Πριν μερικές μέρες είχα δώσει κάποιες ασκήσεις μαθηματικών στους μαθητές μου και εκείνοι άρχισαν να τις λύνουν χωρίς πολλή διάθεση. Όσο ασχολούνταν με το αντικείμενο που τους είχα δώσει, εγώ έκοβα βόλτες μέσα στην αίθουσα περιμένοντας τις πρώτες απορίες τους που θα με έκαναν να πάω κοντά τους και να τις λύσουμε μαζί. Μη έχοντας λοιπόν τι να κάνω, άρχισα να κάνω κάποιες αλλαγές, με τη φαντασία μου, στην εικόνα που απλωνόταν μπροστά μου.

Άλλαξα λοιπόν τα ρούχα που φορούσαν τα παιδιά με μπλε σχολικές ποδιές, έβγαλα το διαδραστικό πίνακα και τον Η/Υ και στη θέση τους έβαλα έναν παμπάλαιο μαυροπίνακα και στη θέση του Η/Υ έβαλα ένα κουτί με άσπρες κιμωλίες και ένα σφουγγάρι που θα σβήνει ό,τι ήταν γραμμένο με την κιμωλία πάνω στο μαυροπίνακα. Τι πέτυχα με όλα αυτά; Πέτυχα λοιπόν να δημιουργήσω το περιβάλλον μιας σχολικής τάξης άλλης εποχής. Και μετά πήγα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Προσπάθησα κι εκεί να αντικαταστήσω κάποια πράγματα. Διαπίστωσα λοιπόν ότι δεν είχα κάτι σημαντικό να αντικαταστήσω. Η διαδικασία ήταν, είναι και όπως προβλέπω θα συνεχίσει να είναι η ίδια για πολλά χρόνια ακόμη. Και εκεί με έπιασε η απογοήτευση, γιατί διαπίστωσα για άλλη μια φορά ότι ενώ η κοινωνία, με τη βοήθεια της τεχνολογίας έχει αλλάξει ριζικά, μέσα στη σχολική αίθουσα δεν έχει γίνει καμία ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ αλλαγή. Δε μιλάω φυσικά για την αλλαγή του περιεχομένου των βιβλίων, για το ότι τα τετράδια έγιναν καλύτερα, τα μολύβια έγιναν μηχανικά, οι τσάντες έβγαλαν ροδάκια και φωτάκια, αλλά μιλάω για την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο τρόπος που μαθαίνουν τα παιδιά είναι ο ίδιος εδώ και 200 χρόνια περίπου. Και εδώ θέτω το ερώτημα. Η επιστήμη έχει κάνει άλματα και ο άνθρωπος έχει βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του με αποτέλεσμα να έχει αυξήσει και το μέσο όρο ζωής του. Όλα έχουν κάνει μια τεράστια πρόοδο, κυρίως τα τελευταία 20 χρόνια. Γιατί ο τρόπος εκπαίδευσης έχει παραμείνει ο ίδιος; Και για να μην ισοπεδώνουμε κάποιες καλές προσπάθειες εκσυγχρονισμού που εμφανίστηκαν κατά καιρούς, γιατί έχει παραμείνει ο ίδιος κατά 90%; Έχουμε αναρωτηθεί, γιατί οι σημερινές τάξεις αποτελούν καθρέφτες εκείνων που προέρχονται από τον 19ο ή τον 20ο αιώνα; Οι μαθητές έρχονται στο σχολείο, χτυπάει το κουδούνι, μπαίνουν στη γραμμή (γιατί άραγε;) και μετά σαν πακέτα με ηλικιακά και μόνο κριτήρια (άλλο πρόβλημα αυτό) πηγαίνουν στις αίθουσές τους. Εκεί τους περιμένει ένας δάσκαλος που αφού τα βάλει να καθίσουν σε συγκεκριμένες θέσεις, αρχίζει να ελέγχει αυτά που τους έβαλε για το σπίτι την προηγούμενη μέρα και παραδίδει το νέο μάθημα μεταδίδοντάς τους αυτά που περιέχονται στα σχολικά βιβλία (γιατί άραγε;), αντί να τους βάλει να μελετήσουν τα γνωστικά αντικείμενα που θέλει, με συγκεκριμένο εποπτικό υλικό που θα τους το έχει δώσει από την προηγούμενη μέρα (συγκεκριμένες ιστοσελίδες, video από διάφορες πηγές που έχει ελέγξει ή έχει δημιουργήσει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός) και στην αίθουσα να ελέγξει τις απορίες τους και να διορθώσει αυτά που δεν κατάλαβαν (εδώ βέβαια δεν ανήκουν μαθήματα όπως τα μαθηματικά που θα πρέπει να «διδάσκονται παραδοσιακά» λόγω της πλήρους άγνοιας των παιδιών για το αντικείμενο).

Η ιδέα δηλαδή, οι μαθητές να είναι αναγκασμένοι να κάθονται σε μια αίθουσα, να δέχονται τις ίδιες γνώσεις και μετά από συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα να πρέπει να αποδείξουν την κατανόηση της γνώσης που πήραν με τον ίδιο τρόπο (συνήθως γραπτών εξετάσεων) είναι πλέον παράλογη. Ακόμη και το ηλικιακό κριτήριο συμμετοχής των μαθητών σε συγκεκριμένες τάξεις, θα πρέπει να επαναξιολογηθεί. Αντί να περιμένουμε από τους μαθητές μας να ακολουθούν «συγκεκριμένη» ύλη σε «συγκεκριμένη» ηλικία, ίσως θα ήταν καλύτερα να οργανώσουμε κοινότητες μάθησης (από την ηλικία των 14 ετών και πάνω), όπου οι μαθητές δε θα συμμετέχουν με βάση την ηλικία τους, αλλά με βάση τις ικανότητες που έχουν αναπτύξει σε συγκεκριμένα αντικείμενα γνώσεων (πληροφορική, λογοτεχνία κλπ).

Όλα τα προαναφερθέντα είναι προτάσεις για να «τραβήξουν» την εκπαίδευση προς τα εμπρός και σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που συνήθιζε να βαδίζει μέχρι στιγμής. Σίγουρα οι αλλαγές αυτές απαιτούν χρόνο, διάλογο, σύστημα και προγραμματισμό κινήσεων (περίεργα μονοπάτια τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, είναι αλήθεια). Πρέπει όμως κάποια στιγμή να γίνει μια αρχή. Δεν πρέπει να μένουμε στα λόγια. Και φυσικά ό,τι γίνει, θα πρέπει να δοκιμαστεί σε τάξεις και να πουν τη γνώμη τους και τα παιδιά. Πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουμε να αποφασίζουμε συνέχεια εμείς γι’ αυτά. Έχουν κι αυτά λόγο και κριτική σκέψη για να κάνουν τις προτάσεις τους που θα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας στην επανεκκίνηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας που θα ΠΡΕΠΕΙ να προγραμματίσουμε όσο το δυνατόν ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΑ κατά την ταπεινή μου γνώμη.