Αρθρογράφος:
Χρήστος Κάτσικας

Η διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων αξιοποιείται, ανάμεσα σε άλλα, για στατιστικές που αφορούν τις θέσεις εισακτέων και τον αριθμό των υποψηφίων που δίνουν τη μάχη για μια «θέση στον ήλιο» της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Την ίδια ακριβώς στιγμή πριμοδοτείται μια δημόσια ρητορική για το «γεγονός» της συμμετοχής όλου του μαθητικού πληθυσμού στις διαδικασίες των πανελλαδικών εξετάσεων.
«…όλου του μαθητικού πληθυσμού…» Ιδού, λοιπόν, το τελευταίο στάδιο του αποκλεισμού: το να έχει κανείς εξαφανιστεί από το εκπαιδευτικό τοπίο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον ορατός!
Στη σκιά, λοιπόν, των «ειδήσεων» το γεγονός ότι σήμερα, περίπου 38 χρόνια μετά τη συνταγματική «κατοχύρωση» της «9χρονης και δωρεάν υποχρεωτικής φοίτησης» (Σύνταγμα της Ελλάδας 1975, άρθρο 16, παρ. 3), χιλιάδες παιδιά δεν περιλαμβάνονται ούτε καν στους καταλόγους των υποψηφίων των πανελλαδικών εξετάσεων καθώς έχουν εξοστρακιστεί πολύ νωρίς από το σχολείο. Μόνον ανάμεσα στις δύο προηγούμενες Απογραφές Πληθυσμού (2001-2011) υπολογίζεται ότι πάνω από 60.000 παιδιά δεν ολοκλήρωσαν την 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση παρ’ όλο που βρίσκονταν σε σχολική ηλικία όταν αυτή θεσμοθετήθηκε ως υποχρεωτική.
Οσο κι αν ηχεί παράταιρα μέσα στην κυρίαρχη ρητορική «της ταχύτητας της γνώσης, της κοινωνίας της πληροφορίας και των λεωφόρων του κυβερνοχώρου», περίπου 5-7 χιλιάδες παιδιά εξακολουθούν να εγκαταλείπουν κάθε χρόνο την υποχρεωτική εκπαίδευση που θεωρείται η βάση για την απόσπασή τους από τον κόσμο του αναλφαβητισμού, για τη διεκδίκηση βασικών και θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Οι νομοί Αττικής, Θεσσαλονίκης, Χανίων, Αχαΐας, Χίου, Δωδεκανήσου έχουν το μικρότερο ποσοστό ατόμων που δεν ολοκλήρωσαν την υποχρεωτική εκπαίδευση, ενώ οι νομοί Ροδόπης, Ευρυτανίας, Ξάνθης, Καρδίτσας και Γρεβενών έχουν μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων με σχολικές γνώσεις χαμηλότερες από τις υποχρεωτικές.
Μια ματιά στα βασικά χαρακτηριστικά των νομών που παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου φανερώνει ότι πρόκειται για περιφερειακούς νομούς, αγροτικούς κατά βάση και οικονομικά στερημένους. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι παραπάνω νομοί Ευρυτανίας, Καρδίτσας και Γρεβενών καθώς και οι νομοί Ξάνθης και Ροδόπης βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις στους «βασικούς δείκτες εισοδήματος και ευημερίας», με πολύ χαμηλό δηλωθέν εισόδημα ανά κάτοικο, με χαμηλές αποταμιευτικές καταθέσεις αλλά και κακή αναλογία σχολείων, νοσοκομείων, γιατρών, δασκάλων κ.λπ.
Ενα νήμα φαίνεται να συνδέει τη σχολική πορεία πολλών παιδιών από την «άγονη» Ευρυτανία, την αγροτική Ηλεία και την περιθωριοποιημένη Λακωνία, τη «μειονοτική» Ξάνθη και τη Ροδόπη, τις «μητροπόλεις» του τουρισμού, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα Ιόνια, και τις φτωχογειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων με τους χιλιάδες αλλοδαπούς και παλιννοστούντες αλλά και τα Τσιγγανόπουλα που δεν πηγαίνουν καθόλου ή εγκαταλείπουν πρόωρα το υποχρεωτικό σχολείο: εδώ συγκεντρώνονται τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητικής διαρροής από την υποχρεωτική εκπαίδευση, γεγονός που «αιχμαλωτίζει» το εκπαιδευτικό τους μέλλον στην προοπτική της παραγωγής και αναπαραγωγής του αναλφαβητισμού.
Ετσι στα σχολεία της Αθήνας «μετά τον Κηφισό» και στον Πειραιά, η πρόωρη εγκατάλειψη του υποχρεωτικού σχολείου καταγράφει διπλάσια ποσοστά σε σχέση με τα σχολεία της Βόρειας και Ανατολικής Αττικής, και εάν κάποιος πλησίαζε το μικροσκόπιο στη σύγκριση δήμων, π.χ. από τη μια των Δήμων Αγίας Παρασκευής, Χολαργού, Κηφισιάς, Αμαρουσίου, Ψυχικού και από την άλλη των Λιοσίων, της Αγίας Βαρβάρας, της Ελευσίνας, του Ασπρόπυργου, των Αγίων Αναργύρων, του Περιστεριού, του Κερατσινίου, του Περάματος κ.λπ., τότε θα διαπίστωνε διά γυμνού οφθαλμού πολύ μεγαλύτερες διαφορές.
Από την άλλη τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου τροφοδοτούν, κατά κύριο λόγο, την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου προκειμένου να προσφέρουν την «εργατική τους δύναμη» στην αυξημένη ζήτηση που δημιουργεί η βιομηχανία του τουρισμού, η οποία αθόρυβα έχει επιβάλει κατά κάποιον τρόπο ένα ιδιαίτερο «ήθος», τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η εναγώνια αναζήτηση σύνδεσης με τις τουριστικές επιχειρήσεις και τα «προϊόντα» τους (γρήγορο κέρδος, καταναλωτισμός) και η απόρριψη-σνομπάρισμα κάθε μορφής εργασίας που προϋποθέτει εκπαίδευση.