Η έκθεση της Κομισιόν για τη διαφορετικότητα των εκπαιδευτικών στα σχολεία της Ευρώπης εκφράζεται έντονη ανησυχία για τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τις μεροληπτικές πρακτικές στην Ελλάδα προς ορισμένες ομάδες μαθητών, όπως οι Ρομά, ενώ γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τις καθυστερήσεις που παρουσιάζονται στη διαδικασία ίδρυσης κατεύθυνσης ισλαμικών σπουδών στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.

Η Κομισιόν αναγνωρίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την προσέλκυση εκπαιδευτικών με «μεταναστευτικό υπόβαθρο» λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, όμως επισημαίνει πως η διαφορετικότητα των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα δεν είναι υψηλή, προσθέτοντας πως εμπόδιο αποτελεί, μεταξύ άλλων, η μη αναγνώριση της τουρκικής, ως γλώσσας διδασκαλίας.

Οι αντιδράσεις για την ίδρυση κατεύθυνσης ισλαμικών σπουδών στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ εκδηλώνονται εδώ και χρόνια, παρά το γεγονός ότι τόσο η πλειονότητα των μελών της Ιεραρχίας της Εκκλησίας όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι θετικοί.

Οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές τις τελευταίες δεκαετίες έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού αλλοδαπών στη χώρα μας. Για παράδειγμα, ο αριθμός των μεταναστών στο σύνολο του πληθυσμού αυξήθηκε απότομα από 1,62% το 1991 σε περίπου 7% το 2001 και περίπου 9% το 2011.

Στην Ελλάδα, το 10,6% των 15χρονων μαθητών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία προέρχεται από οικογένειες μεταναστών, εκ των οποίων το 6,3% είναι πρώτης γενιάς μετανάστες και 4,3% είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς.

Η μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών μαθητών είναι Αλβανοί: από το σύνολο του 10,6% μεταναστών και παλιννοστούντων μαθητών, το 8,3% είναι μαθητές αλβανικής καταγωγής.

Το 1,1% των 15χρονων μαθητών ανήκουν σε γλωσσικές μειονότητες. Μειονοτικά σχολεία έχουν συσταθεί για την εκπαίδευση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, η μεγαλύτερη και μόνη αναγνωρισμένη μειονότητα στην Ελλάδα.

Κατά το σχολικό έτος 2014 -2015, υπήρχαν 150 μειονοτικά σχολεία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των δύο θρησκευτικών σχολείων που φιλοξενούν συνολικά 6.320 μαθητές. Σε αυτά τα σχολεία, ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών έχουν μουσουλμανικό υπόβαθρο.

ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΚΟΜΙΣΙΟΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

«Κλειστά» για τους πρόσφυγες τα ελληνικά σχολεία

Της Χαράς Καλημέρη

Την ώρα που η εκπαίδευση καλείται να διαδραματίσει ρόλο «κλειδί» στη διαδικασία ενσωμάτωσης των προσφύγων που θα παραμείνουν στην Ελλάδα, η χώρα μας δέχεται κριτική από την Ευρώπη ότι υιοθετεί ένα σύστημα Παιδείας εθνοκεντρικό, κατευθυνόμενο κατά βάση από μονοπολιτισμικές αντιλήψεις.

Σε έκθεση που δημοσίευσε πρόσφατα η Κομισιόν για τη διαφορετικότητα των εκπαιδευτικών στα σχολεία της Ευρώπης εκφράζεται ανησυχία για τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τις μεροληπτικές πρακτικές στην Ελλάδα προς ορισμένες ομάδες μαθητών, όπως οι Ρομά, ενώ γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τις καθυστερήσεις που παρουσιάζονται στη διαδικασία ίδρυσης κατεύθυνσης ισλαμικών σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Ένα θέμα το οποίο προκαλεί σφοδρές αντιδράσεις από μερίδα ιεραρχών, πολιτικών και φοιτητών που εκφράζουν φόβους για «σχέδιο ισλαμικής εισβολής στη χώρα».

Ειδικότερα, στην έκθεσή της η Κομισιόν, αφού αναγνωρίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την προσέλκυση εκπαιδευτικών με «μεταναστευτικό υπόβαθρο» λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, εντούτοις επισημαίνει πως η διαφορετικότητα των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα δεν είναι υψηλή, προσθέτοντας πως εμπόδιο αποτελεί, μεταξύ άλλων, η μη αναγνώριση της τουρκικής, ως γλώσσας διδασκαλίας. «Στην τελευταία έκθεσή της (2015), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) εξέφρασε ιδιαίτερη ανησυχία για την καθυστέρηση της έγκρισης δημιουργίας σχολής για τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στη Θεσσαλονίκη. Αυτό, κρίνεται σημαντικό ώστε να μπορέσουν οι απόφοιτοι να αποκτήσουν αναγνωρισμένα διπλώματα, επιτρέποντάς τους έτσι να επιλέξουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού», τονίζεται στην έκθεση.

