Το πανεπιστήμιο οφείλει να αποκτήσει όραμα και στρατηγική συνδεόμενο με τις διεθνείς εξελίξεις, καθώς και το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Μπορεί; Το ερώτημα αυτό διέτρεξε τις ομιλίες των πανεπιστημιακών και των φοιτητών στη χθεσινή εκδήλωση της Πρωτοβουλίας για Παιδεία και Ανάπτυξη.

Απόστολος Λακασάς

Το «παρών» έδωσαν ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυρ. Μητσοτάκης, ο επικεφαλής του Ποταμιού, Στ. Θεοδωράκης, ο Ευ. Βενιζέλος καθώς και βουλευτές της Ν.Δ., της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Ποταμιού, καταδεικνύοντας έτσι την ύπαρξη συναίνεσης «κατά της οπισθοδρόμησης που επιχειρείται με το νομοσχέδιο Γαβρόγλου για την ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα». Αλλωστε, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα επαναφέρει με βελτιώσεις τον νόμο που ψηφίστηκε το 2011 με 255 ψήφους, ζητώντας και πάλι ευρεία συναίνεση.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον καθηγητή του Οικονομικού Παν. Αθηνών Γιώργο Δουκίδη, μόνο ο ένας στους δύο αποφοίτους έχει ειδικότητα που αφορά την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μας, ενώ μόνο μία στις δέκα ελληνικές επιχειρήσεις είναι υψηλής επίδρασης, καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο το χάσμα ανάμεσα σε ΑΕΙ και οικονομία. «Δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο πρακτικής άσκησης στα ελληνικά πανεπιστήμια», ανέφερε ο κ. Δουκίδης, δηλώνοντας ότι απαιτείται επαναπροσδιορισμός των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών με έμφαση στα αντικείμενα υψηλής ζήτησης από την οικονομία, π.χ. πληροφορική. Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό, πρέπει να δοθεί βάρος και στη διά βίου μάθηση. «Τα ΑΕΙ μπορούν σε ετήσια βάση να επανειδικεύσουν 20.000 άτομα», είπε ο κ. Δουκίδης.

«Το νομοσχέδιο αναφέρει 85 φορές τη λέξη έρευνα, 45 φορές τη λέξη ανάπτυξη και μία φορά τη λέξη επιχειρηματικότητα», δήλωσε ο Χρήστος Αποστολόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων και μέλος του συμβουλίου του Γεωπονικού Παν. Αθηνών. «Το ν/σ Γαβρόγλου είναι ουτοπικό. Το πανεπιστήμιο πρέπει να διαπιστώσει ότι παράγει προϊόντα και υπηρεσίες προς χρήση», σημείωσε ο κ. Αποστολόπουλος. Από την πλευρά του, ο Σωκράτης Κάτσικας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, πρόσθεσε πως «η παραγωγή νέας γνώσης και η μετάδοσή της είναι βασικός στόχος λειτουργίας του πανεπιστημίου, όπως και η αποτελεσματική διαχείρισή της». Η αναποτελεσματική διαχείριση της γνώσης από τα ελληνικά ΑΕΙ καταδεικνύεται και από το ότι ενώ η Ελλάδα είναι στην 11η θέση στην Ε.Ε. στην έρευνα, παράγουμε έως 40 πατέντες τον χρόνο και η Φινλανδία 1.000.

«Είναι θετικό βήμα η λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ, αλλά δεν είναι αυτή η απάντηση στο πρόβλημα», τόνισε ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αγγελος Συρίγος και πρόσθεσε: «Το ζητούμενο είναι να χειραφετηθούν τα ΑΕΙ από το κράτος. Ο ρόλος του κράτους πρέπει να εντοπίζεται πρωτίστως στη διαφάνεια και αξιοκρατία».

Κλείνοντας, ο κ. Συρίγος εστίασε στο φαινόμενο της ενδοπανεπιστημιακής βίας. «Ο φυσικός χώρος μιας τέτοιας εκδηλώσεως είναι μία αίθουσα σε ελληνικό ΑΕΙ. Θα μπορούσε να συμβεί αυτό; Μάλλον όχι».

Σημαντικό μέρος των ομιλιών κατέλαβε και το σκέλος του νομοσχεδίου για τις μεταπτυχιακές σπουδές. Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές υπολογίζονται ετησίως στις 45.000, εκ των οποίων το 50% είναι εργαζόμενοι, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη. Ωστόσο, παρότι τα μεταπτυχιακά αποτελούν ένα σημαντικό πόρο για τα ελληνικά πανεπιστήμια, το νομοσχέδιο κάνει το πλαίσιο λειτουργίας τους πολύ αυστηρό και γραφειοκρατικό, με αποτέλεσμα να ακυρώνει την εξωστρέφειά τους. Ενδεικτικά η αμοιβή των ξένων καθηγητών πρέπει να ορίζεται με υπογραφή του υπουργού Οικονομίας.

Τα προβλήματα του πανεπιστημίου της, που έγιναν ευκρινέστερα και μετά την πρόσφατη φοίτησή της σε βελγικό πανεπιστήμιο μέσω Erasmus, παρουσίασε η φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου, Βίκυ Τάτση. «Χρειάζονται συμφωνίες με ξένα πανεπιστήμια, σοβαρές εγκαταστάσεις, υλικοτεχνική υποδομή», ανέφερε η φοιτήτρια, προσθέτοντας «στην Ελλάδα παλεύουμε ακόμη για τα αυτονόητα».