Την ίδρυση νέων τμημάτων στα και την αύξηση του αριθμού των στα υπάρχοντα τμήματα σχεδιάζει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας από το 2018 και σε βάθος τριετίας.

Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με την επιδιωκόμενη στροφή περισσότερων, σε σύγκριση με σήμερα, μαθητών στην επαγγελματική εκπαίδευση και την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα, το υπουργείο προσδοκά να επιτύχει την των αποφοίτων λυκείου στα ΑΕΙ με το τους. Ενα σχέδιο με πολλούς αστερίσκους, καθώς στις περιζήτητες σχολές όπως τις ιατρικές και τα πολυτεχνεία, ο αριθμός των θέσεων θα είναι συγκεκριμένος και άρα θα απαιτούνται εξετάσεις. Παράλληλα, τα νέα τμήματα θα αφορούν κυρίως ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές όπως και οι επιπλέον θέσεις στα υπάρχοντα. Σήμερα, η Ελλάδα έχει 19 πανεπιστήμια με 264 τμήματα και 14 ΤΕΙ με 182 τμήματα, αριθμοί υψηλοί συγκριτικά με το πληθυσμιακό μέγεθος της χώρας. Ηδη, από το 2013 και ενόψει του τότε σχεδίου «Αθηνά», η Ανώτατη Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας (ΑΔΙΠ) ανέφερε ότι «οι προτάσεις του σχεδίου οδηγούν σε μικρή μόνο μείωση του σημερινού αριθμού των ΑΕΙ. Η προτεινόμενη μείωση δεν είναι όσο θα έπρεπε τολμηρή».

Ειδικότερα, όπως ανέφερε στην «Καθημερινή» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου, τα νέα τμήματα θα ιδρυθούν κυρίως στα πεδία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών ύστερα από πρόταση των ΑΕΙ. Θα ξεκινήσουν με βάση τον βαθμό ωριμότητας της πρότασης του ιδρύματος. Ενδεικτικά, η Φιλοσοφική Αθηνών έχει ήδη δρομολογήσει την ίδρυση δύο νέων τμημάτων (Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής), ενώ υπάρχουν κλάδοι, όπως η Γλωσσολογία, για τους οποίους δεν υπάρχει αυτοτελές τμήμα στα ελληνικά ΑΕΙ. Ωστόσο, όπως αναφέρει και η τελευταία έκθεση της ΑΔΙΠ, στην Ελλάδα το 32,4% έχει αποφοιτήσει από τομείς κοινωνικών επιστημών, το 11,4% από τομείς ανθρωπιστικών επιστημών και το 9,8% από παιδαγωγικές σχολές. Αντίθετα, το 18,1% έχει αποφοιτήσει από τομείς επιστημών μηχανικών, το 11,8% από τομείς φυσικών επιστημών, το 10,9% από τομείς επιστημών υγείας, το 4% από τομείς γεωργικών επιστημών και το 1,6% από τομείς υπηρεσιών.

Το υπουργείο, μάλιστα, θεωρεί ότι κάποιοι υποψήφιοι δεν εισάγονται επειδή δεν υπάρχουν θέσεις στο επιστημονικό πεδίο σπουδών των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Για τον λόγο αυτό θα αυξήσει τον αριθμό των θέσεων. Ηδη, πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει υπάρξει σχεδιασμός για αύξηση των θέσεων σε περίπου 30 λειτουργούντα τμήματα. «Θα σπουδάσουν στο αντικείμενο που επιθυμούν, προφανώς βεβαίως όχι στην πόλη που το επιθυμούν» τονίζει στην «Κ» το ίδιο στέλεχος. Παράλληλα, νέα τμήματα θα προκύψουν και σε αντικείμενα τεχνολογικών επιστημών από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Μάλιστα, πληροφορίες αναφέρουν ότι εξετάζεται τυχόν αναβάθμιση σε πανεπιστήμιο μέσω συγχώνευσης, των Θεσσαλονίκης και Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης. Στον αντίποδα, το υπουργείο έχει δηλώσει ότι θα προχωρήσει, ύστερα από το 2016, σε νέα μικρή μείωση των εισακτέων στις ιατρικές.

Ελλείψεις διδασκόντων

Βεβαίως, μπορεί η ίδρυση τμημάτων και η αύξηση των εισακτέων στις θεωρητικές επιστήμες να είναι εύκολες, επειδή δεν απαιτούν εργαστήρια και εξοπλισμό, ωστόσο απαιτούνται επιπλέον διδάσκοντες, ώστε να μην πληγεί το επίπεδο σπουδών. Την ίδια στιγμή, «λόγω των συνταξιοδοτήσεων και του “παγώματος” των διορισμών, υπάρχει κίνδυνος να μη διδαχθούν γνωστικά αντικείμενα» παρατηρεί στην «Κ» ο Γεράσιμος Σπαθής, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και στενός συνεργάτης του Αριστείδη Μπαλτά. Συνολικά, τα τελευταία επτά χρόνια έχει αποχωρήσει ο ένας στους τρεις διδάσκοντες και τα ιδρύματα θα έχουν σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας τα αμέσως επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΔΙΠ, η Ελλάδα έχει τη χειρότερη, μετά την Κροατία, αναλογία φοιτητών/διδασκόντων στην Ευρώπη, με έναν διδάσκοντα ανά 44,5 φοιτητές. Σύμφωνα με τη Eurostat, στην Ευρώπη των «28» αναλογεί ένας διδάσκων ανά 15,6 φοιτητές.

Μπορεί έτσι να επιτευχθεί η ελεύθερη πρόσβαση σε βάθος τριετίας; Φέτος, ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων ήταν 106.464 και εισήχθησαν 74.511. Αρα, έμειναν εκτός 31.953 υποψήφιοι. Το υπουργείο έχει δύο ακόμη εργαλεία. Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για τη συνεχή μείωση των υποψηφίων κάθε χρόνο, και κατά δεύτερο για την αύξηση του αριθμού των 15χρονων που θα επιλέξουν τα επόμενα χρόνια λόγω της ενίσχυσης της ελκυστικότητας την επαγγελματική εκπαίδευση. Ηδη, λειτουργεί το έτος μαθητείας σε επιχειρήσεις μετά την ολοκλήρωση των σπουδών σε Επαγγελματικά Λύκεια, ενώ θεωρείται ότι το κύμα προς την επαγγελματική εκπαίδευση θα ενισχύσει η λειτουργία, από το 2018, διετών προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης εντός των ΑΕΙ.

Κατά πόσον ο σχεδιασμός θα οδηγήσει ουσιαστικά σε ελεύθερη πρόσβαση; Οπως λέει στην «Κ» η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, Ευγενία Μπουρνόβα, «φοβάμαι ότι θα μείνει όνειρο για την ελληνική κοινωνία. Βεβαίως, όταν λέμε ελεύθερη πρόσβαση, αναφερόμαστε μόνο σε πανεπιστημιακά τμήματα που δεν οδηγούν αμέσως σε κάποιο επάγγελμα όπως γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι. Στις σχολές αυτές είναι αναγκαίο να υπάρχει μια προεπιλογή για πολλούς λόγους. Αυτό που δεν γίνεται κατανοητό, είναι να λέγεται ότι ετοιμαζόμαστε για ελεύθερη πρόσβαση όταν αυτό προϋποθέτει μεγάλη αύξηση των κονδυλίων για δημιουργία υποδομών και πρόσληψη διδασκόντων που θα πρέπει να στηρίξουν αυτό το άνοιγμα, τουλάχιστον για το πρώτο έτος. Σημειώνω με έμφαση το πρώτο έτος, γιατί ελεύθερη πρόσβαση δεν σημαίνει πως μπαίνουν όλοι σε όποιο τμήμα επιλέξουν και στο τέλος παίρνουν πτυχίο! Ελεύθερη πρόσβαση σημαίνει ότι η πολιτεία πληρώνει για τον φοιτητή που πραγματικά ενδιαφέρεται για ένα αντικείμενο και καταβάλλει τον απαιτούμενο κόπο να προαχθεί στο επόμενο έτος ώστε να μπορεί να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει σοβαρός έλεγχος, αξιολόγηση και παρακολούθηση των επιδόσεων στις σπουδές. Κατηγορούσαμε στο παρελθόν τις κυβερνήσεις για τη δημιουργία νέων τμημάτων, χωρίς να έχει προβλεφθεί ο απαραίτητος αριθμός μονίμων διδασκόντων. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει».