“Απομένει στην πολιτική ηγεσία να αποφασίσει αν μπορεί σε μερικά ζητήματα τα οποία απασχολούν διαχρονικά την κοινή γνώμη σχετικά με την εκπαίδευση να προχωρήσει με τόλμη” δήλωσε ο υπουργός Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, Νίκος Φίλης κατά τη συνάντηση των Επιτροπών του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία την Παρασκευή.

Παράλληλα, η αναπληρώτρια υπουργός, Σία Αναγνωστοπούλου σημείωσε ότι το θέμα διοίκησης των ανώτατων ιδρυμάτων και ο ενιαίος χάρτης αυτών, αποτελούν σημαντικά θέματα για το υπουργείο. Επιπρόσθετα, η κα Αναγνωστοπούλου δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην αυτονομία των πανεπιστημίων υπογραμμίζοντας ότι “σε αυτό πρέπει να σταθούμε με πάρα πολύ προσοχή”.

Τέλος, το λόγο έλαβε και ο πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία Αντώνης Λιάκος ο οποίος αναφέρθηκε στον αναδιανεμητικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, ενώ δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι αυτονομία και ενδυνάμωση στο σχολείο σημαίνει “όχι για να καταφέρει μόνο του ότι του επιβαλλόταν έως τώρα από τα πάνω, αλλά να πειραματιστεί το ίδιο”.

Τέλος ο κ. Λιάκος σημείωσε “οι ευρύτερες μεταβολές τείνουν σε μια μεγέθυνση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και ανισοτήτων, ενώ εμείς θέλουμε μείωση των ανισοτήτων και σεβασμό των διαφοροποιήσεων”.

Ωστόσο, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι “η εκπαίδευση έχει πάψει να τροφοδοτεί την κοινωνία με πολιτισμικό και συμβολικό κεφάλαιο”.

Αναλυτικά οι δηλώσεις

Νίκος Φίλης

Πριν περίπου έξι μήνες είχαμε συγκεντρωθεί για να ξεκινήσουμε τον Εθνικό και Κοινωνικό Διάλογο, είχαμε βεβαίως στόχους, αν και δεν ήμασταν σίγουροι ότι μέσα σε ένα δυσμενές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον οι στόχοι αυτοί θα μπορούσαν να προωθηθούν.

Άλλωστε υπήρχε κάτι που μας συνόδευε, η κακή φήμη προηγούμενων διαλόγων. Θέλω να ευχαριστήσω την Επιτροπή αλλά και τα μέλη των υποεπιτροπών γιατί διέψευσαν τους φόβους. Ο διάλογος απεδείχθη ουσιαστικός, όχι όπως θα θέλαμε εμείς με εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, λόγω των γνωστών θεμάτων που ανέκυψαν αλλά πάντως με μεγάλη συμμετοχή ανθρώπων και με τη συμμετοχή τους στις επιτροπές και με τη συμμετοχή τους μέσω mail, ένας διάλογος ο οποίος έχει καταλήξει αυτή τη στιγμή σε δύο προτάσεις που επικαλύπτονται και τέμνονται.

Η μία πρόταση είναι η πρόταση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής που εδόθη προχθές και η δεύτερη πρόταση που εδώ διαμορφώθηκε. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους σας και ιδιαιτέρως τον κ. Λιάκο. Γιατί το έργο που μας φέρνετε σήμερα είναι πολύ δημιουργικό, μας συνδέει σε ορισμένες πλευρές με τις καλύτερες παραδόσεις του διαλόγου για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης.

