Η σχέση των γονιών με τη δασκάλα (ή τον δάσκαλο) του παιδιού τους βασίζεται στην ισορροπία και την καλή διάθεση και από τις δυο πλευρές. Μόνο έτσι θα καταφέρουν να κάνουν όλοι μαζί το καλύτερο για το παιδί.

Συχνά, όταν το παιδί διαμαρτύρεται για κάτι που συνέβη στο σχολείο με τη δασκάλα ή τον δάσκαλό του, η πρώτη μας αντίδραση είναι ένα σφίξιμο στο στήθος μήπως στενοχωρήθηκε χωρίς λόγο το μικρό μας. Η δεύτερη αντίδραση είναι πάλι μια δυσάρεστη αίσθηση, η οποία σχετίζεται με το συναίσθημα αδυναμίας που μπορεί να νιώθουμε για το πώς θα χειριστούμε σωστά το κάθε θέμα που προκύπτει.
«Το πρώτο που συμβουλεύουμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πως δεν αγνοούμε ένα παιδί το οποίο παραπονιέται για κάτι που έγινε με τη δασκάλα, αλλά δεν παίρνουμε και τα γεγονότα που μας διηγείται ως αδιαμφισβήτητα. Σε κάθε περίπτωση συζητάμε πολιτισμένα, ίσως και διπλωματικά με τη δασκάλα, γιατί –πέρα από σπάνιες μεμονωμένες περιπτώσεις– η δασκάλα είναι ένας υπεύθυνος και λογικός άνθρωπος που δεν έχει σκοπό να κατακρίνει ούτε εμάς ούτε το παιδί μας. Εξάλλου μέσα από κάθε συζήτηση μπορεί να έρθει στην επιφάνεια ένα θέμα που εμείς δεν έχουμε αντιληφθεί όχι γιατί αποτύχαμε ως γονείς, αλλά γιατί δεν είμαστε εκπαιδευμένοι, δεν έχουμε το έμπειρο μάτι για να καταλάβουμε αν κάτι δεν πάει καλά» εξηγεί η Μαρίλη Ανδριοπούλου.
Με αυτά υπόψη μας, ας δούμε πώς μας προτείνει η ειδικός να χειριστούμε κάποια από τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στο σχολείο.

Η δασκάλα με «έχει στο μάτι»!
Πώς απαντάμε στο παιδί

Ζητάμε κατ’ αρχήν από το παιδί να μας αναφέρει μερικά γεγονότα ώστε να καταλάβουμε για ποιο λόγο πιστεύει κάτι τέτοιο: «Τι κάνει η δασκάλα και λες ότι σ’ έχει βάλει στο μάτι;» Αφού ενημερωθούμε όσο καλύτερα γίνεται, αξιολογούμε την κατάσταση –άλλωστε ξέρουμε το παιδί μας– και καταλαβαίνουμε αν πραγματικά έχει συμβεί αυτό (πολλές φορές στις μικρές ηλικίες τα παιδιά αντιλαμβάνονται διαφορετικά την αλήθεια). Ακόμη όμως κι αν βεβαιωθούμε ότι το παιδί μας έχει δίκιο, δεν χρειάζεται να το επιβεβαιώσουμε. Μπορούμε ωστόσο να συνεχίσουμε τη συζήτηση ρωτώντας το για ποιο λόγο πιστεύει ότι συμβαίνει αυτό, γιατί μπορεί π.χ. ο επτάχρονος μικρός μας να μη μας λέει ότι τσιμπάει συνέχεια τον Γιωργάκη κάτω από το θρανίο και γι’ αυτό του φωνάζει η δασκάλα!
Στη συνέχεια συζητάμε με το παιδί αν θέλει να πάμε να μιλήσουμε με τη δασκάλα, του εξηγούμε πως το ίδιο δεν θα είναι «παρών» αλλά, αν το θέλει πολύ, θα το καλέσουμε κάποια στιγμή στη διάρκεια της συζήτησης.

Η συζήτηση με τη δασκάλα
Προτού φτάσουμε στη δασκάλα μπορούμε να επικοινωνήσουμε πρώτα με άλλους γονείς και να πάρουμε πληροφορίες, είτε ρωτώντας τη γνώμη του ίδιου του γονιού είτε μαθαίνοντας από τους συμμαθητές τη δική τους άποψη για το γεγονός. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή στις «κατευθυνόμενες» ερωτήσεις. Π.χ. η ερώτηση «Μαλώνει συνέχεια η δασκάλα το Νικολάκη;» μπορεί να έχει άλλη απάντηση από την ερώτηση «Πώς τα πάει η δασκάλα με τον Νικολάκη;».
Κατόπιν, αν τελικά αποφασίσουμε να μιλήσουμε στη δασκάλα, καλό είναι να συμπεριφερθούμε ήπια. Να κάνουμε ερωτήσεις, όπως π.χ. «Πώς είναι ο γιος (ή η κόρη) μας μέσα στην τάξη, γιατί μερικές φορές στο σπίτι είναι λίγο ανήσυχος/η και ίσως είναι δύσκολο για σας να έχετε τόσα παιδιά σε μια τάξη». Μπορούμε να συνεχίσουμε λέγοντας στη δασκάλα πως το παιδί μας νιώθει ότι «τα έχετε βάλει λίγο μαζί του». Προσπαθούμε να βάλουμε τη δασκάλα στη θέση του συμμάχου, ζητώντας τη «βοήθειά» της για να δούμε μαζί γιατί το παιδί νιώθει έτσι και πώς θα σταματήσει. Έτσι περνάμε μεν το μήνυμα ότι αντιλαμβανόμαστε τι γίνεται και είμαστε σε επικοινωνία με το παιδί, αλλά από την άλλη δεν επιζητούμε κατά μέτωπο επίθεση. Μετά την πρώτη επαφή, καλό είναι να ξαναπάμε μερικές φορές στο σχολείο, έχοντας προηγουμένως ενημερώσει και το παιδί.
* Αν τέλος αντιληφθούμε πως όντως η δασκάλα έχει πρόβλημα με το παιδί, ίσως χρειαστεί να μιλήσουμε με τον διευθυντή, αναφέροντας πως υπάρχει πρόβλημα στη σχέση παιδιού και δασκάλας και να αναζητήσουμε τις πιθανές λύσεις.

Οι κατευθυνόμενες ερωτήσεις
Μπορεί δύο ερωτήσεις με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά δοσμένες με άλλον τρόπο, να μας δώσουν δύο πολύ διαφορετικές απαντήσεις. Ειδικά όταν μιλάμε με μικρότερα παιδιά, καλό είναι να τους κάνουμε «ελεύθερες» ερωτήσεις. Αντί π.χ. να ρωτήσουμε «Σε χτύπησε σήμερα ο Γιαννάκης στο διάλειμμα;» να ρωτήσουμε «Πώς πέρασες σήμερα στο διάλειμμα, παίξατε με το Γιαννάκη;». Μερικές φορές τα παιδιά απαντάνε αυτό που νομίζουν πως «θέλουν» να ακούσουν οι γονείς, όχι βέβαια εσκεμμένα, αλλά παραποιούν την πραγματικότητα χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Θέλει λοιπόν μεγάλη προσοχή. Όσο πιο «ανοιχτές» και «ελεύθερες» ερωτήσεις κάνουμε τόσο μεγαλύτερο μέρος της αλήθειας θα μάθουμε.

Η δασκάλα με χτύπησε!
Πώς απαντάμε στο παιδί

Σε κάθε περίπτωση, όπως είπαμε, προσπαθούμε με τις ερωτήσεις μας να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη. Επειδή η περίπτωση της βίας είναι σοβαρή, καλό είναι να έχουμε όσο το δυνατόν πιο λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων. Μια πιθανή ερώτηση είναι να ζητήσουμε από το παιδί να μας πει ή να μας δείξει τι έκανε η δασκάλα, να μάθουμε αν ήταν κάποιος άλλος μπροστά, αν έχει χτυπήσει κάποιο άλλο παιδί στην τάξη. Αν το παιδί απαντήσει πως ήταν κι άλλα παιδιά παρόντα, μπορούμε να του πούμε πως θα θέλαμε να μιλήσουμε και με τη μητέρα κάποιας άλλης συμμαθήτριας ή συμμαθητή του, όχι γιατί δεν πιστεύουμε αυτά που μας λέει, αλλά για να μάθουμε πώς αντιλήφθηκαν και αξιολόγησαν τα άλλα παιδιά το περιστατικό.

Η συζήτηση με τη δασκάλα

Όταν πιστεύουμε πως έχουμε μάθει τι συνέβη, το επόμενο βήμα είναι να μιλήσουμε με τη δασκάλα. Εδώ όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Αν κατά λάθος το παιδί έχει παραποιήσει την αλήθεια ή έχει υπερβάλει σημαντικά, η άδικη κατηγορία της σωματικής βίας μπορεί να κοστίσει μέχρι και την επαγγελματική σταδιοδρομία ενός ανθρώπου. Ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσουμε τη δασκάλα είναι να την ενημερώσουμε πως μάθαμε για το περιστατικό, έχουμε όμως μόνο την άποψη του παιδιού και θα θέλαμε να ακούσουμε και τη δική τους. Αν ζητήσει να της πούμε τι μας έχει πει το παιδί, καλό είναι να μην το κάνουμε αλλά να επιμείνουμε να μάθουμε τη δική της σκοπιά. Αν δεν είμαστε βέβαιοι και δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε αρνητικό κλίμα, μπορούμε να δοκιμάσουμε μια διαφορετική προσέγγιση, δηλαδή να ρωτήσουμε αν έκανε κάποια χειρονομία ή κίνηση που μπορεί να παρερμηνεύτηκε, εξηγώντας όμως πως καταλάβαμε ότι πιθανότατα χτύπησε το παιδί.
• Σε κάθε περίπτωση η σωματική (αλλά και συναισθηματική βία, όπως οι έντονες φωνές και οι εκφοβισμοί), είναι ανεπίτρεπτη και για αυτά τα γεγονότα πρέπει να ενημερώνεται και η διεύθυνση του σχολείου.

