ΚΚΕ – Παρεμβάσεις από την «αγορά» που ζητά αναδιαρθρώσεις σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης


Το αποκεντρωμένο και αυτόνομο σχολείο είναι ακόμα πιο ταξικό και πιο ευάλωτο στους χορηγούς – επιχειρήσεις
Με ευθείες παρεμβάσεις που υποδεικνύουν μέτρα στην Εκπαίδευση και οι οποίες ήταν ιδιαίτερα πυκνές τους τελευταίους μήνες, θεσμικοί και μη εκπρόσωποι της «αγοράς» στη χώρα μας ζητούν το τελευταίο διάστημα την προώθηση μιας σειράς αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Μέσα σε ένα περιβάλλον κατεδάφισης δικαιωμάτων και κατακτήσεων, το οποίο έχουν διαμορφώσει η τωρινή και η προηγούμενη κυβέρνηση, σε μία φάση προώθησης μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της Εκπαίδευσης κατά μνημονιακή επιταγή και με την «αγωνία» τους για γρήγορη ανάκαμψη, επιχειρούν να βάλουν τη σφραγίδα τους αξιώνοντας από το πολιτικό τους προσωπικό να επιταχύνει μεταρρυθμίσεις.

Βέβαια, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση στη δική τους ατζέντα κινούνται γυρίζοντας την πλάτη στις πραγματικές λαϊκές ανάγκες, είτε αυτές αναφέρονται στα απαραίτητα για να λειτουργήσουν οι δομές εκπαίδευσης είτε στο περιεχόμενο της μόρφωσης και την αξιοποίηση της νέας γνώσης. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα και κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου που έφερε η κυβέρνηση μέσα στο καλοκαίρι, αλλά και στην αντιπαράθεση με την αξιωματική αντιπολίτευση για τον τρόπο υλοποίησης των αξιώσεων των επιχειρήσεων, οι οποίες φυσικά αντιστρατεύονται τις λαϊκές ανάγκες.

«Η έξοδος από την κρίση ξεκινάει στα θρανία»

Τα αστικά επιτελεία αποδίδουν ξεχωριστό ρόλο στην Εκπαίδευση σε μία οικονομία που βρίσκεται σε φάση μετάβασης, καθώς είναι ο κατεξοχήν χώρος που διαμορφώνει το μελλοντικό εργατικό δυναμικό αλλά και στον οποίο παράγεται η νέα γνώση, η οποία με τη γενίκευση της άμεσης εφαρμογής της στην παραγωγή οδηγεί σε τεράστια κέρδη. Τα οποία, βέβαια, στερούν την επιστήμη και τα επιτεύγματά της από το λαό στον οποίο ανήκουν. Ετσι, με τον χαρακτηριστικό ως προς τα παραπάνω τίτλο «Η έξοδος από την κρίση ξεκινάει στα θρανία», ο ΣΕΒ δημοσίευσε τον περασμένο Φλεβάρη έκθεση με προτάσεις πολιτικής για την Παιδεία. «Η σημαντικότερη πρόκληση για το Ελληνικό σχολείο σήμερα εντοπίζεται στην αποκέντρωση από την ασφυχτική μικροδιοίκηση που επιβάλλει το υπουργείο, παράλληλα με την εδραίωση των δομών εκείνων διοίκησης και αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα συνεργασίας, που θα επιτρέψουν σε αυτήν την αυτονομία να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα». Το διεθνές παράδειγμα που επικαλείται, επιβεβαιώνει πως το αποκεντρωμένο και αυτόνομο σχολείο είναι ακόμα πιο ταξικό και πιο ευάλωτο στους χορηγούς – επιχειρήσεις που μπορούν να παρεμβαίνουν ανοιχτά, ενώ η «αξιολόγηση» που επικαλούνται έρχεται να ελέγξει το κατά πόσο υλοποιούνται οι αντιεκπαιδευτικές πολιτικές. Η μελέτη κατέληγε σε προτάσεις πολιτικής που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν «ενίσχυση της αυτονομίας των διοικήσεων των σχολείων στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος και τη διαχείριση του προϋπολογισμού του σχολείου», «ενίσχυση πόρων» όχι όμως για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών, αλλά για να ενισχυθούν οι δεξιότητες που θέλει το μεγάλο κεφάλαιο, όπως η πληροφορική και η «επιχειρηματικότητα», «καλύτερη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων, ώστε να αυξηθούν οι μέσες ώρες διδασκαλίας και να μειωθούν οι ανάγκες για έκτακτους εκπαιδευτικούς», «αντικατάσταση του άρθρου 16 του Συντάγματος με το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που έχει κυρωθεί από την Ελληνική Βουλή».

