Παναγούδα
«ΟΜΟΦΩΝΙΑ» ΚΑΙ «ΑΥΘΕΝΤΙΑ»
ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
τοερομονάχου ρσενίου, Γέροντος . Κελλίου «Παναγούδα»
(. Μ. Κουτλουμουσίου) καί τς συνοδείας
Α Μέ μεγάλη χαρά καί ἀνακούφισι εἴχαμε πληροφορηθῆ ὅτι εἶχε συμφωνηθῆ ὥστε οἱ ἀποφάσεις τῆς μελλούσης νά συγκληθῇ Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θα ελαμβάνοντο μέ μοφωνίαν.
Αὐτό μᾶς εἶχε διασκεδάσει τούς φόβους καί τίς ἀνησυχίες –πού εὐλόγως μέχρι τότε ὑπῆρχαν– ὅτι, δηλαδή, αὐτά πού θά ἀποφασισθοῦν πιθανότατα θά παρεκκλίνουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν καί παράδοσιν. Διότι, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχομε ὄχι μόνον ἕναν ἀλλά ἀρκετούς Ἱεράρχες, πού δέν εἶναι μόνον «θρόνων διάδοχοι» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί τῶν «τρόπων (αὐτῶν) μέτοχοι».
Ὅταν, ὅμως, προσφάτως ἀνεγνώσαμε μερικά Προσυνοδικά κείμενα –πού ὕστερα ἀπό πιέσεις τελικῶς δημοσιοποιήθηκαν– ἡ χαρά μας μετεβλήθη σέ βαθύτατη θλῖψιν καί ἱεράν ἀγανάκτησιν, διότι διεπιστώσαμε ὅτι ἡ συμφωνηθεῖσα ὁμοφωνία ἦταν ροςκενός περιεχομένου, κατεφημισμόν καί ὑπενθυμίζων τήν «νέαν γλῶσσαν» τῆς Νέας Ἐποχῆς πού προσδίδει στίς λέξεις τό ἀντίθετον νόημα (πρβλ. «ἀντιρρατσιστικός» νόμος).
Συγκεκριμένως ἐπισημαίνομε –ἀφήνοντας ἀσχολίαστη τήν καιριωτάτην ἀσυνέπειαν τῆς μέ πᾶσαν μυστικότηταδιαμορφώσεως τῶν κειμένων νευτςγκρίσεώςτουςπότντοπικνεραρχιν– ὅτι βάσει τοῦ «Κανονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»:
1. Κωλύεταισυμμετοχή πάντωντν ἐπιθυμούντων καί δυναμένων νά συμμετάσχουν πισκόπων, παραβιαζομένης πανηγυρικῶς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἐν προκειμένῳ.
2. Ὁρίζεται συγκεκριμένος νώτατοςριθμόςπισκόπων (25), διά τῶν ὁποίων θά ἐκπροσωπῆται ἑκάστη Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία (Μέ ποῖα ἆραγε κριτήρια θά ἐπιλεγοῦν;…)
3. Στήν τελική ψηφοφορίαν οπίσκοποιδένθάχουνψφον (!), ἀλλά μόνον οἱ Ἐκκλησίες.
4. Ἡ ψῆφος ἑκάστης Ἐκκλησίας ἐξάγεται βάσει τῆς ἀρχῆς τς πλειονοψηφίαςκαίχιτςμοφωνίας!
Συμφώνως δέ μέ τήν ρμηνείαντς «μοφωνίας» στήν Εἰσήγησιν τοῦ ΟκουμενικοΠατριάρχου στήν Σύναξιν τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη, ἀκόμη καί ρνητικήψφος μιᾶς ἤ περισσοτέρων Ἐκκλησιῶν –ὅπως καί ἡ λόγῳ διαφωνίας ποχώρησίς τους ἐκ τῆς Συνόδου– οδόλωςθίγειτήν «μοφωνίαν» τςποφάσεως! Οἱ Ἐκκλησίες πού διαφωνοῦν ἔχουν μόνον τήν δυνατότητα νά καταχωρήσουν τήν διαφωνίαν τους στά Πρακτικά, ἀλλά ποχρεονταινά προσυπογράψουντήνπόφασιν πρόςτήνποίανδιαφωνον!!! Ἔτσι, φυσικά, δέν θά εἶναι δύσκολον νά ἐπιτευχθῇ τοιαύτη «μοφωνία» πίποιασδήποτεποφάσεως.