Απαντά με τόλμη και απομένει στην πολιτική ηγεσία να αποφασίσει αν μπορεί σε μερικά ζητήματα άμεσα να προχωρήσει, απαντά με τόλμη σε ορισμένα ζητήματα τα οποία απασχολούν διαχρονικά την κοινή γνώμη σχετικά με την εκπαίδευση και αναφέρομαι στα θέματα που αφορούν στην πρόσβαση στην τριτοβάθμιο εκπαίδευση, την αναδιαμόρφωση της μέσης εκπαίδευσης, γυμνάσιο και λύκειο, αλλά και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Τα ζητήματα που αφορούν τον ενιαίο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας και αυτά θα συζητηθούν, ήδη, νομίζω ότι υπάρχει μία πρώτη κατάληξη που θα μπορέσουμε να την αξιοποιήσουμε τις επόμενες μέρες. Θα ήθελα να μην πάρω πολύ χρόνο, η σημερινή μέρα είναι μέρα δική σας και του κ. Λιάκου, για την καθοριστική συμβολή στο σχεδιασμό και το συντονισμό του διαλόγου και θα ήθελα απλώς να σας πω ότι σας ευχαριστούμε για την ανιδιοτέλεια, επιμονή και επιστημονική αυστηρότητα και ταυτοχρόνως για μία συναντίληψη πολιτική σε σχέση με αυτά που και εμείς ως πολιτική ηγεσία θέλαμε για την εκπαίδευση.

Παραδίδεται σήμερα ένα κείμενο διαλόγου το οποίο θα αξιοποιηθεί, βήμα-βήμα αναλόγως και των εξελίξεων στη χώρα μας. Διότι το momentum, πέρα από το θέμα του διαλόγου που ολοκληρώνεται σήμερα, σφραγίζεται από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία ανοίγει ένα μεγάλο δρόμο δυνατοτήτων, ώστε από τα βάραθρα της λιτότητας και της κρίσης σταδιακά να βγούμε στο ξέφωτο της ανάπτυξης.

Με αυτή την έννοια γνωρίζουμε ότι η μεταρρύθμιση θέλει και χρήματα, δεν είναι μόνο αλλαγή νοοτροπίας αλλά είναι και θέμα ενίσχυσης οικονομικής, επιλογών δημοσιονομικών. Η μεταρρύθμιση λοιπόν θα μπορέσει να προχωρήσει αναλόγως και των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω ξανά τον κ. Λιάκο και βεβαίως τις άλλες δομές του διαλόγου, όπως είναι η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με τον κ. Γαβρόγλου, το ΙΕΠ με τον κ. Κουζέλη, και το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας με τον κ. Θεοτοκά.

Η αναπληρώτρια υπουργός, Σία Αναγνωστοπούλου, είπε:

Γεια σας και από μένα, να χαιρετίσω κι εγώ με τη σειρά μου τη σημερινή συνάντηση. Είναι η τρίτη καταληκτική συνάντηση που έχουμε, να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Λιάκο, την Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου, να ευχαριστήσω την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, το ΙΕΠ για όλη αυτή την προσπάθεια που έκαναν μέχρι τώρα.

Να πω κι εγώ ότι στόχευση αυτού του διαλόγου ήταν φορείς επιστημονικοί, επαγγελματικοί, και αυτοί που εμπλέκονται στην εκπαίδευση να μπορούν να καταθέσουν τις απόψεις τους. Από ότι φαίνεται και από το σχέδιο, και από αυτό που ήταν έτσι κι αλλιώς η στόχευση του διαλόγου, ήταν να μην έχουμε εμβαλωματικά και αποσπασματικά νομοσχέδια ούτε αποφάσεις τέτοιου τύπου οραματικού χαρακτήρα που να κινούνται στο κενό, όπως έχουμε δει πολλές φορές, αλλά κατ’ αρχάς καταγραφή, απόψεις και προτάσεις για το σύνθετο και πολύπλοκο θέμα που είναι η εκπαίδευση.

Οι εισηγήσεις που μας έχουν δοθεί είναι πάρα πολύ χρήσιμες για να μπορέσουμε να πάρουμε αποφάσεις, να βασιστούμε σε αυτές, να τις συζητήσουμε, να τις αλλάξουμε σε κάποια σημεία που εμείς διαφωνούμε και να προχωρήσουμε πιο πέρα.

