Στη χθεσινή συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με θέμα τις προτεινόμενες αλλαγές στο Λύκειο τοποθετήθηκε εκ μέρους της ΟΙΕΛΕ ο Γ.Γ. της Ομοσπονδίας Γ. Χριστόπουλος.

Ακολουθεί το κείμενο της τοποθέτησης.

Εμείς στην Ομοσπονδία μελετήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τις προτάσεις του ΙΕΠ. Σήμερα καταθέτουμε τις θέσεις μας, οι οποίες είναι προϊόν μακράς επεξεργασίας στο Κλαδικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο. Είναι θέσεις, οι οποίες έχουν συζητηθεί σε διάλογο με εκπαιδευτικούς, έχουν προκύψει από πρωτογενείς έρευνες και έχουν ψηφιστεί στα συνέδρια της Ομοσπονδίας, όμως για την τελική μας πρόταση επιφυλασσόμαστε, όταν ακούσουμε τις θέσεις όλων των εμπλεκομένων σε αυτό το διάλογο, που ελπίζουμε να είναι εποικοδομητικός, για να τις καταθέσουμε, να τις εμπλουτίσουμε και εμείς, βάσει αυτών που θα ακουστούν.

Η ΟΙΕΛΕ διαχρονικά καλωσορίζει κάθε προσπάθεια διαλόγου για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, αρκεί η πρόθεση για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις να μην είναι, ως είθισται, επικοινωνιακές και προσχηματικές, αλλά ειλικρινείς και ουσιαστικές.

Οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών, ως μαχόμενοι δάσκαλοι, δεν είναι αποκομμένοι από το εκπαιδευτικό σώμα – δυστυχώς το ακούσαμε αυτό από κάποιους εκπροσώπους εδώ – αλλά γνωρίζουν σε βάθος τα προβλήματα και τις προκλήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης, αλλά και την καθημερινότητα στις σχολικές μονάδες.

Η ΟΙΕΛΕ έχει σταθερή δημιουργική παρουσία στο δημόσιο διάλογο για θέματα παιδείας και στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και στο Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του ΕΣΥΠ και στις Επιτροπές Εθνικού Διαλόγου του Υπουργείου Παιδείας. Οι θέσεις της, οι οποίες προκύπτουν από μια σταθερή και γόνιμη συνεργασία με το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ εδράζονται στην επεξεργασία των στοιχείων εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών, για την εκπαίδευση, αλλά και σε πρωτογενείς έρευνες, που έχουμε διενεργήσει.

Θεωρούμε, αυτή είναι βασική μας θέση, ότι η επιστημονική τεκμηρίωση και δόμηση του συνδικαλιστικού λόγου διεύρυνε σημαντικά την αποτελεσματικότητα της συνδικαλιστικής παρέμβασης.

Αναφορικά με την ανακοίνωση της πρόθεσης του Υπουργείου Παιδείας να θέσει προτεραιότητες αλλαγών για την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ειδικότερα για το γενικό λύκειο, αλλά και το σύστημα πρόσβασης, θα πρέπει να σημειώσουμε σε πρώτη φάση τα ακόλουθα.

Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ενιαίο, επομένως θα ήταν θεμιτό να γίνει ένας παράλληλος διάλογος για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, έτσι ώστε μια μεταρρύθμιση να αναπτυχθεί οργανικά και να αγκαλιάζει όλη την τυπική εκπαίδευση.

Θεωρούμε σημαντική την προτεινόμενη επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμφωνούμε σε αυτό και με τα υπόλοιπα συνδικάτα της εκπαίδευσης, μια επέκταση, που θα πρέπει να γίνει και προς τα πάνω, αλλά και προς τα κάτω, καλύπτοντας την προσχολική ηλικία, γιατί όπως λένε όλοι κοινωνικοί επιστήμονες, οι επιστήμονες αγωγής, τα κρίσιμα χρόνια για την ανάπτυξη του παιδιού είναι τα πρώτα πέντε χρόνια, έτσι ώστε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και από τη ρίζα τις κοινωνικές και τις εκπαιδευτικές ανισότητες.

Το θέμα του γενικού λυκείου δεν πρέπει να απομονώνεται, αλλά να συζητείται παράλληλα και κατ’ ισοτιμία με το επαγγελματικό λύκειο. Η μεταρρύθμιση του λυκείου έχει τρεις βασικές δυναμικές διαστάσεις, τις οποίες θα αναλύσουμε.

Δομή και λειτουργία.

Περιεχόμενο σπουδών.

