H εξ Αρχιερέων συγκροτηθείσα από την Ιερά Σύνοδο Επιτροπή διαλόγου με το Υπουργείο και η ευθύνη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας για το μέλλον του Ορθόδοξου Μαθήματος των Θρησκευτικών
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Σύμφωνα με το Δελτίο Τύπου της Εκκλησίας (09-02-2017), «η Τριμελής εξ Αρχιερέων Επιτροπή επί του ζητήματος της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών,
η οποία αποτελείται από τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαο και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, ενημέρωσε τη Δ.Ι.Σ. για την πορεία των εργασιών της. Η Επιτροπή, έχοντας την εξουσιοδότηση της Ιεράς Συνόδου, συνεχίζει τις εργασίες της μέχρι να καταλήξει στα τελικά συμπεράσματα, τα οποία και θα υποβάλει προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας». Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουμε, κείμενο που συντάχτηκε από την Επιτροπή, ήδη παραδόθηκε εκ μέρους της Επιτροπής στον Υπουργό Παιδείας, με συγκεκριμένες προτάσεις, πριν καν να φτάσει στη Σύνοδο της Ιεραρχίας για να εγκριθεί. Μερικές από τις θέσεις και τις προτάσεις του κειμένου, μάλιστα, φανερώνουν υποχωρήσεις ή συμβιβασμούς της Εκκλησίας έναντι των νέων Προγραμμάτων, για τα οποία έχει εκφραστεί ισχυρότατη και εμπεριστατωμένη επιστημονική και θεολογική κριτική είτε με τις έως τώρα συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας είτε με τις δημόσιες δηλώσεις του ίδιου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου στην ιστορική του Επιστολή προς τον Πρωθυπουργό και τους Αρχηγούς των Πολιτικών Κομμάτων τον Σεπτέμβριο του 2016 είτε με τα χιλιάδες επιστημονικά και θεολογικά κείμενα που έχουν έως τώρα δημοσιευθεί. Από όσα μαθαίνουμε, μάλιστα, το κείμενο αυτό, που παραδόθηκε ήδη στον Υπουργό είναι πολύ γενικό, αόριστο και άνευρο και περιλαμβάνει ελάχιστες κριτικές παρατηρήσεις για τα νέα Προγράμματα. Η τριμελής εξ Αρχιερέων Επιτροπή φαίνεται ότι δεν διαφωνεί με την πολυθρησκειακή δομή των νέων Προγραμμάτων, τα βρίσκει με πολλά θετικά στοιχεία και βελτιώσιμα, αντίθετα με όλους όσους έως τώρα έκριναν και κρίνουν ότι όντως αποδομούν την ορθόδοξη παράδοση και προάγουν τον συγκρητισμό, τη σύγχυση και την αλλοίωση της πίστεως. Οι προτάσεις αυτές στον Υπουργό, αν είναι έτσι, είναι άκρως απαισιόδοξες και απογοητευτικές για τις εξελίξεις ως προς το μάθημα των Θρησκευτικών. Με βάση τις πληροφορίες που έχουμε για το ως άνω κείμενο της αρμόδιας Επιτροπής, σημειώνουμε, με σεβασμό πάντοτε στα πρόσωπα, κάποιες παρατηρήσεις μια και γνωρίζουμε, τις παιδαγωγικές και θεολογικές συνέπειες που μπορούν να προκαλέσει στις ψυχές των παιδιών ο πολυθρησκειακός πολτός που τους προσφέρεται με τα νέα Προγράμματα:
1) Η αρμόδια Επιτροπή φαίνεται ότι αφίσταται του δικαιώματος της Εκκλησίας να συν – εργάζεται σε ισότιμη βάση μετά της Πολιτείας για τη χριστιανική αγωγή της νεότητας, όταν ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ης Ελλάδος (Νόμος 590/1977, άρθρ.2) αναφέρει ρητά, ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της Χριστιανικής αγωγής της νεότητος». Αυτό μάλιστα συμβαίνει, όταν άλλες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας έχουν κατορθώσει να απολαμβάνουν πλήρως -και με ακόμη περισσότερες παραχωρήσεις από την πολιτεία- αυτού του δικαιώματος.