Με στόχο την ανταγωνιστικότητα

Ο ΣΕΒ επανήλθε παραμονές της κατάθεσης του νομοσχεδίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση στη Βουλή, με παρεμβάσεις γι’ αυτήν τη βαθμίδα αυτήν τη φορά, ξεκινώντας την επιστολή του προς τον υπουργό Παιδείας, διατυπώνοντας τη βασική θέση του μεγάλου κεφαλαίου σε ό,τι αφορά το ρόλο που επιφυλάσσει για την Παιδεία: «Οι σύγχρονες τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις επιβάλλουν τη συνεχή προσαρμογή των Τυπικών και Μη Τυπικών Συστημάτων Εκπαίδευσης και Επαγγελματικής Κατάρτισης, ώστε το ανθρώπινο δυναμικό να ανανεώσει και επαυξήσει τις γνώσεις και δεξιότητες που διαθέτει και, κατά συνέπεια, η οικονομία να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις ανταγωνιστικότητας». Μεταξύ άλλων, ζητά «καθιέρωση της πρακτικής άσκησης εντός του προγράμματος σπουδών, σε Σχολές και Τμήματα θετικής, τεχνολογικής και οικονομικής κατεύθυνσης», ενώ χωρίς να εκφράζει διαφωνίες με την ύπαρξη των Ακαδημαϊκών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης σε περιφερειακό επίπεδο, διατυπώνει διαφωνία για το ότι στις επιχειρήσεις δεν δίνεται «ουσιαστικός ρόλος στη χάραξη προτάσεων στρατηγικής» αλλά γνωμοδοτικός. Η ουσία, ωστόσο, είναι ότι ο νέος νόμος βάζει τις επιχειρήσεις να συμμετέχουν στη χάραξη πολιτικής. Σε ό,τι αφορά τα διετή προγράμματα για αποφοίτους ΕΠΑΛ ζητά «αποσαφήνιση της σύνδεσης των 2ετών κύκλων με την αγορά εργασίας και ιδιαίτερα με τη διάγνωση αναγκών της». Επισημαίνει ότι «ο ΕΛΚΕ, από ένα ευέλικτο εργαλείο διαχείρισης πόρων που προέρχονται από προγράμματα έρευνας και συνεργασίες με επιχειρήσεις, τείνει να μετατραπεί σε υπηρεσία του κεντρικού υπουργείου».

«Αλληλεπίδραση των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις»

Το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) παρουσίασε στις αρχές του Ιούλη μελέτη με τίτλο «Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις», στην οποία ξεκινώντας από την ορατή επίδραση της κρίσης στην Εκπαίδευση, θέτει «τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση προκειμένου να συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που θα βασίζεται στη γνώση, τις υψηλές δεξιότητες, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία». «Προκλήσεις» δηλαδή για την καπιταλιστική αγορά και όχι για το λαό και τα παιδιά του, που αγωνίζονται για την κατάκτηση της γνώσης σε ένα όλο και πιο ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα. Και το ΙΟΒΕ – συνδέοντας ευθέως την Εκπαίδευση με την «οικοδόμηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου στη χώρα» – κρίνει ως απαραίτητες την «ενίσχυση της οργανωτικής ευελιξίας και της διοικητικής αυτονομίας των Ιδρυμάτων, δεύτερον, την υποστήριξη της στρατηγικής τους ικανότητας και, τρίτον, τη στήριξη της συνεργασίας και αλληλεπίδρασης των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις για την καλύτερη ανταπόκριση στις ανάγκες τους σε δεξιότητες και ανθρώπινο δυναμικό». Αλλη μια «ανάγκη» την οποία υπογραμμίζει είναι η «βελτίωση της σύνδεσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα, με αλλαγή έμφασης και προσανατολισμού των εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ, σε συνεργασία με εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις».
«Εμπορική αξιοποίηση της ερευνητικής δραστηριότητας»