Η δασκάλα δεν μου δίνει σημασία!
Πώς απαντάμε στο παιδί

Σε κάθε ηλικία η προσοχή της δασκάλας ή του δασκάλου είναι σημαντική, αφού αποτελούν σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας του παιδιού. Και σε αυτές τις διαμαρτυρίες συζητάμε με το παιδί, ρωτάμε πώς εννοεί το «δεν μου δίνει σημασία» (συμβαίνει ένα παιδί να αναζητά συνέχεια την προσοχή της δασκάλας εις βάρος των άλλων παιδιών ή να είναι ανταγωνιστικό και να θέλει να απαντά πάντα αυτό στις ερωτήσεις για το μάθημα!). Είναι πολύ σημαντικό να εκμαιεύσουμε πληροφορίες, π.χ. «Σε κανένα παιδί δεν δίνει σημασία; Με ποιον τρόπο δίνει την προσοχή της σε άλλα παιδιά;».

Η συζήτηση με τη δασκάλα
Αν το παιδί έχει πραγματικά πρόβλημα με τη συμπεριφορά της δασκάλας και νιώθει πως το παραμελεί, μπορούμε να τη ρωτήσουμε ήπια για το πώς βλέπει το παιδί μας, πώς τα πάει στο μάθημα γιατί δουλεύουμε πολύ στο σπίτι και του αρέσει να είναι προετοιμασμένο. Επίσης μια άλλη πιθανή ερώτηση είναι αν το βλέπει να δείχνει αυτοπεποίθηση κάθε φορά που το ρωτά κάτι για το μάθημα.
• Συνήθως μια τέτοια πρώτη προσέγγιση είναι αρκετή για να μικρύνει το «χάσμα» που νιώθει το παιδί και να βελτιωθεί η σχέση με τη δασκάλα.

Θυμηθείτε:
• Στις περισσότερες διενέξεις παιδιού-δασκάλου η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση!
• Η γνώμη και οι πληροφορίες από άλλους γονείς είναι χρήσιμες αλλά όχι καθοριστικές και δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζουν από αυτά που λέει το ίδιο μας το παιδί.
• Όταν το παιδί παραπονιέται για κάτι αρνητικό που συνέβη στην τάξη, επανερχόμαστε μετά από μερικές μέρες στο θέμα ρωτώντας πώς πέρασε στο σχολείο.
• Είναι σημαντικό να μην κάνουμε τη δασκάλα ή τον δάσκαλο να νιώσει πως θίγουμε το κύρος του και να καταφύγει στην επίθεση σαν τρόπο άμυνας. Η πολιτισμένη προσέγγιση είναι αυτή που συνήθως αποφέρει τους περισσότερους καρπούς.

Τα μηνύματα πίσω από τα παράπονα του παιδιού
Εννοείται πως πάντα λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τα παράπονα του παιδιού μας. Καλό είναι όμως να τα εξετάζουμε και υπό το πρίσμα του τι συμβαίνει στη ζωή της οικογένειας εκείνη την εποχή. Αν υπάρχει οποιαδήποτε μορφή αλλαγής, είτε ευχάριστη (όπως μια εγκυμοσύνη ή μια μετακόμιση) είτε δυσάρεστη (όπως ένας θάνατος, αρρώστια ή διαζύγιο), το παιδί επηρεάζεται και επειδή ο μικρόκοσμός του είναι το σχολείο μπορεί πολλές αντιδράσεις του να βγαίνουν εκεί. Ίσως οι αντιδράσεις ή τα παράπονά του, αν υποψιαστούμε πως είναι υπερβολικά, να αποτελούν μια κραυγή βοήθειας του παιδιού για την προσοχή μας, για να επικοινωνούμε περισσότερο μαζί του.


ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ-ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ ΜΑΡΙΛΗΣ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ, ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑΣ ΓΚΕΣΤΑΛΤ (ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ ΓΚΕΣΤΑΛΤ – EAGT)