Οι αντιδράσεις για την ίδρυση κατεύθυνσης ισλαμικών σπουδών στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ εκδηλώνονται εδώ και χρόνια, παρά το γεγονός ότι τόσο η πλειονότητα των μελών της Ιεραρχίας της Εκκλησίας όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι θετικοί. Η ιστορία ξεκίνησε το 2012 όταν το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να δώσει τη δυνατότητα σε μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες, αλλά και σε κάθε Έλληνα πολίτη να σπουδάσουν το Ισλάμ αφού κατά την προκήρυξη θέσεων ιεροδασκάλων για τα δημόσια σχολεία της Θράκης διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να διδάξουν. Σημειώνεται ότι στη Θράκη η ανάγκη αυτή καλύπτονταν από τη λειτουργία μουσουλμανικών ιεροσπουδαστηρίων τα οποία παρήγαγαν ιμάμηδες σε επίπεδο λυκείου. Όσοι ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έβρισκαν διέξοδο στα αραβικά κράτη και στην Τουρκία.

Σε εκείνη τη συγκυρία, το τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ αποφάσισε να δεχθεί την ίδρυση εισαγωγικής κατεύθυνσης μουσουλμανικών σπουδών. Φέτος, μετά από πολλά χρόνια συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, υπέρ της ίδρυσης ψήφισε η Σύγκλητος του ΑΠΘ και οι συναρμόδιοι υπουργοί έβαλαν τελικά την υπογραφή τους.

Μετανάστες το 10,6% των μαθητών
Οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές τις τελευταίες δεκαετίες έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού αλλοδαπών στη χώρα μας. Για παράδειγμα, ο αριθμός των μεταναστών στο σύνολο του πληθυσμού αυξήθηκε απότομα από 1,62% το 1991 σε περίπου 7% το 2001 και περίπου 9% το 2011.

Στοιχεία έρευνας του Διεθνούς Προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ, τα οποία επικαλείται η έκθεση της Κομισιόν, δείχνουν ότι στη χώρα μας, το 10,6% των 15χρονων μαθητών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία προέρχεται από οικογένειες μεταναστών, εκ των οποίων το 6,3% είναι πρώτης γενιάς μετανάστες και 4,3% είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς.

Η μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών μαθητών είναι Αλβανοί: από το σύνολο του 10,6% μεταναστών και παλιννοστούντων μαθητών, το 8,3% είναι μαθητές αλβανικής καταγωγής.

Το 1,1% των 15χρονων μαθητών ανήκουν σε γλωσσικές μειονότητες. Μειονοτικά σχολεία έχουν συσταθεί για την εκπαίδευση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, η μεγαλύτερη και μόνη αναγνωρισμένη μειονότητα στην Ελλάδα. Κατά το σχολικό έτος 2014 -2015, υπήρχαν 150 μειονοτικά σχολεία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των δύο θρησκευτικών σχολείων που φιλοξενούν συνολικά 6.320 μαθητές. Σε αυτά τα σχολεία, ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών έχουν μουσουλμανικό υπόβαθρο. Για παράδειγμα, από τους 735 εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι 274 δάσκαλοι και 61 αναπληρωτές είναι απόφοιτοι της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ), προέρχονται δηλαδή από τη μουσουλμανική μειονότητα. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, από τους 73 καθηγητές, οι 37 εργάζονται στο πρόγραμμα των Μειονοτήτων.

Ξάνθη, Κομοτηνή
Μόνο δύο δίγλωσσα σχολεία

«Στην μουσουλμανική μειονότητα στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, υπάρχουν μόνο δύο δίγλωσσα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τα οποία, σε συνδυασμό με μια γενική έλλειψη πόρων, έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερα εκπαιδευτικά στάνταρτς και μορφωτικό επίπεδο μεταξύ των παιδιών της μειονότητας, και, τελικά, την κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό», τονίζει στην έκθεσή της για το 2015 η ECRI, προσθέτοντας ότι αυτό έχει σαφείς επιπτώσεις για τη συνέχιση των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την απόκτηση ενός πτυχίου όπως απαιτείται για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Ασκείται, επίσης, κριτική για το χαμηλό ποσοστό των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας που εργάζεται στο δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων της Θράκης, σημειώνοντας ότι σε γενικότερο επίπεδο υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μετανάστες είναι αναγκασμένοι να κατέχουν θέσεις που δεν αντικατοπτρίζουν τις δεξιότητές τους. «Η τρέχουσα πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα καθιστά μάλλον απίθανο ότι η διαφορετικότητα στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού θα πάει στην πολιτική ατζέντα» αναφέρει η Κομισιόν στην έκθεσή της.