Τρόπος ανάπτυξης, παρουσίασης και αφομοίωσης των μαθησιακών αντικειμένων.

Διασφάλιση και πιστοποίηση, τόσο των εισροών – υποδομές, εξοπλισμός, διδακτικό προσωπικό, χρηματοδότηση – αλλά και των εκροών, ποιότητα του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου και των αποτελεσμάτων αυτών.

Κάθε μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος θεωρούμε ότι θα πρέπει να έχει ως στόχο το σχολείο, ως μια οργανωμένη δομή, να παρέχει υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικές υπηρεσίες, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της παραπαιδείας, ενός σκιώδους παράλληλου εκπαιδευτικού συστήματος, που απομυζά πόρους, κυρίως από τους μη προνομιούχους.

1 Δομή και λειτουργία.

Ο ρόλος του λυκείου, ως αυτόνομης βαθμίδας εκπαίδευσης, έχει χαθεί, διότι δυστυχώς το λύκειο έχει μετατραπεί σ’ ένα προθάλαμο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, η διαχρονική αποτυχία της πολιτείας να αναβαθμίσει ουσιαστικά την επαγγελματική εκπαίδευση, έχει καταστήσει το γενικό λύκειο, ως τη μοναδική, κοινωνικά αναγνωρισμένη, διαδρομή για τους μαθητές. Αυτές τις συνθήκες έχουν συντελέσει στη διάβρωση της λυκειακής μονάδας, της μορφωτικής οντότητας του γενικού λυκείου και έχει αποδυναμώσει την εκπαιδευτική αξία του τίτλου, που αυτό εκδίδει.

  1. Περιεχόμενο σπουδών.

Πρέπει να επανακαθορίσουμε το περιεχόμενο σπουδών του λυκείου, και του γενικού και του επαγγελματικού, σε σχέση με τις ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, την έκρηξη των νέων τεχνολογιών, τα διεθνή ρεύματα εκπαίδευσης, αλλά βέβαια πάντα λαμβάνοντας υπόψη και τη δική μας εκπαιδευτική παράδοση.

Η ιδιαιτερότητα της λυκειακής βαθμίδας έγκειται στο ότι αποτελεί βαθμίδα – και αυτό το ξεχνάμε συχνά – σχολείου εφήβων και ως εκ τούτου χρειάζεται μια σωστή ισορροπία μεταξύ της προσωπικής διαδρομής και της συλλογικής δημιουργίας, ώστε να καλύπτονται οι βασικές, βιολογικές, συναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες της συγκεκριμένης ηλικίας για διαφοροποίηση, προσωπική έκφραση και δημιουργία, συλλογική έκφραση και δράση.

Πολύ συχνά συμβαίνει το εξής την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα.

Ζητάμε το μάξιμουμ της γνώσης στη μικρότερη δυνατή ηλικία, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκουμε το optimum της γνώσης στην optimum ηλικία.

Κάνοντας το πρώτο αφήνουμε παιδιά πίσω, διευρύνοντας έτσι το χάσμα των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, γιατί πολλά παιδιά, αυτά που όπως λένε οι κοινωνικοί επιστήμονες και το λέει και ο Μπάζιλ Μπερνστάιν πολύ ωραία για τους κλασικούς κώδικες, προέρχονται από την εργατική τάξη από τους μη προνομιούχος, δεν έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν το εμπλουτισμένο αναλυτικό πρόγραμμα, το οποίο αντανακλά τη γλώσσα της αστικής τάξης.

Δεύτερον, το Γενικό Λύκειο οφείλει να αναδειχθεί ως κατεξοχήν βαθμίδα γενικής παιδείας, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο από εκείνον της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

Στο Γενικό Λύκειο οι μαθητές δεν θα πρέπει να εξειδικεύονται σε βάθος σε ένα περιορισμένο αριθμό μαθησιακών αντικειμένων, αντιθέτως πρέπει να παίρνουν βασικές γνώσεις και δεξιότητες σε ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών αντικειμένων, έτσι ώστε να έχουν μετά τη δυνατότητα επιλογής για συστηματικότερη μελέτη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Τρίτον, τα μαθησιακά αντικείμενα δεν αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, αυτοσκοπό.

Τα παρωχημένα εκπαιδευτικά συστήματα θεωρούμε, ότι προκρίνουν τη λογική των κατακερματισμένων εκπαιδευτικών αντικειμένων, ενώ εμείς θεωρούμε, ότι είναι καλύτερο να υπάρχει μια ενοποιημένη διαθεματική προσέγγιση.