2) Η ως άνω σεβαστή Επιτροπή, φαίνεται πως δεν γνωρίζει καλώς τα εκ των πραγμάτων πολυδαίδαλα Προγράμματα και δεν έχει λάβει υπόψη και ούτε την προέλευσή τους ούτε όμως την εχθρική εναντίον της χριστιανικής πίστεως σκοπιμότητά τους, ως πολυθρησκειακού πολτού που δηλητηριάζει την νεότητα, υποτιμώντας, έτσι, την αποδομητική για τα μέλη της Εκκλησίας αποτελεσματικότητά τους. Έτσι, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιεί, φαίνεται να ακολουθεί τη γραμμή του Υπουργείου και του ΙΕΠ, όταν έχει αποδειχθεί ότι και οι δύο αυτοί φορείς ακολουθούν πιστά, ως προς τη δόμηση των Προγραμμάτων για τα Θρησκευτικά, τη δομή και τους στόχους του διαθρησκειακού Προγράμματος της νεοβουδιστικής Arigatou.
3) Δεν χειρίζεται επίσης η Επιτροπή, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δημιουργικά για την Εκκλησία, την απόφαση που έχει ληφθεί μεταξύ Αρχιεπισκόπου και Πρωθυπουργού για άμεσο διάλογο μεταξύ Εκκλησίας – Υπουργείου και για αξιολόγηση του νέου Προγράμματος μετά από εμπλουτισμό της Επιτροπής με ειδήμονες. Έτσι, η Επιτροπή αφενός εμπλούτισε τον εαυτό της με ελάχιστους ειδήμονες και πολλούς μη ειδήμονες αφετέρου δεν πίεσε την Πολιτεία για διάλογο Εκκλησίας – Πολιτείας που θα είχε ως θέμα μια εκ βάθρων αληθινή και κρίσιμη αξιολόγηση του Προγράμματος. Από την άλλη πλευρά, το Υπουργείο και το ΙΕΠ, βλέποντας το χλιαρό ενδιαφέρον της Εκκλησίας, φροντίζουν, σύμφωνα με αλλεπάλληλες ανακοινώσεις που δημοσιεύουν, να προχωρούν ακάθεκτοι, αποφασίζοντας μονομερώς για συγγραφή ποολυθρησκειακών βιβλίων. Η εξ Αρχιερέων Επιτροπή, το μόνο που φαίνεται να έχει κάνει είναι ότι επέδωσε στον Υπουργό το μη εγκεκριμένο από την Ιεραρχία κείμενό της, με το οποίο, όχι απλώς εγκρίνει τα Προγράμματα, με κάποιες ασήμαντες μικροαλλαγές που προτείνει, που δεν αλλάζουν την πολυθρησκειακή δομή και τα αποδομητικά τους αποτελέσματα, αλλά και επικροτεί τόσο την απόφαση του Υπουργείου για άμεση συγγραφή νέων βιβλίων ή φακέλων όσο και την απόφαση για υποχρεωτική επιμόρφωση των Θεολόγων για να μπορούν να διδάσκουν πιο καλά τις δύσκολες γι αυτούς πολυθρησκειακές ενότητες!!
4) Το κείμενο της Επιτροπής, κατά πληροφορίες, δεν αναφέρει σχεδόν τίποτα από τα θεολογικά και παιδαγωγικά επιχειρήματα που εμπεριείχε η Επιστολή προς τον Πρωθυπουργό του Αρχιεπισκόπου, τίποτα από τις εμπεριστατωμένες αποφάσεις των τριών Συνόδων που προαναφέραμε, τίποτα από τις χιλιάδες χριστιανοπαιδαγωγικές κριτικές, που έχουν ασκηθεί έως τώρα στα Προγράμματα. Είναι, από ό, τι μαθαίνουμε, ένα κείμενο συμβιβαστικό, που σχεδόν εξαγιάζει και εξαγνίζει τα νέα Προγράμματα, προτείνοντας απλώς κάποιες βελτιώσεις!
