Η γλώσσα μας ήταν ένα πρόσφορο πεδίο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν κατά το παρελθόν αντιπαραθέσεις ιδεών ενίοτε και συγκρούσεις, μιας και το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρυμένο με πάρα πολλούς συμβολισμούς. Οι αντιπαραθέσεις ήταν τέτοιες που οδήγησαν και σε αιματηρές συγκρούσεις. Τόσο στα Ευαγγελικά όσο και στα Ορεστειακά, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είχαμε νεκρούς.

Γράφει ο

Στα 1974 το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε με την απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974, καθώς και με τη σειρά των νομοθετικών μέτρων που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1976) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1982) οι οποίες καθιέρωναν τη χρήση της δημοτικής γλώσσας και την ενίσχυση της διδασκαλίας της.

Από τη γλωσσική μεταρρύθμιση όμως του 1976 επί υπουργείας Γεωργίου Ράλλη έως μεταρρύθμιση του 1992 τα αρχαία διδάσκονταν μόνο στο Λύκειο από το πρωτότυπο. Από το 1992 και εξής, οπότε σταδιακά υπονομεύτηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 που, βάσει επιστημονικών γλωσσολογικών και παιδαγωγικών κριτηρίων, θέσπιζε την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, οι ώρες διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής από το πρωτότυπο συνεχώς αυξάνονται με παράλληλη μείωση των ωρών διδασκαλίας της νέας ελληνικής γλώσσας.

Εκτοτε ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης έρχεται το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Αρκεί έναν άρθρο, μια δήλωση να ενεργοποιήσουν ευαίσθητα αντανακλαστικά και να επανέλθει το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων στην επικαιρότητα συνδεόμενο με την καλή γνώση της γλώσσας αλλά και με τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα το ιστορικό και πολιτισμικό μας παρελθόν.

Αφορμή για τη συζήτηση που άνοιξε στις μέρες μας, η επιστολή 56 καθηγητών πανεπιστημίου, γλωσσολόγων, οι οποίοι επισήμαναν ότι στο Γυμνάσιο η αρχαία ελληνική γλώσσα από το πρωτότυπο διδάσκεται 3 ώρες τη βδομάδα ανά τάξη και 2 ώρες τα αρχαία από μετάφραση, ενώ η νέα ελληνική γλώσσα (μαζί με την παραγωγή κειμένων) μόνο 2 ώρες, και ζητούν να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων από το πρωτότυπο και να αυξηθούν οι ώρες που αφιερώνονται στα νέα ελληνικά. Ακολούθησε και η δήλωση του υπουργού Παιδείας ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση φιλολόγων χαρακτήρισε παρά φύσιν αυτή την κατάσταση.

Αντέδρασαν σε αυτή την πρόταση τόσο η Πανελλήνια Ένωση φιλολόγων όσο και ο Τομέας Κλασικής Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, αλλά και μέρος του Τύπου. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ενεργοποιήθηκαν πάσης φύσεως αντανακλαστικά και σε χώρους που δε θα έπρεπε.

Κι όμως, ο Φίλης είχε δίκαιο. Δεν μπορεί να διδάσκονται τα αρχαία περισσότερες ώρες από τα νέα. Δεν μπορεί να διδάσκονται στο Γυμνάσιο αρχαία από πρωτότυπο. Είναι ολέθριο. Δεύτερον, δε συνδέεται η γλωσσική καλλιέργεια με τη διδασκαλία αρχαίων από το πρωτότυπο. Αυτό η άποψη έρχεται να σκεπάσει την ανάγκη για μια παιδεία που θα καλλιεργεί μια πλούσια προσωπικότητα και θα πλαταίνει το νου. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε ως άτομα αντανακλά το βάθος της σκέψης μας. Οσο ρηχή η σκέψη μας τόσο φτωχή η γλώσσα. Το ζητούμενο μέσα στο σχολείο είναι η σωστή και αποτελεσματική διδασκαλία της σύγχρονης μορφής της γλώσσας που είναι μαζί εργαλείο επικοινωνίας, σκέψης και βίωσης της πραγματικότητας.

