδο στις δεξιότητες του μαθητή», «περικοπές στη διδακτέα ύλη και τις εξετάσεις», «μέριμνα για την ειδική αγωγή», «ενισχυτική διδασκαλία», «αναβάθμιση του Λυκείου», όταν δεν συμφωνούν με τα έργα, στοχεύουν αποκλειστικά στην υφαρπαγή της συναίνεσης.

Και αυτό το λέμε, καθώς το γνωρίζουν ακόμη και οι πέτρες πως τα σημαντικά και τα στοιχειώδη έχουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου που δεσμεύει στην προώθηση των αντιεκπαιδευτικών μέτρων της περίφημης έκθεσης του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση.

Όπως μπορούμε να διαβάσουμε στο Μνημόνιο Γ που ψηφίστηκε στις 13 Αυγούστου 2015 στη Βουλή και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ στις 14 Αυγούστου (ΝOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4336 Συνταξιοδοτικές διατάξεις − Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης), όλα αυτά τα εκπαιδευτικά ζητήματα, καθώς και όλα όσα υποτίθεται ότι θα «συζητηθούν» στον «εθνικό/κοινωνικό διάλογο», έχουν ήδη συμφωνηθεί με την τρόικα και αποτελούν Νόμο του ελληνικού κράτους!

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το ΦΕΚ (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, Αρ. Φύλλου 94, Νόμος 4336/14-8-2015, σελ.1026-1027) : «Εκπαίδευση. Οι αρχές θα διασφαλίσουν τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του τομέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ και αυτό θα τροφοδοτήσει την προγραμματισμένη ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης. Οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του 2016, την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011.

Η εν λόγω επανεξέταση θα καλύπτει όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των δεσμών μεταξύ έρευνας και εκπαίδευσης, και της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας (βλ. επίσης ενότητα 4.2). Μεταξύ άλλων, η επανεξέταση θα αξιολογήσει την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του “Νέου Σχολείου”, το περιθώριο περαιτέρω εξορθολογισμού (των τάξεων, σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και διακυβέρνηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων και την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα.

Η επανεξέταση θα προτείνει συστάσεις σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ.

Με βάση τις συστάσεις της επανεξέτασης, οι αρχές θα εκπονήσουν επικαιροποιημένο εκπαιδευτικό σχέδιο δράσης και θα υποβάλουν προτάσεις για δράσεις το αργότερο έως τον Μάιο του 2016, οι οποίες θα εγκριθούν έως τον Ιούλιο του 2016, και εφόσον είναι δυνατόν, τα μέτρα θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ πριν από το ακαδημαϊκό έτος 2016 – 2017.

Ειδικότερα, οι αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού , καθώς και την αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό, με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων θα συνάδει με το γενικό σύστημα αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης.

Οι αρχές θα διασφαλίσουν τη δίκαιη μεταχείριση όλων των φορέων παροχής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανόμενων των ιδιωτικών ιδρυμάτων, καθορίζοντας ελάχιστα πρότυπα.

Τι προβλέπεται στο 3ο Μνημόνιο

Αν ξύσουμε τον σοβά, μπορούμε να διαβάσουμε στο 3ο Μνημόνιο που ψηφίστηκε στις 13/8 στη Βουλή (Ν. 4336) και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 14 Αυγούστου (σελ. 1.026-1.027) ότι όλα τα εκπαιδευτικά ζητήματα, καθώς και όλα όσα υποτίθεται ότι θα «συζητηθούν» στον «εθνικό/κοινωνικό διάλογο», έχουν ήδη συμφωνηθεί με την τρόικα και αποτελούν νόμο του ελληνικού κράτους:
«Εκπαίδευση. Οι αρχές θα διασφαλίσουν τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του τομέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε. και αυτό θα τροφοδοτήσει την προγραμματισμένη ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης. Οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του 2016, την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011».

Μεταξύ άλλων, η επανεξέταση θα αξιολογήσει την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του “Νέου Σχολείου”, το περιθώριο περαιτέρω εξορθολογισμού (των τάξεων, σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και διακυβέρνηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων και την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα. Η επανεξέταση θα προτείνει συστάσεις σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ.

Ειδικότερα, οι αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και την αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων θα συνάδει με το γενικό σύστημα αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης».
Αυτό σημαίνει, σε απλά ελληνικά, ότι ο βαθμός προώθησης του «νέου σχολείου» της Α. Διαμαντοπούλου θα αξιολογηθεί τον Απρίλιο του 2016, ενώ η επαναφορά της αξιολόγησης, η αύξηση του διδακτικού ωραρίου και άλλα πολλά θα προωθηθούν με προτάσεις που θα υποβάλει προς έγκριση τον Μάιο του 2016 το υπουργείο στα κλιμάκια της τρόικας.

Γι’ αυτό, καθόλου τυχαία και ο υπουργός Παιδείας όρισε το χρονοδιάγραμμα του «εθνικού διαλόγου»: Ο «διάλογος» αυτός των «αναγκαίων και ρεαλιστικών λύσεων» θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί «έως τον Απρίλιο» έτσι, ώστε -όπως «διατάζει» το 3ο Μνημόνιο- «όλα τα παραπάνω θα συνοψιστούν έως τον Μάιο του 2016, με τη βοήθεια ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων των διεθνών Οργανισμών, σε νέο επικαιροποιημένο εκπαιδευτικό σχέδιο δράσης» που θα επικεντρώνεται ουσιαστικά σε 4 βασικούς άξονες για την περίοδο 2015-2016:

● Μείωση του κόστους της εκπαίδευσης.
● Αξιολόγηση όλων των παραγόντων της σε σύνδεση με επιδόσεις, αποτελεσματικότητα και μισθούς.
● Μαθητεία για την πλειονότητα των αποφοίτων της τεχνικής εκπαίδευσης και περιφερειακές συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
● Επιχειρηματικότητα σε όλο το μήκος και το πλάτος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μεγαλύτερη συμμετοχή των εργοδοτών και μεγαλύτερη χρήση της ιδιωτικής χρηματοδότησης.