Και τα καυτά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: Μπορεί άραγε να συμφωνήσει η Εκκλησία μας να διδάσκονται τα Ορθόδοξα Παιδιά ένα πολυθρησκειακό Πρόγραμμα; Μπορεί να ρυθμίζεται η χριστιανική αγωγή όχι από την Εκκλησία, αλλά από την νεοβουδιστική ΜΚΟ Arigatou, τη διδασκαλία της οποίας η ίδια η Εκκλησία προσφάτως καταδίκασε; Είναι δυνατόν άλλες θρησκευτικές κοινότητες στη χώρα να πετυχαίνουν, διά των εκπροσώπων τους, να έχουν τα παιδιά τους μάθημα θρησκευτικών, που να περιλαμβάνει μόνον και αποκλειστικά τη διδασκαλία της δικής τους πίστης και να παραχωρείται από την επικρατούσα θρησκεία την Ορθόδοξη Εκκλησία στο Υπουργείο Παιδείας και στο ΙΕΠ η δυνατότητα να δηλητηριάζουν τα ορθόδοξα Παιδιά -και μόνον αυτά- με τα απαράδεκτα και επικίνδυνα πολυθρησκειακά και διαθρησκειακά νεοβουδιστικά Προγράμματα; Είναι δυνατό να δέχεται ο οποιοσδήποτε Χριστιανός τα προπαγανδιστικά ψεύδη του ΙΕΠ ότι αυτά τα εμφανώς διακρινόμενα από τον κάθε έναν πολυθρησκειακά εκτρώματα είναι Ορθόδοξα; Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η σεπτή Σύνοδος της Ιεραρχίας του Μαρτίου του 2017 αναλαμβάνει τεράστια ιστορική ευθύνη, αν επιτρέψει να μετατραπεί η έως τώρα από το 1836 επικρατούσα ορθόδοξη διδασκαλία στα σχολεία της Ελλάδας σε πολυθρησκειακή. Οι Θεολόγοι στη μεγάλη τους πλειονοψηφία, με νύχια και με δόντια, δεν εφαρμόζουν τα νέα Προγράμματα και συνεχίζουν ηρωϊκά να διδάσκουν την ορθόδοξη πίστη στα σχολεία. Όλοι αναμένουν να σταθεί και η Σύνοδος της Ιεραρχίας μας καλώς και στο ύψος των περιστάσεων, ορθοτομώντας τον Λόγο της αληθείας, όπως έκανε και τον Μάρτιο του 2016, γνωρίζοντας ότι έχει αναλάβει πλέον την ευθύνη έναντι του Θεού και του ορθόδοξου ελληνικού λαού, είτε να διατηρηθεί ο ορθόδοξος χαρακτήρας και το ορθόδοξο περιεχόμενο του Μαθήματος, χωρίς αναμείξεις και πολτοποιήσεις με θρησκείες και φιλοσοφικές θεωρίες είτε να το εγκαταλείψει στο έλεος της Arigatou και των μελών που την εκπροσωπούν. Διότι ποτέ έως τώρα στην Ιστορία της δεν έχει δεχθεί η Εκκλησία, να διδάσκονται τα μέλη της, μικροί ή μεγάλοι, πολυθρησκειακή διδασκαλία, εμμένοντας στα όρια και στους όρους της μίας αγίας ορθόδοξης πίστεως για μια αγωγή της νεότητας, εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Η Ιεραρχία γνωρίζει, όπως και όλοι οι Θεολόγοι, οι κληρικοί και πολλοί Χριστιανοί, τον λυσσαλέο και πεισματώδη αγώνα που κάνουν από το 2011, ορισμένοι, κυρίως Θεολόγοι σε διατεταγμένη υπηρεσία και σε αγαστή συμμαχία και εμπλοκή με την εξουσία, τους άθεους και τους διάφορους εχθρούς της Εκκλησίας για να εφαρμοστούν αυτά τα διαθρησκειακά Προγράμματα της Arigatou.
Αν η Ιεραρχία, τελικά, αποφασίσει να αναιρέσει τον ορθόδοξο εαυτό της, τις αποφάσεις της και όσα έχει ορθοτομήσει πρόσφατα ο ίδιος ο Μακαριώτατος Πρόεδρός της για τα νέα Προγράμματα και συμφωνήσει ή συμβιβαστεί με αυτήν την ομάδα και την Πολιτεία να εφαρμοστούν τα Προγράμματα της Arigatou, τότε να είναι βέβαιη ότι θα έχει και την ευθύνη μιας βαριάς πνευματικής καταστροφής, που θα επηρεάσει θανάσιμα το χριστιανικό μέλλον της χώρας και θα καταγραφεί αρνητικά στην τοπική μας Εκκλησιαστική Ιστορία.
____________________
Μέλη της εξ΄ Αρχιερέων Επιτροπής επικοινώνησαν με τον συγγραφέα του άρθρου και τον πληροφόρησαν ότι το κείμενο αυτό δεν παραδόθηκε τελικά στον Υπουργό Παιδείας, αλλά αποτελεί το κείμενο της Επιτροπής που απευθύνεται, μέσω της ΔΙΣ, προς τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία και θα αποφασίσει επ’ αυτού.