Θέλω να πω ειδικότερα για τα θέματα της ανώτατης εκπαίδευσης που είναι και δικά μου θέματα, αρμοδιότητάς μου. Εκεί μπαίνουν σημαντικά ζητήματα, εκ των οποίων το πρώτο και σημαντικότερο και το οποίο έχει τεθεί και στην σύνοδο των Πρυτάνεων, είναι το θέμα διοίκησης των ανώτατων ιδρυμάτων, απάντηση που περιμένω από τη Σύνοδο των Πρυτάνεων και αφορά τα Συμβούλια των Ιδρυμάτων και το δεύτερο είναι τα μεταπτυχιακά, όπου διαπιστώσαμε ότι έχουμε ένα απολύτως άναρχο τοπίο που υπονομεύει τα προγράμματα των μεταπτυχιακών και το περιεχόμενό τους.

Θέλω να πω ότι εμείς, πιστοί στις διακηρύξεις μας ως ηγεσία αυτού του υπουργείου, δεν προχωρήσαμε σε νομοθετικές ρυθμίσεις που να αλλάζουν σε οτιδήποτε την εκπαίδευση, παρά μόνο στα άμεσα λειτουργικά προβλήματα που είχε η εκπαίδευση, που έχει σε περίοδο, όπως λέω πολέμου, δηλαδή σε περίοδο κρίσης.

Αυτά προσπαθήσαμε να λύσουμε και νομίζω ότι νομοθετικές διατάξεις το έχουν δείξει αυτό το πράγμα, καθώς και οι προσλήψεις που κάναμε για να σταματήσουμε λίγο την αφαίμαξη των ανώτατων ιδρυμάτων.

Θέλω να μείνω σε δύο πράγματα, πάρα πολύ σύντομα. Αυτό που από την εισήγηση αποτελεί ενδιαφέρον σημείο και στο οποίο πρέπει να προχωρήσουμε είναι η ενοποίηση του χώρου Έρευνας και Ανώτατων Ιδρυμάτων.

Θα πω μόνο ένα παράδειγμα, επειδή είχα κάποια αντίδραση από κάποιους πρυτάνεις, είχα την ευκαιρία να συναντήσω έναν Νομπελίστα γενετιστή και τον ρώτησα: ο ενιαίος χώρος Έρευνας των Ανώτατων Ιδρυμάτων σας φαίνεται κακό πράγμα; Με κοίταγε, στην αρχή νόμιζε ότι δεν κατάλαβε κι εγώ νόμιζα ότι δεν κατάλαβε τα αγγλικά μου. Και μου λέει: είναι απολύτως φυσικό. Τι με ρωτάτε; Είναι δυνατόν να μην είναι ενιαίος αυτός ο χώρος; Λέω, ευτυχώς που μου το λέτε, γιατί νόμιζα ότι είμαστε κάποιοι τρελοί, οι οποίοι θεωρούμε ότι αυτά πρέπει να είναι μαζί.

Το δεύτερο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι ο ενιαίος χάρτης των Ανώτατων Ιδρυμάτων, ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Εκεί θα μου επιτρέψετε να πω ότι οι εισηγήσεις είναι προς συζήτηση, χρειάζεται όμως πάρα πολύ περίσκεψη, πολλή συζήτηση για ένα θέμα που είναι σύνθετο και εκεί έχω ζητήσει και από τη Σύνοδο των Προέδρων των ΤΕΙ να τοποθετηθούν και να δώσουν τις δικές τους εισηγήσεις.

Ένα τελευταίο πράγμα, αγαπητέ μου Αντώνη, είναι το θέμα του πώς εννοούμε την αυτονομία των ΑΕΙ. Δηλαδή, το θέμα των οικονομικών των ΑΕΙ εμένα μου θέτει ένα τεράστιο ζήτημα. Είναι προς μεγάλη συζήτηση ο επανακαθορισμός της αυτονομίας. Αυτονομία σημαίνει μία οικονομική αυτοτέλεια-επιχειρηματική ικανότητα των ΑΕΙ; Ή σημαίνει κάτι άλλο; Σε αυτό πρέπει να σταθούμε με πάρα πολύ προσοχή.

Και εγώ να σας ευχαριστήσω θερμά, να ευχαριστήσω τον κ. Θεοτοκά, τον κ. Γαβρόγλου, τον κ. Κουζέλη για όλη αυτή τη μεγάλη δουλειά και εσένα ειδικά Αντώνη, γιατί ξέρω ότι αφιέρωσες πολλές ώρες για αυτή την υπόθεση.

Η ομιλία του προέδρου της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, Αντώνη Λιάκου:

Η ΕΠΙΝΟΗΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ομιλία στην καταληκτήρια συνάντηση των Επιτροπών του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία
Ανέλαβα την Προεδρεία του Διαλόγου υπό το βάρος μιας αγωνίας. Δεν σας κρύβω ότι είχα συνεχώς στο νου μου την ευαγγελική παραβολή «του κρύψαντος το τάλαντον». Δεν θα έχουμε καμιά δικαιολογία, αν δεν αξιοποιήσουμε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε μερικές βασικές τομές, και να επιχειρήσουμε μια αλλαγή πορείας στην εκπαίδευση.

Ολοκληρώνοντας τα Πορίσματα του Διαλόγου το ερώτημα που συνεχίζει να με βασανίζει είναι αν καταλαβαίνουμε την ιστορική στιγμή, αν μπορούμε να προσεγγίσουμε τα προβλήματα της εποχής, και αν αυτά που προσεγγίζουμε είναι πράγματι τα προβλήματα. Κι αν τα καταλαβαίνουμε, ποιες είναι οι δυνατότητες και ποια τα όρια και οι ιστορικοί περιορισμοί της δράσης μας;

Όταν μιλάμε για την εκπαίδευση, συνήθως αναφερόμαστε στον αναπαραγωγικό της χαρακτήρα. Η εκπαίδευση αναπαράγει κοινωνικές σχέσεις. Αυτή είναι μια θέση ευρύτατα αποδεκτή, και γι αυτό γύρω από το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αρθρώνονται μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές.
Αναπαραγωγή κοινωνικών σχέσεων σημαίνει αναπαραγωγή κοινωνικών ιεραρχιών. Τα παιδιά των μορφωμένων μορφωμένοι, των φτωχών, φτωχοί.

Το επόμενο στάδιο στην εκπαίδευση ήταν ο αναδιανεμητικός της χαρακτήρας. Η εξασφάλιση πρόσβασης στους φτωχότερους και τους διαφορετικούς. Αυτή ήταν η εκπαίδευση του κράτους πρόνοιας. Και η Ελλάδα πριν την κρίση, περίπου στη φάση αυτή βρισκόταν.
Σήμερα όμως δεν είναι τόσο, ή μόνο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης που βρίσκεται σε αμφισβήτηση. Βρίσκεται ο ίδιος ο αναπαραγωγικός αλλά και ο αναδιανεμητικός της ρόλος της. Μπορεί η εκπαίδευση να αναπαράγει την κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις ή η κοινωνία και οι νέες σχέσεις και ιεραρχίες αναπαράγονται ερήμην της εκπαίδευσης; Εξασφαλίζει κοινωνική κινητικότητα; Λειτουργεί ως κοινωνικό ασανσέρ;
Κάποτε η εκπαίδευση ήταν κεντρομόλα. Τώρα είναι κεντρόφυγη. Ήταν κεντρομόλα σήμαινε κρατική και συγκεντρωτική, ότι απορροφούσε εκπαιδευτικές πρακτικές. Κεντρόφυγη σημαίνει εκπαίδευση σε πολλά κέντρα που τείνουν να διαφύγουν από το κράτος, που αναπτύσσονται μακριά από αυτό, γι αυτό λ.χ. και η έμφαση στον ιδιωτικό ρόλο, στο unschooling, στα κουπόνια εκπαίδευσης κλπ., γύρω από τα οποία αρθρώνονται και τα νεοφιλελεύθερα αιτήματα.

Πρόκειται για την υποχώρηση του κράτους στην αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αλλά πρόκειται επίσης και για μια αναπαραγωγή διαφορετικών ιεραρχιών, και κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, όλες αυτές τις μεταβολές, δεν πρέπει να παγιδευτούμε και να τις δούμε μόνο ως επιλογές που εκφράζουν μια αντίπαλη ιδεολογία και πολιτική.

