Η φανέρωση του αληθινού Θεού στην Εκκλησία και η διδασκαλία των θρησκειών των ειδώλων στην παιδεία
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής –Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Το πρώτο τροπάριο από τις Καταβασίες των Χριστουγέννων ξυπνάει τις συνειδήσεις από τον λήθαργο της αδιαφορίας ή της απιστίας: «Χριστός γεννάται δοξάσατε Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε». Ο γεννηθείς Χριστός ζητάει από τον άνθρωπο προσωπική συνάντηση, απάντηση και ύψωση.
To Φως της Βηθλεέμ είναι πάλι μπροστά στους πνευματικούς προβληματισμούς του κάθε ανθρώπου και προπαντός του κάθε Χριστιανού και η Εκκλησία ευαγγελίζεται ότι αποτελεί το σωτήριο μήνυμα χαράς και λύτρωσης για την ανθρωπότητα. Τα μεγάλα χριστιανικά γεγονότα που εορτάζει η Εκκλησία είναι εκείνα που φωτίζουν τα υπαρξιακά ερωτήματα του κάθε ανθρώπου, καθώς συνδέονται με τα ποικίλα μυστήρια της ζωής και του θανάτου του, τα «σημεία από τα οποία κρέμεται η κλωστή που μας κρατάει πάνω από την άβυσσο», κατά τον Ελύτη. Το Φως της θείας ενανθρωπήσεως, δεν αποκαλύπτει μόνο το μεγαλείο του Θεού αλλά και το μεγαλείο του ανθρώπου, αφού συμβάλλει στην εσωτερική ανίχνευση και εξιχνίαση του μυστηρίου της ζωής και των αδύτων της ψυχής. Η Γέννηση του θεανθρώπου, επομένως, λειτουργεί ως καθρέπτης, που συμβάλλει στη φανέρωση και οντολογική ερμηνεία της γέννησης, της ύπαρξης και της ζωής του ίδιου του ανθρώπου. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Μέγας Αθανάσιος στον «Περί Ενανθρωπήσεως» Λόγο του ερμηνεύει το γεγονός της Γεννήσεως του θεανθρώπου συνδυάζοντας την αποδοχή αυτού του γεγονότος θεολογικά με την πίστη και την εν γένει πνευματική στάση του ανθρώπου. Ο διά της Γεννήσεως ενανθρωπήσας Θεάνθρωπος, που παραμένει ο αυτός, χθες, σήμερον και εις τους αιώνας, γίνεται άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός.
Τι κάνει όμως ο άνθρωπος; Πώς απαντά σε αυτήν την πνευματική βοήθεια που του προσφέρεται άνωθεν; Το 2016 μ.Χ. «εορτάζονται» τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα, μέσα σε αυτόν τον χρόνο, πραγματοποιήθηκαν στο χώρο της παιδείας δύο ιδιαίτερα αρνητικά γεγονότα, για τα οποία, πέραν της πολιτείας, ευθύνονται και κάποιοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας και κάποιοι θεολόγοι: Το πρώτο αφορά στη στάση που κράτησαν ορισμένοι έναντι της δημιουργίας του Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών εντός της Θεολογικής Σχολής και το δεύτερο στις θέσεις που παίρνουν μπροστά στη θεσμοθέτηση και επιβολή του νέου Προγράμματος Σπουδών, από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας, μέσω του οποίου καθιερώνεται ένα πολυθρησκειακό μάθημα Θρησκευτικών σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής Εκπαίδευσης. Ως προς το πρώτο, σημειώνουμε ότι ποτέ και σε καμιά χριστιανική Θεολογική Σχολή του κόσμου δεν ιδρύθηκε ούτε λειτούργησε Τμήμα Ισλαμικών Σπουδών, επειδή είναι γνωστό σε όλους ότι οι δύο θεολογίες, χριστιανική και ισλαμική, δεν έχουν σχεδόν κανένα κοινό θεολογικό στοιχείο μεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χώρες που διδάσκονται οι οικείες θρησκείες, διότι σε καμιά από αυτές δεν έχει παρατηρηθεί τέτοιο φαινόμενο μείξεως ακαδημαϊκών σπουδών άλλων θρησκειών με τις σπουδές της οικείας θεολογίας. Ως προς τη δεύτερη περίπτωση των Θρησκευτικών, δεν μαρτυρείται ποτέ στην ιστορία της Εκκλησίας κάποιο εγχείρημα ή προσπάθεια ή πρόγραμμα, για να διδάσκονται ορθόδοξα παιδιά την πίστη τους ανακατεμένη, παραποιημένη και διαστρεβλωμένη, σε μορφή συνονθυλεύματος μαζί με άλλα χριστιανικά δόγματα και θρησκείες. Όμως, το 2016, μετά από 180 χρόνια ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής στα σχολεία της (1836-2016), το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, υλοποιεί πρόταση κάποιων «Θεολόγων» για κατάργηση του αμιγούς ορθόδοξου χαρακτήρα των Θρησκευτικών και εισαγωγή ενός πολυθρησκειακού μαθήματος Θρησκευτικών, που εξισώνει και ισοπεδώνει την ορθόδοξη πίστη των παιδιών, αναμειγνύοντάς την, συγκρητιστικά, με τις πίστεις άλλων ομολογιών και θρησκειών. Έτσι, με τα νέα δεδομένα, το μάθημα των Θρησκευτικών λειτουργεί, πλέον, ως ένας διαθρησκειακός πολτός, με πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό και όχι ως ένα μάθημα με χριστιανική και θεολογική κατεύθυνση και περιεχόμενο, προκειμένου να διδάσκει τρόπους σεβασμού και ανεκτικότητας των διαφορετικών, με τελικό σκοπό τη συμβολή του στη δημιουργία και λειτουργία μιας πολυπολιτισμικής και πολυθρησκειακής κοινωνίας. Ωστόσο για τις δύο παραπάνω χριστιανικές παρεκκλίσεις, που είναι σαφές ότι δεν εκφράζουν πιστότητα στην Θεία Γέννηση, υπάρχουν υπεύθυνοι εκ μέρους της Εκκλησίας και της Θεολογίας, οι οποίοι έδρασαν ή ολιγώρησαν εξ αιτίας διαφόρων σκοπιμοτήτων, που ξεκινούν, όπως όλα τα κακά, από την ασέβεια και απιστία έναντι του Ευαγγελίου. Διότι, οι εκκλησιαστικοί και θεολογικοί διάκονοι του Ευαγγελίου έχουν λάβει συγκεκριμένη εντολή από τον ίδιο τον Χριστό, να διδάσκουν και να διαδίδουν μόνον την πίστη στον Τριαδικό Θεό και όχι στοιχεία της πίστης αναμεμειγμένα ισότιμα και ισάξια με άλλες ή όλες τις πίστεις ή θρησκείες – είδωλα. Η εντολή του ήταν σαφής και ξεκάθαρη: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» Μάρκ. 16, 15). Η πρόφαση ότι οι Ισλαμικές Σπουδές γίνονται για λόγους επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας του Κορανίου και του Ισλάμ, είναι απαράδεκτη. Η πρόφαση επίσης ότι η διδασκαλία των Θρησκειών γίνεται με γνωσιολογικό τρόπο είναι επίσης απαράδεκτη και παραπλανητική διότι είναι σαφές ότι γίνεται με βιωματικό και κατηχητικό τρόπο. Η θέση μας εξ αρχής ήταν και είναι ξεκάθαρη: Άλλο είναι η αγάπη, η συμπάθεια, η φιλία, η συνεργασία με ανθρώπους που ανήκουν σε άλλες ομολογίες ή θρησκείες, σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων και άλλο η εκ μέρους Θεολόγων στη Θεολογική Σχολή ή στο σχολείο διδασκαλία, διάδοση και κατήχηση των ορθοδόξων μαθητών στις αξίες και τα πρότυπα μιας ή περισσοτέρων θρησκειών. Η διδασκαλία και η παρότρυνση των Ορθοδόξων μαθητών ή φοιτητών να εμπεδώσουν και να οικειοποιηθούν το πνεύμα άλλων θρησκειών, αποτελεί ασέβεια, απομάκρυνση, αμφισβήτηση και περιφρόνηση της οικείας Αποκαλυπτικής πίστεως στον Ιησού Χριστό, γεγονός που προκαλεί πνευματικό αποπροσανατολισμό και σύγχυση στα νέα μέλη της Εκκλησίας. Το γεγονός ότι ολιγώρησαν και δεν αντέδρασαν ορθοδόξως εκείνοι που έπρεπε, την ώρα που έπρεπε, αφενός, θα καταγραφεί αρνητικά στην Ιστορία της τοπικής Εκκλησίας και Θεολογίας και, αφετέρου, θα προκαλέσει ανυπολόγιστο πνευματικό κόστος στους νέους μας.
Ο Μέγας Αθανάσιος, στον Επίλογο του Λόγου του, «Κατά Ειδώλων» αναφέρει για τους ανθρώπους που αναζητούν την αλήθεια στις θρησκείες ότι είναι «άνθρωποι παράφρονες», που εγκαταλείπουν την προς τον Θεό «γνώσιν και ευσέβειαν». Στο Προοίμιο επίσης του «Περί Ενανθρωπήσεως» Λόγου του, αναφερόμενος στη στάση των Χριστιανών έναντι των θρησκειών θεωρεί τις θρησκείες πλάνη και ειδωλολατρική δεισιδαιμονία, τονίζοντας ότι «εκ κακίας οι άνθρωποι εαυτοίς την προς τα είδωλα θρησκείαν επινόησαν». Οι θρησκείες των ειδώλων, με τις οποίες δέχονται ορισμένοι κληρικοί ή λαϊκοί, να εξισώνουν την ορθόδοξη πίστη, δεν αποτελούν μια απτή πραγματικότητα, αλλά μια εξ αρχής ανθρώπινη επινόηση ή φαντασίωση. Ο αληθινός Θεός γεννήθηκε και γεννάται και φανερώνεται σε μας ως αληθινός άνθρωπος, παραμένοντας ταυτόχρονα αληθινός Θεός, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν και να μπορέσει να ενωθεί χαρισματικά με τον Θεό. Αυτή η πίστη και η αλήθεια, ως πολύτιμος μαργαρίτης και ως δυνατότητα μοναδικής και αληθινής σωτηρίας για τον άνθρωπο, αφορά και απευθύνεται σε ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας, μικρούς και μεγάλους. Δεν μπορεί να κρύβεται ή να αμαυρώνεται ή να αναμειγνύεται με άλλες θρησκευτικές πίστεις, από αντορθόδοξες ενέργειες των υπευθύνων της Παιδείας, με τη φανερή ή σιωπηλή συναίνεση κάποιων υπευθύνων ποιμένων και «θεολόγων», στο όνομα διαφόρων προφάσεων ή αντιφάσεων ή παραφράσεων ή συμφερόντων. Οι Συνοδικές αποφάσεις τριών Συνόδων της Εκκλησίας κατά 2016 για το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι ιστορικές και είναι ανάγκη να φανερωθούν προς όλους και να γίνουν σεβαστές από όλους.
«Ορθόδοξη Αλήθεια» 04-01-2017