Καί ἄν μέν οἱ ἀποφάσεις ἀφοροῦν δευτερεύοντα καί τριτεύοντα θέματα, μικρόν τό κακόν. Ὅταν, ὅμως ἔχωμε θέματα πίστεως «ἔνθα Θεός τό κινδυνευόμενον», τό νάποχρεοταιμίακκλησίανάπογράψτήναρεσιν (!), αὐτό εἶναι φοβερόν καί ἀνήκουστον.
Ἄν ἴσχυαν αὐτά, γιοςΜρκοςΕγενικός, ἀφοῦ ὡμολογοῦσε στά Πρακτικά τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, θάπέγραφε τελικῶς τήν Ἕνωσιν. Τότε, ὁ Πάπας Εὐγένιος θά πανηγύριζε καί δέν θά ἀναφωνοῦσε ἀπηλπισμένος τό «Λοιπόν, πεποιήκαμεν οὐδέν», καί σήμερα –κατά ἄνθρωπον ὁμιλοῦντες– θά ἤμαστε Οὐνῖτες. Ἄν ἴσχυαν αὐτά, οἱ πιεσθέντες καί ὑπογράψαντες ἐπίσκοποι, μετά τήν ἐπιστροφήν τους στήν Κωνσταντινούπολιν, δέν θά ἐκραύγαζαν μετανοοῦντες καί δακρύοντες τό: «Ἡ δεξιά αὕτη ὑπέγραψεν· ἐκκοπήτω».
Β Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, θεωροῦμεν ὅτι ὑπερβαίνει πάντα χαρακτηρισμόν ἡ προσπάθεια νά περιβληθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς τοιαύτης Συνόδου τόκροςκαίτήναθεντίαντορθοδόξουσυνοδικοσυστήματος καί, μάλιστα, κτόξευσιςπειλν σέ ὅσους δέν ὑπακούσουν ἀπροϋπόθετα σ᾽ αὐτές (Βλ. Προαναφερθεῖσαν εἰσήγησιν τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου καί τό κείμενον: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον»).
Φυσικά, καί τό συνοδικόνσύστημα, «μηχανιστικά» (κατά τόν εὔστοχον χαρακτηρισμόν τοῦ Καθηγητοῦ κ. Δ. Τσελεγγίδη) ἐφαρμοζόμενον, δένρθοτομεπροϋπόθετατόνλόγοντςληθείας. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό «ἀλάθητο» εἶναι παραπλήσιον μέ τό «ἀλάθητο» τοῦ Πάπα, ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ἁπλῶς εἶναι πιό δημοκρατικό, ἀλλ᾽ ὄχι Ἁγιοπνευματικό. [Εὐνόητον εἶναι ὅτι ο προαναφερθέντεςσχεδιασμοί, ἐφ᾽ ὅσον τελικῶς ἰσχύσουν στήν μέλλουσα Σύνοδον, δέν ἔχουν καμμίανσχέσινμέτόνσυνοδικόθεσμό, οτεκν «μηχανιστικά» νοούμενον].
Θά παραθέσωμε σχετικῶς δύο χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν διδασκαλίαν τοῦ ΓέροντοςΣωφρονίου (Σαχάρωφ), ἡ ὁποία, φυσικά, ταυτίζεται καί συνοψίζει τήν διδασκαλίαν καί τήν πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος διαχρονικά. Ἐπελέξαμε τόν Γέροντα Σωφρόνιον γιά πολλούς λόγους. Καί διότι, ὡς σύγχρονος, ἐγνώριζε τούς περί τήν μέλλουσαν ταύτην Σύνοδον προβληματισμούς, καί ὡς ἄκρως πεπαιδευμένον, καί διότι οὐδείς δύναται νά τόν κατηγορήσῃ ὡς φανατικόν ἤ ὡς ἀντιπατριαρχικόν –ἄν καί Ρῶσσος, ὑπήγαγε τό Μοναστήριόν του στό Ἔσσεξ ὑπό τήν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου–, καί, τό κυριώτερον, ὡς Πνευματοφόρον καί ὁμιλοῦντα ἐκ τῶν θείων αὐτοῦ ἐμπειριῶν καί ὄχι στοχαστικῶς ἐκ τῆς διανοίας του.
α Στό πρτοπόσπασμα, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχῃ ἐπισημάνει ὅτι τά μέλη τῶν Συνόδων πρέπει νά εἶναι ἐκπαιδευμένα στήν ἀρετήν τῆς πακος καί νά παραμένουν σέ διάλειπτηνοερά προσευχή, ἡ ὁποία θά τούς πληροφορῇ «πότεκαίσέ ποιόνμιλετόΠνεματόγιον», διάνάπακούσουνσατόν, χωρίςνάπηρεάζωνταιπότήνεραρχικήνθέσιντνσυνοδικν –καθόσον «Τό Πνεῦμα Αὐτό ὅπου θέλει πνεῖ (Ἰωάν. 3, 8), χωρίς ὁπωσδήποτε νά ὑπολογίζει τήν ἱεραρχική θέση τῶν συνοδικῶν»–, στήν συνέχεια φανερώνει τό μυστήριον τῆς ἀληθοῦς καί ὄντως ἀλαθήτου Συνόδου: «καθέναςπόκείνους, στούςποίουςποκαλύπτεταικατάτήννέργειάΤουτόΠνεματςληθείας, κφράζειτήνλήθειαμέταπείνωση, καίλοιμέτήνχαράτο πνεύματόςτουςτήνποδέχονται». Καί ἀμέσως κατωτέρω συμπεραίνει ὠμά καί ἀπερίφραστα: «τανδένπάρχουντάσημεαατά, γίαΣύνοδοςμετατρέπεταισέσύλλογομάδαεδικνδιεκπεραιωτνπαγγελματινθεολόγων, χωρίςνάπάρχειδυνατότηταξόδου ἀπό τό ἐπίπεδον τῶν ἀνθρώπινων εἰκασιῶν». («Τό μυστήριον τῆς χριστιανικῆς ζωῆς», σσ. 32-33).
Χρειάζεται κάποιο σχόλιον;
βΣτό δεύτεροπόσπασμα ἀναφέρεται στό Filioque καί στήν προσωπικήτουρνησινάσυμφωνήσμέατό «στωκαίνλοιοπίσκοποιτοκόσμουσυναχθονσέκάποιαΟκουμενικήΣύνοδοκαίποστηρίξουντόδόγμαατότορωμαιοκαθολικισμο». Νομίζω, ὅμως, ὅτι ἀξίζει νά παρατεθῇ ὁλόκληρο τό σχετικό ἀπόσπασμα αὐτούσιο, δεδομένης καί τῆς βαρύτητος τοῦ σχολιαζομένου θέματος (filioque) γιά τίς διαχριστιανικές σχέσεις, μέ τίς ὁποῖες θά ἀσχοληθῇ ἡ Σύνοδος «Γιά νά ἀπομακρύνουμε μέ ριζικό τρόπο ἀπό τό Σύμβολο τῆς πίστεώς μας τή διφορούμενη ἔννοια τοῦ Filioque (καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ), ρνούμαστεκατηγορηματικάνάδεχθομεστόΣύμβολοτόνροατό. Δένμςχρειάζονταιο ποικίλεςρμηνεες, πούπαλύνουντόνόηματορουατο. Ὁ ὅρος αὐτός, οὕτως ἤ ἄλλως, ἐπιστρέφει τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου στό ἴδιο βασικό λάθος τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, δηλαδή στήν ἀναγνώριση ὑπεροχῆς τοῦ ἀπροσώπου (ὑπερπροσωπικοῦ) γενικοῦ ἐπάνω στό προσωπικό, τό μερικό.
» Γιά μένα προσωπικά, αὐτό ἔχει τόσο σπουδαία σημασία, ὥστε νάμήβλέπωτόναυτόμουσέθέσηνάσυμφωνεμέτό Filioque, στωκαίνλοιοπίσκοποιτοκόσμουσυναχθονσέκάποιαΟκουμενικήΣύνοδοκαίποστηρίξουντόδόγμαατότορωμαιοκαθολικισμο.