Πρέπει να τις δούμε πώς εγγράφονται στο πλαίσιο ευρύτερων ιστορικών μεταβολών, και βέβαια σύνθετων και πολυσχιδών μεταβολών, μέρος των οποίων είναι και οι ιδεολογίες αυτές.
Γιατί όμως εμείς επιμένουμε στη δημόσια εκπαίδευση; Διότι οι ευρύτερες μεταβολές τείνουν σε μια μεγέθυνση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και ανισοτήτων, ενώ εμείς θέλουμε μείωση των ανισοτήτων, σεβασμό των διαφοροποιήσεων, αλλά και κάτι άλλο: Θεωρούμε ότι αν οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις ζευγαρώσουν με τις κοινωνικές ανισότητες τότε διαρρηγνύεται και η στοιχειώδης ενότητα της κοινωνίας.

Υποστηρίζουμε λοιπόν τη Δημόσια Εκπαίδευση ως αντίδοτο, ως αντισταθμιστικό μηχανισμό. Αλλά προσοχή! Αν η δημόσια εκπαίδευση δεν έχει αναπαραγωγικό ρόλο, τότε μειώνεται ο ρόλος της και το βάρος της στις σύγχρονες κοινωνίες. Να συνοψίσουμε: Αν η εκπαίδευση δεν έχει αναπαραγωγικό ρόλο, ούτε και αναδιανεμητικό, τότε δεν έχει και δημόσιο ρόλο.
Αυτό περιγράφει με ακρίβεια εκείνο που συμβαίνει στην ιστορική περίοδο που διερχόμαστε; Επομένως, το ζωτικό ερώτημα είναι ποιος ρόλος για την εκπαίδευση;
Π.χ. στο διάστημα της κρίσης, είναι εμφανές ότι η εκπαίδευση δεν μπορούσε να αναπαράγει τις κοινωνικές σχέσεις. Η περίφημη διάζευξη της σχέσης εκπαίδευση- αγορά, τι άλλο δείχνει; Οι μεν λένε ότι η εκπαίδευση δεν παράγει τους κατάλληλους για την αγορά, οι δε απαντούν ότι αυτούς τους εξειδικευμένους που βγάζει δεν μπορεί να τους απορροφήσει η αγορά. Η εκπαίδευση έχει πάψει να τροφοδοτεί την κοινωνία με πολιτισμικό και συμβολικό κεφάλαιο.

Αν στην οικονομία επικράτησε η θέση ότι «ξοδεύαμε περισσότερα από όσα μπορούσαμε να παράγουμε», δεν θα αργήσει να διατυπωθεί η θέση ότι «εκπαιδευόμαστε περισσότερο από ό,τι πραγματικά χρειάζεται στην κοινωνία μας» ή ότι «ξοδεύουμε για την εκπαίδευσή μας περισσότερα από όσα η ίδια συμβάλει για να παράγουμε».

Για το λόγο αυτό η απομείωση της χρηματοδότησης της παιδείας δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, αλλά ιστορικό φαινόμενο. Τι άλλο δείχνει το αίτημα από τα πανεπιστήμια για ταχύρρυθμες και φτηνότερες σπουδές;

Αν λοιπόν ο ρόλος της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι ούτε αναπαραγωγικός, ούτε αναδιανεμητικός, τότε πρέπει να γίνει επινοητικός. Αυτό είναι και το επιχείρημα που πρέπει να διερευνήσουμε: Τι σημαίνει επινοητικός ρόλος; Ο αναπαραγωγικός ρόλος αναπαρήγαγε δομές, κατένειμε το συμβολικό και πολιτισμικό κεφάλαιο σε ιεραρχίες, επιχειρούσε καθολικές λύσεις.

Ο αναδιανεμητικός μοίραζε αυτό το κεφάλαιο. Ο επινοητικός ρόλος δεν έχει να μοιράσει, αλλά να παράγει. Πρέπει να μετατρέψει τις εκπαιδευτικές κοινότητες σε αυτόνομες παραγωγικές κοινότητες. Στη θέση της ομοιότητας και των ενιαίων ρυθμίσεων πρέπει να μπει ο πειραματισμός, στη θέση των βεβαιοτήτων η εξερεύνηση μέσα από αποκλίνοντες δρόμους, στη θέση των ενιαίων ομογενοποιημένων χώρων, η συναρμογή διαφορετικοτήτων και η διατήρηση της βιοποικιλότητας, η δικτύωση παρά η ιεραρχία, η πρωτοβουλία παρά η πειθαρχία.

Αν το συνταιριάξουμε αυτό με την κοινωνία, θα δούμε ότι μια πολιτική μείωσης των ανισοτήτων δεν είναι η υιοθέτηση ισοπεδωτικών πολιτικών, αλλά μια πολιτική ενδυνάμωσης των αδυνάμων, μια λειτουργία που παράγει πρόσθετη αξία.
Για το λόγο αυτό δώσαμε έμφαση σε όλες τις εργασίες της επιτροπής, σε όρους όπως αυτονομία και ενδυνάμωση, στη φιλοσοφία που εκφράζει τους όρους αυτούς.

Πρώτο, αυτονομία και ενδυνάμωση στο σχολείο. Όχι για να καταφέρει μόνο του ότι του επιβαλλόταν έως τώρα από τα πάνω, αλλά για να πειραματιστεί το ίδιο, για να ανοιχτεί προς την αποκλίνουσα ευφυΐα που ως τώρα ισοπέδωνε.

Χρειάζεται να γίνει το σχολείο αυτόνομο και διαχειριζόμενο από τους εκπαιδευτικούς, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει αν το σχολείο δεν γίνει φιλέρευνο και πειραματικό, μια κοινότητα μάθησης. Δεν είναι λίγες, ούτε μικρές οι αντιστάσεις που θα αντιμετωπίσει το σχολείο.

Υπάρχουν θεσμοί και δυνάμεις που θέλουν να το κρατήσουν υπό κηδεμονία, και δεν θα παραιτηθούν εύκολα από το ρόλο τους.

Δεύτερο, το σύστημα πρόσβασης στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Ένα σύστημα το οποίο είναι καταστροφικό, και στο οποίο ένας ανώνυμος μηχανισμός αποφασίζει για το μέλλον των ανθρώπων, ιδίως των πιο αδύναμων, όχι μόνο τυχαία, αλλά και για να καλύψει άδεια θρανία σε τμήματα τα οποία δημιουργήθηκαν χωρίς καμιά λογική. Προσπαθούμε λοιπόν να δώσουμε υπόσταση στη θέληση του υποψήφιου και ταυτόχρονα να τον κάνουμε υπεύθυνο και να τον επιβραβεύσουμε για αυτό. Να του δώσουμε δύναμη στο Λύκειο να κάνει το πρόγραμμα που θέλει μέσα από επιλογές μαθημάτων με τα οποία συγκροτεί το πρόγραμμά του, να του δώσουμε δύναμη και ευκαιρίες στο Πανεπιστήμιο να οργανώσει το πτυχίο του και τις ειδικότητες όπως του ταιριάζουν.

Οι αρχές αυτές ισχύουν και για τα πανεπιστήμια. Δεν θα αποκτήσουν αυτονομία τα πανεπιστήμια αν δεν γίνουν οικονομικά αυτόνομα, αν δεν αποκτήσουν ευθύνη συνολικά των οικονομικών τους, αν δεν χαράξουν στρατηγικές συμμαχιών με τα τεχνολογικά και ερευνητικά ιδρύματα της περιοχής τους, ώστε να γίνουν πόλοι με διεθνή επιφάνεια.

Ο επινοητικός ρόλος της εκπαίδευσης θα βασιστεί όχι μόνο στην ψηφιακή στροφή και στην εισαγωγή της οπτικοακουστικής εκπαίδευσης στην υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά στη μετάβαση στη λογική τους, γιατί σ’ αυτά τα πεδία δημιουργούνται οι σύγχρονες καινοτομικές πρακτικές. Γι αυτό και η έμφαση σε αυτά περισσότερο από ότι σε άλλες μαθήσεις. Γιατί το σχολείο, αν κάποτε ήταν το κέντρο της μάθησης, τείνει τώρα να γίνει εξόριστο από τα μεγάλα πλατώ που οργανώνονται οι νέες μορφές της γνώσης. (Ένα παράδειγμα: Η Wikipedia. Πάρα τη μεγίστη σημασία της στην παραγωγή και αναπαραγωγή της γνώσης, η λογική της, παραμένει έξω από τη λογική της εκπαίδευσης.)