Ας το δούμε συγκεκριμένα:

  1. Η γλώσσα και η σκέψη βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση και ακολουθούν παράλληλη πορεία. Καλλιεργώ τη γλώσσα σημαίνει καλλιεργώ τη σκέψη. Καλλιεργώ τη σκέψη σημαίνει βοηθάω τη γλώσσα. Ετσι στο σχολείο η γλώσσα δεν αφορά μόνο το μάθημα της γλώσσας αλλά όλα τα μαθήματα. Επίσης η γλωσσική καλλιέργεια δεν τελειώνει με την ολοκλήρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
  2. Πολλοί βλέπουν μέσω της διδασκαλίας των αρχαίων την επιβεβαίωση της διαχρονικότητας της ελληνικής γλώσσας. Ποιος το αμφισβήτησε αυτό; Η επιβίωση της γλώσσας μας είναι δεδομένη και πάει παρέα με την επιβίωση του φορέα που τη χρησιμοποιεί. Και η νεοελληνική είναι η απόληξη της συνεχιζόμενης εξελεγκτικής πορείας της γλώσσας.
  1. Δεν μαθαίνουμε τη γλώσσα μας γιατί δε διδασκόμαστε αρχαία ή «η ωφέλεια από την ενίσχυση των παρεχόμενων γνώσεων της Αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θα είναι σημαντική στη χρήση της καθομιλουμένης, καθώς αποτελεί καθημερινή πλέον διαπίστωση, η μη ορθή χρήση της γλώσσας, η αδυναμίες στην έκφραση και η λεξιπενία». (Οι λαοί που δεν έχουν αρχαία γλώσσα δεν μπορούν να μάθουν σωστά τη γλώσσα τους;). Οι άλλοι λαοί δεν έχουν πρόβλημα λεξιπενίας; Είναι ελληνικό φαινόμενο; Λάθος. Αφορά όλους τους λαούς και είναι αποτέλεσμα του τρόπου λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Όταν οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι λειτουργικά αναλφάβητοι, τότε δεν είναι να απορεί κανείς για το φαινόμενο της λεξιπενίας. Η ενίσχυση της διδασκαλίας των αρχαίων είναι μέρος του προβλήματος και όχι λύση του. (Οδυρμούς και περισπούδαστες αναλύσεις για λεξιπενία της ελληνικής νεολαίας είχαμε και τις εποχές που τα αρχαία διδάσκονταν στην ελληνική εκπαίδευση) .
  1. Η γνώση και κατοχή των αρχαίων είναι στοιχείο απαραίτητο για τον αρχαιολόγο, για τον φιλόλογο, για τον εξειδικευμένο επιστήμονα, δεν μπορεί όμως αυτό να καλύπτει τη δραστηριότητα όλης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτό αφορά τη μελέτη και την εκμάθηση της γλώσσας και όχι το περιεχόμενο του πολιτισμού μας.
  1. Η μη διδασκαλία των αρχαίων από το πρωτότυπο δε σημαίνει ότι ξεκόβουμε από τις ρίζες μας. Αντίθετα, όταν αφιερωθεί χρόνος στην κατανόηση του Πλάτωνα (από μετάφραση) και όχι στη γραμματική και συντακτική αναγνώριση του πλατωνικού κειμένου τότε καλύτερα ποτίζουμε τις ρίζες μας. Το κέρδος από τη μελέτη των αρχαίων κλασικών μας θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το υποτιθέμενο μεγάλο αλλά στην πραγματικότητα ανύπαρκτο κέρδος από την άμεση επαφή με το αρχαίο κείμενο.
  1. Τέλος, όλη αυτή η αντίληψη και έκφραση περί των αρχαίων είναι ένας ελιτισμός που εγκλωβίζει και αποπροσανατολίζει. Αποσκοπεί σε μια ελιτίστικη διακοσμητική γνώση σε ένα σχολείο που απλά είναι προθάλαμος των ΑΕΙ.

Εχει δίκαιο ο κ. Φίλης… Αυτό όμως αφορά στη γενική θέση ότι δεν μπορεί να διδάσκονται τα αρχαία περισσότερες ώρες από τα νέα ελληνικά. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν πιστεύουμε – περιμένουμε από τον κ. Φίλη μεταρρυθμίσεις που θα θίγουν τα βασικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος