Toυ Κωνσταντίνου Σοφούλη

Για να μην πάμε πολύ μακριά, οι σημαντικές απόπειρες εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μετά την μεταπολίτευση απέτυχαν στα κύρια σημεία τους, με μοναδική ίσως εξαίρεση την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από τις συνεχείς προσπάθειες που κάνουν οι διαδοχικές κυβερνήσεις για νέες μεταρρυθμίσεις για τα ίδια περίπου θέματα. Δεν προσπαθεί κάποιος να μεταρρυθμίσει κάτι, αν δεν το θεωρεί προβληματικό και ήδη μεταρρυθμισμένο. Το πρώτο, επομένως ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιά είναι η αιτία των συνεχών αποτυχιών. Το υποκείμενο, όμως, ερώτημα είναι ποια στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος χρειάζονται την μεταρρύθμιση που επανειλημμένα αποτυχαίνει. Θα προσπαθήσω να δείξω ότι τα δύο ερωτήματα συσχετίζονται, αλλά θα επικεντρωθώ κυρίως στο πρώτο ερώτημα.

Η εκπαίδευση έχει δύο συστατικά στοιχεία: Έχει περιεχόμενο αφενός και σύστημα διαχείρισης, διοίκησης ή διακυβέρνησης αφετέρου. Φαινομενικά τα δύο αυτά συστατικά μπορεί να μοιάζει να μη συσχετίζονται. Στην πραγματικότητα, όμως, τα συνδέουν εξαιρετικά σημαντικές ουσιαστικές σχέσεις. Το πώς διοικείται μια σχολική μονάδα φαίνεται εκ πρώτης όψεως να μη σχετίζεται με το τι διδάσκεται σε αυτή. Μια προσεκτικότερη ματιά, όμως, πείθει για το αντίθετο. Σε ένα αυταρχικό σχολείο, για παράδειγμα, δύσκολα μπορεί να εφαρμοσθούν μέθοδοι διδασκαλίας που προωθούν την ανοιχτή έρευνα από τον διδασκόμενο. Αυτό με τη σειρά του θα καθορίσει το τελικό αποτέλεσμα της διδασκαλίας και μάλιστα σε δύο διαστάσεις: Την εκμάθηση της διδακτέας ύλης από τη μια, αλλά και την παιδεία των μαθητών και μαθητριών με την γενικότερή της έκφραση από την άλλη. Από ένα αυταρχικό σχολείο δεν μπορούμε να περιμένουμε να αποφοιτήσουν ούτε δημοκρατικοί πολίτες ούτε ανοιχτά στη γνώση μυαλά.

Οι εκάστοτε μεταρρυθμίσεις μπορεί να αφορούν άλλοτε το περιεχόμενο, άλλοτε την διακυβέρνηση και μερικές φορές και τα δύο. Ένα ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι κατά κανόνα οι επιχειρηθείσες μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας δεν συντονίζουν τις παρεμβάσεις στα δύο αυτά πεδία ακόμη και στις περιπτώσεις που η μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία αφορά μόνο την διακυβέρνηση. Έτσι επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις στην διακυβέρνηση αλλά αγνοείται ότι αυτές επηρεάζουν σημαντικά το περιεχόμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, η ζημιά που προκαλείται στο συνολικό σύστημα μπορεί να είναι απροσμέτρητες. Ένας από τους βασικούς λόγους που αυτό συμβαίνει οφείλεται στο γεγονός, ότι ένα σημαντικό μέρος του συνολικού περιεχομένου της εκπαίδευσης γίνεται δια μέσου αυτού που οι ειδικοί ονομάζουν «κρυφό ή γκρίζο πρόγραμμα σπουδών». Ο ισχυρός σύνδεσμος μεταξύ των δύο αυτών όψεων είναι, όμως, ακριβώς το κρυφό πρόγραμμα που αγνοείται από τους μεταρρυθμιστές και για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω. Επιπλέον, αν εξαιρέσουμε την ευρεία μεταρρύθμιση που αποπειράθηκε ο Αρσένης, οι περισσότερες απόπειρες μεταρρύθμισης από την μεταπολίτευση και εδώ αφορούν κυρίως την διακυβέρνηση. Για κάποιους λόγους, τα θέματα περιεχομένου μαζί και το κρυφό πρόγραμμα έχουν τεθεί στο περιθώριο συστηματικά. Όποιος μελετήσει με την δέουσα προσοχή την πρόσφατη μεταρρυθμιστική Ιστορία μας, εύκολα θα διαπιστώσει την τάση να ρίχνεται το βάρος περισσότερο στο πώς διοικείται η εκπαίδευση και λιγότερο στο περιεχόμενό της. Αν μάλιστα βάλεις στο μικροσκόπιο τις σχετικές διαδικασίες θα διαπιστώσεις ότι ακόμη και όταν φαινομενικά η μεταρρύθμιση αφορά το περιεχόμενο, στην ουσία κρύβει παρέμβαση μάλλον στην διακυβέρνηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας παρά στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Πάλι για παράδειγμα, όταν ο μεταρρυθμιστής αναφέρεται στην «ελάφρυνση της διδακτέας ύλης» ή στην ελαχιστοποίηση των
«εξετάσεων», τι τον ενδιαφέρει στην ουσία; Να βελτιώσει την συνολική παιδεία του εκπαιδευόμενου ή να ελαφρύνει το έργο των διδασκόντων και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει την ενδιάθετη τάση των γονέων να δουν τα παιδιά τους να προχωρούν στο σχολείο με λιγότερο κόπο; Η αιτία αυτής της ετεροβαρούς φροντίδας είναι το ότι το πολιτικό σύστημα δίνει την πρωτεύουσα σημασία στα συμφέροντα των συντεχνιών και ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ίδια την εκπαίδευση και τις επιδόσεις της.

Η κακή, κάκιστη αρχή για αυτήν την πορεία προς την συνεχή απομείωση του ειδικού βάρους που πρέπει να δίδεται στο περιεχόμενο σε όφελος των ζητημάτων διακυβέρνησης υπήρξε ο εγκληματικός Νόμος Πλαίσιο του ’82 για την Ανώτατη εκπαίδευση. Εκείνος ο νόμος εμπέδωσε μια συντεχνιακή αντίληψη και έδωσε στο εξής το χρώμα στις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα επίπεδα της εκπαίδευσης. Συντεχνιοποίησε επισήμως, με τη βούλα θα λέγαμε, τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης και έκτοτε άφησε το απόστημα αυτό να επεκτείνεται σε όλες τις εκφάνσεις του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η συντεχνιοποίηση κάλυψε από την όρασή μας το περιεχόμενο των σπουδών και ανήγαγε σε πρωταγωνιστές της εκπαίδευσης, αντί την ποιότητα και την έκταση των γνώσεων, τα κακώς εννοούμενα συμφέροντα των ομάδων που αγωνίζονται αποκλειστικά για τα προσωπικά τους συμφέροντα στο πεδίο εις βάρος του κοινωνικού συμφέροντος. Ας τους κατονομάσουμε χωρίς φόβο: Πρόκειται για τους διδάσκοντες, τους γονείς, τις πολιτικές νεολαίες, τους εκκολαπτόμενους μαθητές/συνδικαλιστές, τους φροντιστές ακόμη και τις καθαρίστριες και τους καντινούχους των σχολείων. Μέσα στην ατμόσφαιρα συντεχνιακής διαπλοκής, η συζήτηση για το περιεχόμενο και την έκταση των σπουδών και της γενικής παιδείας αφέθηκε, για εσωτερικό ακίνδυνο παιχνίδι, στις ακαδημαϊκές ελίτ και στους λίγους δημόσιους διανοούμενους που δεν εννοούν να παραδώσουν τα διαφωτιστικά τους ενδιαφέροντα. Έτσι φτάσαμε να μη ενδιαφέρει τους υπεύθυνους ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα πατώνει στην αξιολόγηση του PISA, ούτε ότι τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά μας παράγουν μάζες νεαρών νέο-μηδενιστών που βασανίζονται οι ίδιοι από τη μοίρα τους αλλά θα βασανίζουν και την κοινωνία τους όποτε τους δοθεί ευκαιρία.

Ιδού λοιπόν γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις: Προσκρούουν σε ένα αρνητικό πολιτισμικό περιβάλλον που τα ενδιαφέροντά του δεν έχουν καμία σχέση με τους στόχους της οποιασδήποτε εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης. Ομάδα πίεσης για ποιοτικές μεταρρυθμίσεις ουσιαστικά δεν υπάρχει και αυτό έχει μοιραίες συνέπειες σε ένα πολιτικό σύστημα όπου η δημοκρατική στήριξη είναι απαραίτητη για κάθε μείζονα αλλαγή πολιτικής. Στη δημοκρατία, δυστυχώς, χωρίς φωνή λαού δεν υπάρχει απόκριση από τους Θεούς της. Και τέτοια φωνή δεν ακούγεται στην περίπτωση της εκπαίδευσης.

Ας δούμε επιγραμματικά, τώρα, την δομή των έκδηλων συντεχνιακών συμφερόντων που περιβάλλουν το εκπαιδευτικό σύστημα, μέσα από το παραπάνω πρίσμα, και αντιτίθενται στην όποια εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση.

  • Τα πολιτικά κόμματα έχουν ως πρώτη προτεραιότητά τους την άγρα ψήφων και όχι την εφαρμογή ουσιαστικών μεταρρυθμιστικών σχεδίων. Είναι εθισμένα στην πελατειακή προσέγγιση της πολιτικής και αδυνατούν να μετακινηθούν σε περιοχές στρατηγικού σχεδιασμού προς χάρη του κοινού συμφέροντος. Όσες σημαντικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες έχουν γίνει μέχρι τώρα είναι έργο εμπνευσμένων ηγητόρων που ποτέ δεν ενσωματώθηκαν στην ιδεολογία των ίδιων των κομμάτων τους. Αυτό ισχύει για σε κάθε τομέα μεταρρύθμισης και αποτελεί ανίκητη δύναμη για την εκπαίδευση. Ο Καραμανλής εφάρμοσε την ευρωπαϊκή πολιτική του ενώ το κόμμα του παραληρούσε από εθνικολαϊκές υπερβολές. Ο Σημίτης έβαλε την χώρα στην ΟΝΕ ενώ το κόμμα του στεκόταν φανατικά αντίθετο προς τις μεταρρυθμίσεις που συνεπαγόταν η ένταξη. Δύο, αλλά επαρκή παραδείγματα, της ασυμφωνίας της κομματικής δομής προς μεγάλες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις. Όσο για την εκπαίδευση, αρκεί να μελετήσουμε την εμπειρία της περίπτωσης Αρσένη που υπήρξε ο μόνος στο προσφατο παρελθόν που παρουσίασε ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρύθμισης. Σημειώνω, ότι προσωπικά έχω σοβαρές αντιρρήσεις για ένα ή δύο βασικά σημεία, αλλά ποτέ δεν θα πολεμούσα το σχέδιο στο σύνολό του με την λύσσα που όλη η δομή του ΠΑΣΟΚ το πολέμησε. Την ίδια τύχη είχε και η μεταρρύθμιση της διοίκησης των ΑΕΙ που επιχείρηση η Διαμαντοπούλου. Μπορεί να πέτυχε μια ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη, αλλά οι ιδέες της ποτέ δεν έγιναν οργανικό μέρος της κομματικής ατζέντας μήτε στο ίδιο της το κόμμα ούτε στη ΝΔ που κοινοβουλευτικά την στήριξε.
  • Οι γονείς στην συντριπτική πλειονότητά τους έχουν πολιτικά εκπαιδευτεί να υποστηρίζουν μια χυδαία γραφειοκρατική αντίληψη της εκπαίδευσης που τους βάζει αφετηριακά σε πλήρη αντίθεση προς κάθε σχέδιο ποιοτικής βελτίωσης. Θεωρούν την εκπαίδευση ως μια δημόσια διαδικασία τυπικής πιστοποίησης δικαιώματος (το περίφημη «χαρτί») και αντιδρούν σε κάθε μέτρο που θα συνδέσει την πιστοποίηση με αξιολόγηση της ουσίας των γνώσεων για τους βλαστούς τους. Ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς τα παιδιά τους θα μπουν με την μεγαλύτερη ευκολία σε κάποιο τριτοβάθμια ίδρυμα, αδιαφορώντας αν τα εφόδιά του επιτρέπουν ομαλή σταδιοδρομία σπουδών. Αν πρέπει να μπουν ακόμη και με βαθμούς κάτω από την βάση (με όποια αξιοπιστία, σημειωτέον, έχει η σχετική βαθμολογία) η λύση που προκρίνουν είναι να μειωθούν οι απαιτήσεις των σπουδών για να προσαρμοστούν στην αγραμματοσύνη των βλαστών τους. Και όταν μπουν, ενδιαφέρονται να πάρουν όσο πιο εύκολα το «χαρτί» σαν να διεκδικούν δωρεάν κάποιο κουπόνι μετοχής που τους αποδίδει δια βίου πρόσοδο.
  • Οι μαθητές και φοιτητές έχουν εκπαιδευτεί ώστε να θεωρούν ότι είναι δικαίωμά τους η αμάθεια, ότι πρέπει να εμποδίζουν την σχολική διαδικασία, να καταστρέφουν την σχολική περιουσία και να στερούν από τους καλλίτερους την ελευθερία να κάνουν το καθήκον τους και να διαπρέψουν. Η αναλογία «αιώνιων» φοιτητών αλλά και της αμέσως κατώτερης βαθμίδας, δηλαδή των φοιτητών που διπλασιάζουν την διάρκεια των σπουδών τους αυθαίρετα, πιστοποιεί την αντίληψη που έχουν οι νέοι για τις σπουδές.
  • Οι εκπαιδευτικοί παλεύουν συνεχώς για τα εργασιακά τους προνόμια, αρνούνται επίμονα σε κάθε προσπάθεια αξιολόγησης του έργου τους και έχουν πλήρως εκφυλίσει ακόμη και τις ισχνές ευκαιρίες επιμόρφωσης σε προσχηματικές διαδικασίας συμπληρωματικού εισοδήματος ή περισσότερου ελεύθερου χρόνου. Μεταφέρουν τις συντεχνιακές και κομματικές ενασχολήσεις μέσα στο σχολείο και εκπαιδεύουν περίπου συνειδητά τους μαθητές τους σε ένα αριστεροφανή νέο-μηδενισμό που μετατρέπει τα παιδιά σε εξαιρετικά προβληματικούς πολίτες για μια ιδεατή δημοκρατία.
  • Η Αγορά, που χωρίς κοινωνικές αναστολές βολεύεται με τους πτυχιούχους του εξωτερικού όταν απαιτεί ποιότητα και αδιαφορεί για την ποιότητα της εγχώριας εκπαίδευσης πέρα από το επίπεδο που αφορά βασικές δεξιότητες για την ένταξη στην παραγωγή.
  • Οι τοπικές κοινωνίες, ως πρωτογενείς συλλογικότητες, εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους μόνο για τις οικονομικές επιπτώσεις της συγκέντρωσης εκπαιδευτικής δραστηριότητας και ουδέποτε έθεσαν στόχους εκπαιδευτικής αριστείας για τους νέους και τους πολίτες τους σε τοπικό επίπεδο. Το πόσα σουβλάκια πουλιούνται σε μαθητές και φοιτητές ενδιαφέρει περισσότερο από το πόσους αγράμματους παράγουν οι αίθουσες που είναι εγκατεστημένες στην επικράτειά τους.

Αυτές οι συντεχνιακές δυνάμεις έχουν σιωπηρά αποκαταστήσει μια ισορροπία συμφερόντων μεταξύ τους. Όποιος διαταράξει την ισορροπία αυτή θα αντιμετωπίσει είτε την αντίστασή τους είτε την πολιτική αδιαφορία που ισοδυναμεί με σιωπηρή στήριξη των εκάστοτε θιγομένων. Έχει, επομένως, δημιουργηθεί ένα ιδεολογικό φράγμα απέναντι σε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια και εκεί προσκρούει κάθε απόπειρα ουσιαστική μεταρρύθμισης. Παραγνωρίζεται ακόμη και το γεγονός ότι αυτό το σύστημα ισορροπίας επηρεάζει τραγικά το κρυφό πρόγραμμα που σε ορισμένες περιπτώσεις επενεργεί δραστικότερα στην διάπλαση της προσωπικότητας των μαθητών και σπουδαστών από ότι πετυχαίνει το τυπικό πρόγραμμα σπουδών. Το πολιτικό σύστημα πειθαρχικά ακολουθεί αυτήν την περίπου ηγεμονεύουσα ιδεολογία μη έχοντας πολλές φορές συνείδηση της ζημιάς που προκύπτει. Τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει για να σπάσει ο προφανής φαύλος κύκλος;

Το ερώτημα είναι πράγματι διπλό: Τι πρέπει, αφενός και τι μπορεί αφετέρου να γίνει; Το ένα αφορά τους στρατηγικούς στόχους ενός τολμηρού εγχειρήματος για ουσιαστική μεταρρύθμιση και το άλλο αφορά τον τακτικό σχεδιασμό του. Με το διπλό αυτό ερώτημα θα ασχοληθώ σε ένα νεώτερο σημείωμά μου από σεβασμό στους περιορισμούς τους χώρου όπου δημοσιεύονται.