Αλλη μια παρέμβαση σε αντίστοιχη κατεύθυνση, επικεντρωμένη στη γνώση που παράγεται στην Ανώτατη Εκπαίδευση μέσω της έρευνας, ήρθε από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρα, κατά την ομιλία του με θέμα «Σύνδεση ΑΕΙ, Ερευνητικών Κέντρων και Επιχειρήσεων στην Ελλάδα: Παρόν και Μέλλον» στην Εσπερίδα της Πρωτοβουλίας για Παιδεία και Ανάπτυξη με θέμα «ΑΕΙ, Ερευνα, Καινοτομία, Επιχειρηματικότητα και Ανάπτυξη». «Δημιουργείται ένα παράδοξο μη “εμπορικής αξιοποίησης” της γνώσης και του υψηλού επιπέδου ερευνητικών αποτελεσμάτων», είπε χαρακτηριστικά, αφού περιέγραψε τις καλές επιδόσεις που έχει να επιδείξει ο εγχώριος τομέας Ερευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας εντός και εκτός συνόρων, αποτυπώνοντας τη θέση ότι η Ερευνα πρέπει να μετατρέπεται σε προϊόν προς εμπορική αξιοποίηση και κερδοφορία αντί να αξιοποιείται για να καλυτερεύσει τη ζωή των ανθρώπων. «Η δημόσια παρέμβαση μπορεί να ενθαρρύνει τόσο τη διάχυση της τεχνολογίας, δηλαδή τη στήριξη της εμπορικής αξιοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας που παράγεται στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, όσο και τη δημιουργία παραγωγικής διεξόδου στις φιλοδοξίες των χαρισματικών και ταλαντούχων νέων επιστημόνων», είχε σημειώσει μεταξύ άλλων στην ίδια ομιλία.
«Ευθυγράμμιση επιχειρηματικότητας και εκπαιδευτικού συστήματος»

«Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν εξασφαλίζει στους νέους τις δεξιότητες εκείνες που επιβάλλουν οι σύγχρονες τάσεις της διεθνούς οικονομίας και οι σημερινές αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας. Μόνο αν η επιχειρηματική και εκπαιδευτική κοινότητα συντονίσουν το βηματισμό τους για να οδηγήσουν την οικονομία στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο, σύμφωνα και με το παράδειγμα μιας σειράς από βέλτιστες πρακτικές, θα μπορέσει η χώρα να οδηγηθεί σε ουσιαστική και βιώσιμη ανάπτυξη». Τα παραπάνω σημείωναν, σε μελέτη που δημοσίευσαν στα τέλη Ιούνη, ο φορέας ελεγκτικών, φορολογικών, χρηματοοικονομικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών ΕΥ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Endeavor, ένας διεθνής μη κερδοσκοπικός οργανισμός στήριξης της επιχειρηματικότητας, που κατέληγε στην «ανάγκη ευθυγράμμισης μεταξύ της επιχειρηματικότητας, του εκπαιδευτικού συστήματος και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας». Αποτυπώνοντας την αξίωση η Ανώτατη Εκπαίδευση να είναι ακόμα πιο συνδεδεμένη με τις ανάγκες της αγοράς και να παράγει αποφοίτους στα μέτρα της.

Από τις παραπάνω παρεμβάσεις γίνεται φανερό ότι για την καπιταλιστική αγορά δεν μετράνε αυτά που βιώνουν ως ανάγκη οι εργατικές – λαϊκές οικογένειες, αλλά η κερδοφορία των επιχειρήσεων που κατονομάζεται «ανάπτυξη». Επιχειρηματολογία όπως αυτή που χρησιμοποιούν, αναπαράγεται μέσα και έξω από τη Βουλή από τα κόμματα του αστικού τόξου, τα οποία κινούνται ακριβώς στον οδικό χάρτη που χαράσσουν οι φορείς της «αγοράς», αδιαφορώντας για τις ανάγκες. Γιατί οι φοιτητές και οι σπουδαστές έχουν π.χ. εμπειρία από τη σύνδεση των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις, που καθόλου δεν διασφαλίζει την ευημερία των αποφοίτων τους. Ο λαός βλέπει καθημερινά τα τεράστια επιτεύγματα της επιστήμης που θα μπορούσαν να δώσουν λύση σε μια σειρά προβλήματα σε διάφορους τομείς, από την Υγεία μέχρι την αντισεισμική προστασία, και τα οποία του είναι απρόσιτα. Και όπως τα αστικά επιτελεία βλέπουν την Παιδεία από την πλευρά των δικών τους ταξικών συμφερόντων, έτσι και ο λαός καλείται να μετρήσει τι έχει να κερδίσει από μία Εκπαίδευση – εργαλείο κερδοφορίας και έντασης της εκμετάλλευσης.