Την ημέρα του Αγίου Βασιλείου (Πρωτοχρονιά) έχουμε την προσμονή ενός ταπεινού και καλού Έλληνα αγίου με τα μαύρα γένια και το σκούρο φτωχό ράσο, που έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία) να ευλογήσει τα σπιτικά μας και να πάρει το δικό του κομμάτι από τη βασιλόπιτα (βγάζουμε ένα του Χριστού, ένα της Παναγίας, ένα του Αγίου Βασιλείου, ένα του φτωχού, ένα του σπιτιού, και μετά τα δικά μας –αν πέσει το φλουρί του Χριστού, της Παναγίας ή του Αγίου Βασιλείου, το δίνουμε στην εκκλησία).

Αυτός είναι ο Άγιος Βασίλειος, ο φιλάνθρωπος επίσκοπος του 4ου αιώνα μ.Χ., ο άνθρωπος των γραμμάτων ο ταπεινός και θαυματουργός (ένας από τους Τρεις Ιεράρχες), και όχι ο πονηρούλης Santa Claus που εισήχθη από την Αμερική για να διαφημίσει αναψυκτικά και την πραμάτεια των εμπόρων. Καλός είναι κι αυτός (με την άσπρη γενειάδα και το βαθύ γέλιο και την ταλαιπωρία του –λόγω κοιλίτσας– να χωρέσει από τις καμινάδες) αλλά ο δικός μας, ο ρωμιός είναι άγιος, πιο βαθύς (σε νόημα), λιγότερο διαφημιστικός αλλά όχι λιγότερο αξιαγάπητος.

Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο Santa Claus, ο ευρωπαϊκός «Πατέρας των Χριστουγέννων», αντιστοιχεί στον Άγιο Νικόλαο και για όλες τις χώρες (εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο) επισκέπτεται τα σπίτια τα Χριστούγεννα. Εμείς τον δεχόμαστε την Πρωτοχρονιά, γιατί είναι η μέρα της εορτής του Αγίου Βασιλείου, που είναι ο δικός μας «Πατέρας των Χριστουγέννων». Η μορφή του Santa Claus που ξέρουμε πλέον όλοι διαμορφώθηκε από τον αμερικανό σκιτσογράφο Τόμας Ναστ το 1862, με βάση παλαιότερες ευρωπαϊκές παραδόσεις, ενώ το κόκκινο χρώμα της στολής του το πήρε εξαιτίας του κόκκινου χρώματος γνωστού αμερικάνικου αναψυκτικού που χρησιμοποίησε τη μορφή του σε διαφημίσεις. Αρχικά ήταν ντυμένος στα χρώματα του ουράνιου τόξου.