» Ἔξω ἀπό τό δόγμα τοῦ Filioque, δηλαδή μέ τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς Θεότητος, καί συνεπῶς καί τή θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου (ἀνθρωπολογία), εναιδύνατοννάδιανοηθομετόδόγματολάθητουτοΠάπατςΡώμης. Τό δόγμα αὐτό ἀπό μόνο του ὁδηγεῖ τόν Χριστιανισμό τόσο μακριά ἀπό τόν αὐθεντικό χαρακτήρα καί τό νόημά του, ὥστε ἁπλῶς νάμήνμπορνάναγνωρίσωοτεΧριστόοτενθρωποστόνρωμαιοκαθολικισμό. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι καί ἐξωτερικά ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου τους τόσο διαφέρει ἀπό τήν ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου ἀνθρώπου». (ἔνθ᾽ ἀν., σσ. 143-144).
Βάσει τῶν ἀνωτέρω –τά ὁποῖα καί ἐκφράζουν τήν πίστιν, τήν διδασκαλίαν καί τήν δισχιλιετῆ πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας– εἶναι διανόητοννά διακηρύττεται κτν προτέρων καί προϋπόθετααθεντίακαίτόλάθητοντςμελλούσηςΣυνόδου, καί νά ἐκσφενδονίζωνται πειλαίκαθσωντυχόνδένθάσυμφωνήσουν.
Ἄν ἴσχυε τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, θά ἔπρεπε νά ἐθεωρούσαμε ςΟκουμενικές πλεῖστες ὅσες Συνόδους, τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε ςΑρετικές, Ψευδοσυνόδους, Ληστρικές κ.τ.ὅ. [Λ.χ.: τήν «Ληστρικήν» ἐν Ἐφέσῳ (449) τήν ἐν Λυών (1274), τήν ἐν Φερράρᾳ-Φλωρεντίᾳ (1438-1440) κ.ἄ.π.]· καί, κατά συνέπειαν, πλείστους ὅσους γίουςΜάρτυραςκαίμολογητάς (Λ.χ.: τόν Ἅγιον Φλαβιανόν Κωνσταντινουπόλεως, τούς ἐπί Βέκκου μαρτυρήσαντας Ἁγιορεῖτας Πατέρας, τόν Ἅγιον Μᾶρκον τόν Εὐγενικόν κ.ἄ.π.) θά ἔπρεπε νά τούς θεωρούσαμε ςναθεματισμένουςαρετικούς, ἐπειδή ἀνυπάκουσαν στίς δῆθεν Οἰκουμενικές Συνόδους.
Ἐν ἀντιθέσει πρός τά προσυνοδικά κείμενα, στήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας μας, νακήρυξιςμιςΣυνόδουςΟκουμενικςγίνεταικτνστέρων(συνήθως ὑπό τῆς ἑπομένης Συνόδου), ἀφοῦ, δηλαδή, γίνῃ ποδεκτήπότήνσυνείδησιντοεσεβος πληρώματος.
Λίαν ἀποκαλυπτική διά τόν καθοριστικόν αὐτόν ρόλον τοῦ πληρώματος στόν Συνοδικόν θεσμόν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ γνωστή γκύκλιοςτντεσσάρωνΠατριαρχν (1848), ἀπαντητική πρός τόν πάπα Πῖον τόν Θ´, πού μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: «Παρ᾽ ἡμῖνοτεΠατριάρχαιοτεΣύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι περασπιστήςτςθρησκείαςστίνατότόσματςκκλησίας, ἤτοι ατόςλαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Εἶναι χαρακτηριστική καί ἀναντίρρητος ἡ μαρτυρία αὐτή, διότι δέν προέρχεταιπόστόματαλαϊκνμοναχν, πού ἐνδεχομένως ἦταν δυνατόν νά κατηγορηθοῦν ὅτι διεκδικοῦν καί σφετερίζονται ξένα δικαιώματα, λλάπότάστόματαΠατριαρχν –καί μάλιστα πότήνΣύνοδονκαίτντεσσάρωνρθοδόξωνΠατριαρχν– πού ὁμολογοῦν ἀπερίφραστα τά ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἰσχύοντα, χωρίς νά θεωροῦν ὅτι δι᾽ αὐτῶν περιορίζουν τήν δικαιοδοσίαν τους, ἀλλ᾽ ὄντες βέβαιοι ὅτι καταθέτουν αὐθεντικά τήν Ὀρθόδοξον πραγματικότητα.