Η συγκρότηση των επιτροπών του Διαλόγου, δεν ακολούθησε μια συμβατική λογική. Εξαρχής θελήσαμε να επεξεργαστούμε τις σημαντικότερες τομές που πρέπει να γίνουν. Εκείνο που θέλω να τονίσω, και αυτό νομίζω είναι το μεγάλο κέρδος του Διαλόγου, είναι ότι άνοιξε ζητήματα και συζητήσεις. Κατά κάποιον τρόπο στις συνεδριάσεις δοκιμάσαμε τα όριά μας, τις ετοιμότητές μας αλλά και τις αντιστάσεις μας, τους δισταγμούς μας, τα όρια της διακινδύνευσης. Θέλω να πιστεύω ότι βάλαμε τολμηρά το δάκτυλο μας επί των τύπων των ήλων.

Πολλές φορές προβάλλεται το αίτημα για συγκεκριμένα μέτρα, με χρονοδιάγραμμα και κοστολόγηση. Τα συγκεκριμένα μέτρα που θα υλοποιηθούν, αν υπάρχει η πολιτική απόφαση, μπορούν να γίνουν και θα γίνουν. Δεν είναι εκεί που κυρίως πάσχει το σύστημα. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να διαπνέονται από μια φιλοσοφία. Δεν υποτιμώ την καθημερινότητα και τα προβλήματα της που μας οδηγούν σε ένα σωρό προσαρμογές και αναζητήσεις ισορροπιών και συγκλήσεων που αποδυναμώνουν και τις πιο ρηξικέλευθες προτάσεις.

Επειδή ζούμε μια αλλαγή παραδείγματος με όρους που δεν τους έχουμε επιλέξει εμείς, συχνά η στάση μας είναι αμυντική. Συνεχίζουμε να συναντούμε αυτή τη στάση της επιφύλαξης και της αναδίπλωσης σε συντηρητικές πρακτικές στο ευρύτερο περιβάλλον, κάθε φορά που αναδεικνύεται η ανάγκη για ριζική αλλαγή, πχ σύστημα εξετάσεων, ωρολόγιο πρόγραμμα, ευέλικτη ζώνη, κλπ. Αυτό οδηγεί στο να υπάρχει φαινομενικά μια ευρύτερη συμφωνία στους στόχους αλλά να εμποδίζεται η εφαρμογή.

Κλίνοντας τον πρόλογο στα πορίσματα που έχετε στα χέρια σας έγραφα «Εφαρμογή, Εφαρμογή, Εφαρμογή!», απηχώντας κάπως ειρωνικά το «Implementation, Implementation, Implementation» της κ. Λαγκάρντ. Σκέπτομαι όμως ότι το ζήτημα εφαρμογή είναι καταρχάς πολιτικό. Διότι η εφαρμογή δεν είναι ένα απλά τεχνικό

ζήτημα αλλά ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα και έτσι πρέπει να το δούμε, αν θέλουμε να αλλάξουμε το ρόλο της εκπαίδευσης από αναπαραγωγικό ή έστω αναδιανεμητικό σε επινοητικό. Η εφαρμογή των αλλαγών στην εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι απλώς μια γραφειοκρατική διαδικασία αλλά, αντίθετα, μια διαδικασία ωρίμανσης και συμμετοχής, τολμηρού πειραματισμού μέσα στη σχολική κοινότητα την ίδια, καθώς και στις σχέσεις της με τις επιστήμες, την τεχνολογία και την τέχνη, μια διαδικασία

δημοκρατικών πρακτικών και μεθόδων πάνω απ’ όλα. Μια επινοητική εκπαίδευση είναι κατά τη γνώμη μου η μόνη που μπορεί να δείξει τον συνεκτικό ορίζοντα για τους πολίτες του αύριο, συνθέτοντας και συναρμόζοντας όλες αυτές τις πολύ διαφορετικές δυνατότητες και ταχύτητες που σήμερα συγκρούονται και ανταγωνίζονται καταστροφικά ακινητοποιώντας και τελματώνοντας το εκπαιδευτικό σύστημα.