Στο πλαίσιο αυτό και ο νέος «εθνικός διάλογος» θυμίζει περισσότερο ένα ξεθωριασμένο πια σύνθημα έξω από το παλιό υπουργείο Παιδείας στη Μητροπόλεως: «Συνδιαλέγομαι, συνδιαλέγεσαι, συνδιαλέγεται… αποφασίζουν».

Οράματα για την εκπαίδευση και σχολική πραγματικότητα

Τι φαινομενικά αντιφατικό! Από τη μια, μια εκπαιδευτική πραγματικότητα που «ανασυγκροτεί» τις περικοπές, τη φτώχεια, και έναν πρώιμο αναλφαβητισμό, και από την άλλη διακηρύξεις για άρση της «αγραμματοσύνης» των μαθητών, των χαμηλών επιδόσεων και της γκρίζας εκπαιδευτικής διαδικασίας!

Από τη μια υπόκλιση στις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ που ιδιωτικοποιούν, φθηναίνουν και βαθαίνουν την ταξικοποίηση του σχολείου και από την άλλη το «όραμα» του Υπουργού Παιδείας όπως οικοδομείται με λέξεις στη χθεσινή εναρκτήρια ομιλία του στο πλαίσιο της επιτροπής: «να σχεδιάσουμε ένα νέο παράδειγμα σχολείου, ώστε από το σχολειό της κρίσης να περάσουμε στο σχολειό της πολιτισμικής-δημοκρατικής ανάτασης και της γενικότερης ανάπτυξης …Γι΄ αυτό η μεταρρύθμιση δεν εξαντλείται σε ένα-δυό χρόνια, ούτε σε μια τετραετία. Είναι έργο πνοής».

Όπως γίνεται κατανοητό, και σε αυτόν το λεγόμενο εθνικό διάλογο, η συζήτηση οργανώνεται από τις κυρίαρχες δυνάμεις οι οποίες, γνωρίζοντας καλά τα οχυρά των νοημάτων, πασχίζουν να ξαναμοιράσουν την τράπουλα. Με την «γραμματική της Νέας Ομιλίας», με τη γνωστή «μαγειρική του λόγου», απομονώνεται το σχολείο από τον οικονομικό και κοινωνικό του περίγυρο και με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα μεταμφιέζονται πολιτικά και κοινωνικά πρόβλημα σε αμιγή σχολικά ζητήματα. Έτσι, οι προβολείς της ερμηνείας του προβλήματος, ρετουσαρισμένοι κατάλληλα, δεν πέφτουν πάνω στη «Νέα Οικονομία» που θέλει το σχολείο να δημιουργεί ευέλικτους εργαζόμενους, με ένα μίνιμουμ μορφωτικών εφοδίων που είναι αναγκαία για την αγορά εργασίας, και πειθήνιους πολίτες, οι οποίοι παρά τους σχολικούς τίτλους κοιτάνε μόνο το τυρί και χάνουν τη φάκα καθώς βλέπουν μόνο τόσο όσο μπορούν να καταλάβουν.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΟΓΕΥΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΓΕΥΜΑ

Και είναι φανερό ότι από την στιγμή που οι επιτελείς του Υπουργείου Παιδείας έχουν μεταμφιέσει το πρόβλημα ώστε να φαίνεται σχολικό, θα αρχίσει και πάλι το «κυνήγι των μαγισσών». Έτσι το ένα γρανάζι πιάνει το άλλο και υφαίνεται σιωπηλά η κατασκευή του κατηγορητηρίου. Για τις χαμηλές επιδόσεις φταίνε οι καθηγητές που δεν εργάζονται εντατικά, οι μαθητές που δεν διαβάζουν και οι γονείς που δεν ενδιαφέρονται. Οπότε, οι λύσεις αναγκαστικά πρέπει να είναι «εντάσεως εργασίας», δηλαδή αυστηρές εξετάσεις (μεταμφιεσμένες σε «άλλες» εξετάσεις) και αξιολόγηση.

Έτσι, οι εκπαιδευτικοί, που προσπαθούν καθημερινά στις σχολικές αίθουσες, αναπνέοντας κιμωλία, να δώσουν στα νέα παιδιά τα μορφωτικά εφόδια για να βγουν στη ζωή, θα βρεθούν και πάλι ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Τα πυρά εκείνων που θα τους κατηγορούν σαν «τεμπέληδες» και «ακαμάτηδες» που δεν μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα και εκείνων που θα προσπαθούν να τους πείσουν ότι αν συνάψουν «ερωτικό δεσμό» με την «ηλεκτρονική εποχή», την «ελαστικοποίηση της εργασίας τους», την «καινοτομία», την «εξεύρεση πόρων» και το ακαταμάχητο σύνθημα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», τότε θα ξανασυναντήσουν τον «απολεσθέντα παράδεισο» και το σχολείο θα μετατραπεί σε πραγματικό «ναό μάθησης».

Μέτρα, τα οποία φυσικά δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα αφού αποτελούν μέρος του ίδιου του προβλήματος. Στο τέλος της συζήτησης το ταμείο θα γράφει: λιγότερα σχολεία, λιγότεροι μαθητές, περισσότερη κατάρτιση – μαθητεία, λιγότεροι εκπαιδευτικοί και πολλά «οράματα» για ένα μέλλον που ήδη είναι εδώ.