Η… θερινή παράσταση που παίζεται γύρω από την Τράπεζα Θεμάτων και τα αποτελέσματα των εξετάσεων της Α΄ Λυκείου (3 φορές φορές ανακοινώθηκαν, αλλά οι μετεξεταστέοι δεν μειώνονται) δεν αποτελούν μια «άτυχη στιγμή», αλλά μια ακόμη φάση στο σχέδιο υποβάθμισης της δημόσιας Παιδείας.

ΑΡΘΡΟ Του Χρήστου Κάτσικα

Το υπουργείο Παιδείας, αφού με την αλλαγή των προϋποθέσεων προαγωγής και με την Τράπεζα Θεμάτων απογείωσε τον αριθμό των μετεξεταστέων μαθητών (στις περισσότερες λαϊκές περιοχές και σε πολλά σχολεία η «κατασκευασμένη» αποτυχία κυμάνθηκε μεταξύ 30% και 40%), αίφνης άλλαξε και πάλι τους όρους προαγωγής στην Α΄ Λυκείου, για να «μειώσει αισθητά τον αριθμό των επανεξεταζόμενων ή απορριπτόμενων μαθητών και να αποκαταστήσει πιθανές στρεβλώσεις που δημιουργούσε το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς».

Φαίνεται απίστευτο: Τα Λύκεια της χώρας κλήθηκαν να εκδώσουν αποτελέσματα για την Α΄ τάξη όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις φορές μέσα σε λίγες μέρες! Προφανώς, μετά τη γενική κατακραυγή, το υπουργείο Παιδείας έκανε έναν επικοινωνιακό ελιγμό, προσφέροντας έναν παραπλανητικό… επίδεσμο, με τον οποίο προσποιήθηκε ότι θα επουλώσει το βαθύ τραύμα που έχουν επιφέρει τα αντιεκπαιδευτικά του μέτρα στο σώμα χιλιάδων μαθητών.

Στο διά ταύτα; Οι εκπαιδευτικοί στα Λύκεια έβγαλαν πάλι αποτελέσματα, η μείωση του αριθμού των μετεξεταστέων ήταν μικρή έως ανύπαρκτη, αλλά το υπουργείο Παιδείας «πούλησε» στην κοινή γνώμη ευαισθησία. Την ίδια στιγμή, το τελευταίο, ως μαέστρος στις εκπαιδευτικές αλχημείες, επιχείρησε να καλύψει τους θρήνους των γονέων και των μαθητών, την αγανάκτηση των εκπαιδευτικών και τα ερωτήματα της κοινής γνώμης με αλλόκοτες διαπιστώσεις του τύπου «φέτος οι μαθητές μας πήγαν καλύτερα από κάθε άλλη χρονιά»!

«Μάθε το πόστο σου»

Δεν πρέπει να έχει κανείς αυταπάτες για το γεγονός ότι η κατεύθυνση του υπουργείου Παιδείας παραμένει σταθερή και συνοψίζεται στην κεντρική του γραμμή: λιγότερα σχολεία, λιγότεροι μαθητές, λιγότεροι εκπαιδευτικοί. Η αποθάρρυνση, το ψαλίδισμα των προσδοκιών και ο εξοστρακισμός χιλιάδων μαθητών και μαζί η «εκπαίδευση της αμάθειας» δεν εντάσσονται στην παθολογία της σημερινής εκπαίδευσης, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυσλειτουργία του υπαρκτού σχολείου, μια «άτυχη στιγμή του συστήματος», η οποία μπορεί να επιδιορθωθεί ή να θεραπευτεί μέσα από αυτές ή τις άλλες ρυθμίσεις.

Η απόρριψη και ο εξοστρακισμός και μαζί τους η εκπαίδευση της αμάθειας ανήκουν στη φυσιολογία του σημερινού σχολείου, αποτελούν δομικό χαρακτηριστικό του, το οποίο δεν μπορεί να το αποβάλει όσες ρυθμίσεις και αν κάνει. Αν το αποβάλει, δεν θα μπορεί να λειτουργήσει, καθώς δεν θα μπορεί να πραγματοποιήσει τον σκοπό της στο πλαίσιο της μνημονιακής πολιτικής: να εκπαιδεύσει, αφενός, κατάλληλα τη δική της νέα γενιά, ως «συνέχεια του εαυτού της», εξοπλίζοντάς την με την ιδεολογία της και με γνώσεις και ικανότητες, οι οποίες απαιτούνται για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και του κράτους και αφετέρου να «εκπαιδεύσει» τη νέα γενιά των τσακισμένων λαϊκών στρωμάτων και των νεόπτωχων έτσι, ώστε αυτή να γίνει υπάκουη, υποτελής, εθελόδουλη και πρόθυμη για εκμετάλλευση.

Είναι «ζήτημα ζωής και θανάτου» του ίδιου του σημερινού συστήματος εξουσίας, αφενός να αντιστοιχίσει τις εκπαιδευτικές «αποσκευές», το εκπαιδευτικό επίπεδο των νέων με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των οικογενειών τους, με ένα μέλλον που «θα έχει ξηρασία» και αφετέρου να λιπάνει το έδαφος για την «παραγωγή» παθητικών, συναινετικών, δογματικών, υπομονετικών, εξουσιαζόμενων, άκαμπτων, συντηρητικών προσωπικοτήτων, που αντιστέκονται στην αλλαγή της κοινωνίας, προκειμένου να κρατήσουν ανέπαφες τις παραδοχές τους για τον κόσμο που ζουν.

«Οι εκπαιδευτικοί φταίνε»

Από τη στιγμή που η κυρίαρχη τάξη, οι ευαγγελιστές της αγοράς και το τσίρκο των προπαγανδιστών της αυλής και της οθόνης έχουν μεταμφιέσει το πρόβλημα, ώστε να φαίνεται σχολικό, αρχίζει το «κυνήγι των μαγισσών». Ετσι, το ένα γρανάζι πιάνει το άλλο και υφαίνεται σιωπηλά η κατασκευή του κατηγορητηρίου. Για τις χαμηλές επιδόσεις φταίνε οι καθηγητές που δεν εργάζονται εντατικά, οι μαθητές που δεν διαβάζουν και οι γονείς που δεν ενδιαφέρονται.

Οπότε, οι λύσεις αναγκαστικά πρέπει να είναι «εντάσεως εργασίας», δηλαδή αυστηρές εξετάσεις και αξιολόγηση. Μέτρα τα οποία φυσικά δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα, αφού αποτελούν μέρος του ίδιου του προβλήματος. Δίπλα στις κλασικές λύσεις της αξιολόγησης και των αυστηρότερων εξετάσεων, που παραπέμπουν σε ένα εκπαιδευτικό Πανοπτικό (Φουκό), στριμώχνονται και άλλες «φαεινές ιδέες» και «άτρωτα ιδεολογήματα» νοσταλγών του «καλού συντηρητικού» σχολείου των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.

Ενας σύγχρονος Δούρειος Ιππος

«Tο να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι δεν είναι δείγμα οξείας όρασης.

Tο ν’ ακούσεις τον ήχο του κεραυνού δεν είναι δείγμα εξαιρετικής ακοής.

Πότε θα μπορέσεις να δεις κάτω από την επιφάνεια;»

Σουν Tζου, «H τέχνη του πολέμου»

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να σκάψουμε βαθιά ξύνοντας το στρώμα των αυταπατών, με το οποίο επιχειρείται να μπαζωθεί η πραγματικότητα. Ναι, το υπουργείο Παιδείας έκανε κάποια «μανταρίσματα» στους όρους προαγωγής των μαθητών. Αυτό ήταν φανερό εδώ και αρκετό καιρό. Οι μικροαλλαγές αυτές έγιναν για δύο λόγους:

Πρώτον, γιατί επιχειρεί να ρίξει αποκλειστικά την ευθύνη στη σκλήρυνση των προϋποθέσεων προαγωγής των μαθητών, κρύβοντας μέσα στη σκόνη διορθωτικών κινήσεων το πιο δηλητηριώδες τμήμα του νέου Λυκείου, που είναι η Τράπεζα Θεμάτων. Δεύτερον, γιατί το κλίμα αποθάρρυνσης της φοίτησης στο Λύκειο μπορεί να λειτουργήσει και με πιο περιορισμένο αριθμό απορρίψεων, τα απόνερα των οποίων μπορούν να πανικοβάλουν και τις παρυφές των μετεξεταστέων.

Ωστόσο, επαναλαμβάνουμε σε όλους τους τόνους ότι το πιο «δηλητηριώδες» τμήμα του νέου Λυκείου είναι η Τράπεζα Θεμάτων που προβάλλει με φωτοστέφανο αθωότητας στις διακηρύξεις του υπουργείου Παιδείας. Και δεν αναφερόμαστε σε μια κριτική που συμπυκνώνεται στα «λάθη», στις «αβλεψίες», στις «δυσκολίες των θεμάτων», στο «τυχαίο της κλήρωσης», που -προφανώς- δημιουργούν παράπλευρες απώλειες, ωστόσο αποτελούν ομάδα προβλημάτων Β΄ και Γ΄ Εθνικής. Αναφερόμαστε στον πυρήνα της λειτουργίας της Τράπεζας Θεμάτων, κοντολογίς στις τρεις ασύμμετρες απειλές της:

*Πρώτον, στο να κανοναρχήσει και να ελέγξει τη διδακτική πράξη, αναγκάζοντας τους εκπαιδευτικούς, στο πλαίσιο ενός ατσαλάκωτου «ομοιομορφισμού», να προσαρμόσουν το μάθημά τους στις «τανάλιες» της εξεταστέας ύλης και στον «τύπο» των ερωτήσεων της Τράπεζας Θεμάτων, εκτρέποντας το εκπαιδευτικό έργο σε τεχνικές απομνημόνευσης πληροφοριών. «Καλό» Λύκειο θα αναγορεύεται αυτό που μιμείται το φροντιστήριο. Αυτό δηλαδή που καλουπώνει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις χρήσιμες για τις εξετάσεις.

*Δεύτερον, στο να αποθαρρύνει με την αύξηση των απορρίψεων εκείνους τους μαθητές που δεν κουβαλάνε από το σπίτι τους οικονομικές και μορφωτικές αποσκευές, με στόχο να τους εξοστρακίσει από το Γενικό Λύκειο, κατευθείαν στην κατάρτιση, στα «παραμάγαζα» που ιδρύουν οι επιχειρηματίες της γνώσης.

*Τρίτον, με την Τράπεζα Θεμάτων το υπουργείο Παιδείας θα επιχειρήσει σταδιακά να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών.

Η Τράπεζα Θεμάτων, όπως γράφει η τελευταία μελέτη του ΟΟΣΑ, εντάσσεται στην ανάπτυξη συστήματος τυποποιημένης αξιολόγησης και στην Ελλάδα. Ενός συστήματος όπου οι λεγόμενες επιδόσεις των μαθητών σε πρότυπα τεστ θα αποτελούν μέτρο επίδοσης των σχολείων και των εκπαιδευτικών.

Ετσι, θα χαρακτηρίζονται τα «καλά» και «κακά» σχολεία και στο επόμενο βήμα οι γονείς θα «επιλέγουν» το σχολείο των παιδιών τους, το οποίο θα ακολουθεί και η οικονομική ενίσχυση μέσω των γνωστών κουπονιών (vouchers). Πρόκειται για το σκληρό σύστημα τυποποιημένης αξιολόγησης που ακολουθείται σε ΗΠΑ και αγγλοσαξονικές χώρες, αλλά και στην πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε.