Από τον Γελωτοποιό
Ο Τζον Στάινμπεκ μαζί με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα βρέθηκαν στο Στάλινγκραντ το 1947, λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.
“Το παράθυρο μας έβλεπε σε μια μεγάλη έκταση από ερείπια, σπασμένα τούβλα και τσιμέντα και διαλυμένους σοβάδες, κι ανάμεσα στα χαλάσματα, τα παράξενα αγριόχορτα που φαίνεται ότι φυτρώνουν πάντα σε κατεστραμμένα μέρη”.
Στάλινγκραντ, Δρέσδη, Χιροσίμα, κατεστραμμένα μέρη.
“Ακριβώς πίσω απ’ το ξενοδοχείο υπήρχε ένας σκουπιδότοπος, όπου πετούσαν φλούδες από πατάτες, κόκαλα κι άλλα τέτοια πράγματα. Και λίγο παραπέρα ένα βουναλάκι, σαν είσοδος φωλιάς ποντικών”.
Άνθρωποι και ποντίκια, κάποιες εποχές δυσκολεύεσαι να τους ξεχωρίσεις.
“Κάθε πρωί σερνόταν κι έβγαινε απ’ την τρύπα μια κοπελίτσα. Ήταν ξυπόλητη, τα μπράτσα της αδύνατα και τα μαλλιά της αχτένιστα και βρόμικα. Ήταν σκεπασμένη με χρόνια βρομιάς, έτσι που φαινόταν μαύρη”.
Πόσα χρόνια βρομιάς, πολέμου, πείνας μπορεί ν’ αντέξει μια κοπελίτσα;
“Όταν σήκωνε το πρόσωπο της, ήταν ένα απ’ τα ομορφότερα πρόσωπα που είχαμε δει. Τα μάτια της ήταν πονηρά σαν της αλεπούς, αλλά δεν ήταν ανθρώπινα. Κάπου στη φρίκη των μαχών, κάτι είχε σπάσει μέσα της κι είχε καταφύγει στην παρηγοριά της λησμονιάς.”
Η φρίκη είναι πιο ισχυρή απ’ την ομορφιά, όλοι το ξέρουν αυτό.
“Καθόταν καταγής κι έτρωγε φλούδες κι έγλυφε τα κόκαλα. Συνήθως έμενε εκεί γύρω στις δυο ώρες, μέχρι να γεμίσει το στομάχι της. Μετά πήγαινε στ’ αγριόχορτα και ξάπλωνε και κοιμόταν κάτω απ’ τον ήλιο”.
Και τίποτα δεν είναι καινούριο κάτω απ’ τον ήλιο.
“Ένα πρωί είδαμε μια γυναίκα να βγαίνει από μια άλλη τρύπα και να της δίνει μισό καρβέλι ψωμί. Η μικρή τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο στήθος της. Κοίταζε σαν μισότρελο σκυλί, καχύποπτα, τη γυναίκα που της είχε δώσει το ψωμί, μέχρι που εκείνη ξαναμπήκε στην τρύπα της”.
Άνθρωποι που ζουν σε τρύπες, σαν σκυλιά, αλλά μοιράζονται ψωμιά.
“Καθώς δάγκωνε το ψωμί, σαν αγρίμι, η άκρη απ’ το κουρελιασμένο βρόμικο σάλι της γλίστρησε απ’ το νεανικό της στήθος. Το χέρι της έπιασε αυτόματα το σάλι και σκέπασε το στήθος, τακτοποιώντας το με μια συγκινητική γυναικεία κίνηση”.
Το γυναικείο στήθος, που στην τελευταία παράγραφο απ’ τα Σταφύλια της Οργής μια μωρομάνα το προτείνει σ’ έναν πεινασμένο γέρο της κατεστραμμένης Αμερικής.
“Αναρωτήθηκα πόσες άλλες μπορεί να υπήρχαν σαν κι αυτήν. Μυαλά που δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν άλλο τη ζωή στον 20ο αιώνα, που είχαν αποσυρθεί μέσα στους αρχαίους λόφους του ανθρώπινου παρελθόντος, στην παλιά ερημιά της απόλαυσης, της οδύνης και της αυτοσυντήρησης”.
Κι ο 21ος αιώνας μόλις ξεκίνησε.
“Το πρόσωπο της είχε μια σμιλεμένη ομορφιά και με τα μακριά της πόδια κινιόταν με τη χάρη άγριου ζώου. Ήταν ένα πρόσωπο που θα το ονειρευόμουν για καιρό”.
Η ομορφιά είναι πιο ισχυρή απ’ τη φρίκη, λίγοι το ξέρουν αυτό.
“Έπειτα πίσω απ’ τα ερείπια εμφανιζόταν ξαφνικά ένα κορίτσι, που πήγαινε για δουλειά και περιποιόταν βιαστικά τα μαλλιά του με μια χτένα. Ήταν προσεγμένα ντυμένη, με καθαρά ρούχα, και περνούσε ανάμεσα απ’ τα αγριόχορτα.”
Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί, η ζωή συνεχίζεται, όση φρίκη κι αν δει.
“Νοικοκυρές έβγαιναν από άλλες τρύπες και πήγαιναν να ψωνίσουν, με τα μαλλιά τους σκεπασμένα με λευκά μαντίλια. Ήταν μια αλλόκοτη και ηρωϊκή παραλλαγή του σύγχρονου τρόπου ζωής”.
Αυτοί είναι οι ήρωες. Οι άνθρωποι που περιγράφει ο Στάινμπεκ στα βιβλία του. Απλοί, ανώνυμοι, άγνωστοι. Που βγαίνουν μέσα από τρύπες, μέσα από ερείπια, μέσα απ’ τη φρίκη, και συνεχίζουν να ζουν.
“Δεν είχαμε ιδέα πώς τα κατάφερναν ολ’ αυτά”.
Αυτοί είναι οι ήρωες. Οι άνθρωποι που μοιράζονται το ψωμί τους.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 21.1.2017