του Σπύρου Γεωργάτου

Αφετηρίες

Τί ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ενιαίος χώρος (τριτοβάθμιας) εκπαίδευσης και έρευνας; Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ περιγράφει αδρά μια συνεργασία μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ), η οποία θα υποβοηθήσει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Μέσα όμως σ’ αυτή τη γενική περιγραφή διακρίνει κανείς διαφορετικές αφετηρίες. Ορισμένοι θεωρούν τον ενιαίο χώρο ως αναγκαία συνθήκη για να εξασφαλισθεί επιτέλους η ισοτιμία ανάμεσα στους καθηγητές των ΑΕΙ και τους επιστήμονες που υπηρετούν στα ΕΚ. Μια άλλη σχολή υποστηρίζει τη δημιουργία του ενιαίου χώρου με σκεπτικό τη βελτιστοποίηση της ερευνητικής παραγωγής και την καλύτερη αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Τέλος, οι πιο θεωρητικά σκεπτόμενοι υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει ο ενιαίος χώρος για τη συγκρότηση ενός ανοιχτού σύστηματος παραγωγής, μετάδοσης και διάχυσης γνώσης που βλέπει προς την κοινωνία. Για τους τελευταίους, ο ενιαίος χώρος δεν είναι απλώς μια αναγκαία αναπροσαρμογή που επιτάσσει η συγκυρία, αλλά ένα πολιτισμικό ζητούμενο.

Αν υποθέσουμε ότι όλες αυτές όψεις επιπροβάλλονται και συντίθενται αρμονικά στο ίδιο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, ένα κεφαλαιώδες ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Μέσα στο πλαίσιο του δεδομένου οικονομικο-πολιτικού συστήματος, ο ενιαίος χώρος εκπαίδευσης-έρευνας θα κληθεί να συμπράξει με τον επιχειρηματικό χώρο στο πεδίο της καινοτομίας. Το θέμα είναι λοιπόν με ποιον τρόπο και σε ποια μορφή «προσέρχονται» τα δημόσια ιδρύματα σε αυτή τη συνεργασία; Με τη μορφή ενός χαλαρού δικτύου ή με τη μορφή ενός καλά απαρτιωμένου συστήματος που αποτελείται από διοικητικά αυτόνομες εκπαιδευτικές/ερευνητικές μονάδες; Είναι φανερό ότι μόνο το δεύτερο μπορεί να εγγυηθεί τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ και των ΕΚ όταν συστηματοποιηθούν οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα. Είναι επίσης σαφές ότι μόνο ένας πραγματικά ενιαίος χώρος εκπαίδευσης-έρευνας μπορεί να οικοδομήσει την απαραίτητη «ικανότητα» (capacity) που θα προσελκύσει την υγιή επιχειρηματικότητα. Ένα χαλαρό δίκτυο ΑΕΙ και ΕΚ που συνεργάζονται τύποις ή σποραδικά θα εξακολουθήσει να είναι ευάλωτο απέναντι στους κρατικοδίαιτους «επιχειρηματίες» και τους καιροσκόπους –όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Μεταρρυθμιστικά μέτρα

Αν δεχθούμε ότι το αίτημα για τη δημιουργία του ενιαίου χώρου είναι ώριμο, ποια θα ήταν τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν άμεσα για τη συγκρότησή του; Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν τρία κομβικά θέματα:

1. Να ορίσουμε επακριβώς το φάσμα συνεργειών ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς φορείς.

Προφανώς, ο κύριος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα ΑΕΙ και τα ΕΚ είναι η έρευνα. Οφείλουμε λοιπόν καταρχήν να θεσπίσουμε κανόνες που ευοδώνουν και καθιστούν βιώσιμη τη συνεργατική και προγραμματική έρευνα, όπως κάνει, παραδείγματος χάρη, ο γερμανικός οργανισμός ερευνητικής χρηματοδότησης (DFG). Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να οικοδομηθεί πρώτα ο αντίστοιχος ενιαίος οργανισμός ερευνητικής χρηματοδότησης –που δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα.

Δεύτερον, υπό συνθήκες κρίσης εμφανίζονται τεράστια ελλείμματα διδακτικού προσωπικού στα ΑΕΙ. Από την άλλη πλευρά, σε αρκετά ΕΚ οι ερευνητικές ομάδες που ενεργοποιούνται εκεί δεν συνιστούν μια κρίσιμη μάζα. Πρέπει λοιπόν να θεσμοθετηθεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο η διπλή ιδιότητα (joint appointment) με καθαρούς κανόνες αξιολογικής επιλογής — και πάντως όχι με τη μέθοδο της απλής ένταξης όπως γίνεται πρακτικά μέχρι σήμερα.

Περαιτέρω, στη βάση ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου, μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα συγκρότησης εικονικών ινστιτούτων (virtual institutes) που περιλαμβάνουν θεματικά συγγενείς ομάδες σε ΑΕΙ και ΕΚ, ανεξάρτητα από γεωγραφική περιοχή.

Τέλος, πολλά ΑΕΙ διαθέτουν υποδομές που συμπληρώνουν τις υποδομές των ΕΚ. Κι εκεί λοιπόν υπάρχει έδαφος γονιμής συνεργασίας στο επίπεδο της πρόσβασης.

2. Να εξασφαλισθούν κίνητρα για την οριζόντια κινητικότητα του προσωπικού.

Για να υπάρξει κινητικότητα ανάμεσα στα ΑΕΙ, τα ΤΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα χρειάζονται (καλώς εννοούμενα) κίνητρα, τόσο ακαδημαϊκά όσο και άλλα. Ένα σημαντικό μέτρο θα ήταν η θέσπιση μικτών μεταπτυχιακών προγραμμάτων, με κρατική ενίσχυση. Ένα άλλο θα ήταν, όπως υπαινίχθηκα παραπάνω, η πριμοδότηση συνεργατικών ερευνητικών προτάσεων και μια επιπλέον ελαστικότητα στη διαχείριση των συνεργατικών προγραμμάτων (παραδείγματος χάρη, ευχερέστερη μεταφορά κονδυλίων από τον κωδικό των αμοιβών στον κωδικό των αναλωσίμων ή αντίστροφα).

3. Να προχωρήσουμε συντεταγμένα σε οργανωτικές αναδιατάξεις που χρειάζονται για τη δημιουργία του ενιαίου χώρου.

Χρειάζονται απαραιτήτως μέτρα που αντιμετωπίζουν τον κατακερματισμό, τις αλληλεπικαλύψεις και την πολυτυπία των κανόνων διοίκησης ανάμεσα στα ΑΕΙ, τα ΤΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα. Ένα εκσεσημασμένο παράδειγμα τέτοιας ασυμμετρίας είναι τα Ινστιτούτα της Ακαδημίας Αθηνών που διέπονται από εντελώς διαφορετικό καθεστώς από ό,τι οι ερευνητικοί φορείς που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ. Αλλά υπάρχουν και προβλήματα ουσίας: ΤΕΙ που δεν αντέχουν σε κανένα είδος αξιολόγηση, πανεπιστημιακά τμήματα που βρίσκονται διασκορπισμένα και σε ικανή απόσταση το ένα από το άλλο, «υπό συγκρότηση» Ινστιτούτα σε παραμεθόριες περιοχές που αναζητούν ακόμα έναν ρόλο. Υπάρχει δε και κάτι άλλο, ιδιαίτερα στη σφαίρα των βιοϊατρικών επιστημών: διπλασιασμός και τριπλασιασμός της ίδιας θεματικής περιοχής μέσα σε μια γεωγραφική επιφάνεια λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η αντιμετώπιση αυτών των στρεβλώσεων πρέπει να γίνει με τολμηρό, αλλά απόλυτα θεσμικό, τρόπο υιοθετώντας δύο βασικούς κανόνες: α) οι όποιες αναδιαρθρώσεις θα πρέπει να εγγυώνται τα εργασιακά δικαιώματα του προσωπικού, β) η ομογενοποίηση και ο εξορθολογισμός των κανόνων θα πρέπει να γίνει με την προοπτική της περαιτέρω ανάπτυξης των υπαρχουσών θεματικών και την εξασφάλιση της συνοχής που χρειάζεται.

Τελειώνοντας, θέλω να αναφερθώ σε δύο όρους που έχουν καθοριστική σημασία. Πρώτον, όταν μιλάμε για μεταρρυθμιστικά μέτρα με στόχο τον ενιαίο χώρο εκπαίδευσης-έρευνας, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις «ευχές» και στο υλοποιήσιμο σχέδιο έγκειται στο εξής: εάν και κατά πόσον οι συμπράξεις ανάμεσα σε διάφορους φορείς –που διατηρούν στο ακέραιο τη διοικητική αυτονομία τους, αλλά είναι λειτουργικά διασυνδεδεμένοι- είναι θεσμικά κατοχυρωμένες. Δεύτερον, είναι προφανές ότι καμία μεταρρύθμιση δεν θα είναι βιώσιμη αν δεν αναθεωρηθεί εκ βάθρων το διοικητικό καθεστώς που διέπει τα ΑΕΙ και τα ΕΚ. Όσο οι διοικήσεις των δημόσιων ιδρυμάτων είναι στα χέρια πελατειακών δικτύων και όσο τα μέλη της πανεπιστημιακής και της ερευνητικής κοινότητας δεν έχουν λόγο και ρόλο στην καθημερινή διαχείριση των φορέων τους, οι θεσμικές πρόνοιες θα μένουν στα χαρτιά.

Σπύρος Γεωργάτος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.