Προτείνουμε, όπως είχαμε πράξει και στο ΣΔΕΤ του 2009 τη διάκριση όλων των μαθησιακών αντικειμένων σε τέσσερα γνωστικά πεδία : α) λόγος και έκφραση, β) ο άνθρωπος, το άτομο και ο πολίτης, γ) οι κοινωνίες στο χώρο και στο χρόνο και δ) η γνώση του κόσμου.

Τέταρτον, η ανοικτότητα και η εξωστρέφεια των προγραμμάτων.

Γενικά, στη χώρα μας, δυστυχώς, γίνεται λίγος λόγος για τα αναλυτικά προγράμματα, που είναι ένα ουσιώδες στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Είναι απολύτως αναγκαία η προσαρμογή όλων των γνωστικών αντικειμένων και της λυκειακής βαθμίδας, αλλά και όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης στις αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης.

Οι νέες Ελληνίδες και οι νέοι Έλληνες θα πρέπει να μάθουν να ζουν με τους αλλοεθνείς ομηλίκους τους, αλλά και τα παιδιά των μεταναστών και των προσφύγων πρέπει να αισθάνονται, ότι περιλαμβάνονται ισότιμα στην εκπαιδευτική πράξη, ισότιμα στα σχολικά εγχειρίδια και ισότιμα στις σχολικές γιορτές.

Πέμπτον, αναγκαία συνθήκη για την ποιοτική αναβάθμιση του Λυκείου αποτελεί η θεσμική κατοχύρωση βαθμών ελευθερίας σε εκπαιδευτικούς, αλλά και μαθητές.

Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να έχουν δυνατότητα επιλογής πέρα από τα ασφυκτικά όρια του αναλυτικού προγράμματος και οι μαθητές θα πρέπει να μπορούν να αναπτύξουν τις δημιουργικές τους αρετές μέσω και ατομικών, αλλά και συλλογικών ερευνητικών εργασιών.

Έκτον, θα πρέπει και το Λύκειο, ενδεχομένως, και το Γυμνάσιο να πιστοποιούν επιτέλους, μέσα στα πλαίσια του δημόσιου σχολείου και του ιδιωτικού σχολείου, που ελέγχεται από την πολιτεία, τις ξένες γλώσσες και την καλή γνώση και χρήση πληροφορικής, γιατί όλοι γνωρίζουμε, ότι εκεί έξω υπάρχουν φορείς παροχής γνώσεων πληροφορικής και ξένων γλωσσών, οι οποίοι είναι αδειοδοτημένοι με αδιαφανή κριτήρια και παρέχουν επαγγελματικά προσόντα και τίτλους σπουδών, οι οποίοι είναι διάτρητοι και η ελληνική οικογένεια επιβαρύνεται υπερβολικά από αυτό το πράγμα.

Πάμε τώρα στο τελευταίο στοιχείο που είναι η διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου και των τίτλων σπουδών.

Στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο καταγράφονται οι σημαντικότερες διαφοροποιήσεις στην παραγωγή καλών εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, πράγμα που αποδεικνύει τις γεωγραφικές ανισότητες στην Ελλάδα, αλλά και σχολικών μονάδων, όπου εκεί βλέπουμε τη διάσταση των κοινωνικών ανισοτήτων στο σχολείο, ενώ στη συγκεκριμένη βαθμίδα, ταυτόχρονα, εκδηλώνονται εντονότερα από τις υπόλοιπες βαθμίδες οι συνήθεις παθογένειες του συστήματος, όπως είναι η υπέρμετρη εξειδίκευση των αντικειμένων και η εξετασιοκεντρική διάσταση της αξιολόγησης των μαθητών, οι οποίοι αναγκάζονται να καταφύγουν στη φροντιστηριακή υποστήριξη επιβαρύνοντας υπέρμετρα τον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Στα συγκεκριμένα αυτά χαρακτηριστικά εδράζονται διαχρονικά οι παρατηρούμενες εκπαιδευτικές ανισότητες που με τη σειρά τους αναπαράγουν και τις αντίστοιχες κοινωνικές ανισότητες. Η πλήρης αποξένωση της μορφωτικής διαδικασίας του Γενικού Λυκείου από το σύστημα πρόσβασης όπως προτείνει ο ΟΙΕΛΕ θα πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρά μέτρα εποπτείας της πολιτείας, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η ποιότητα του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου όσο και η αξιοπιστία των παρεχόμενων τίτλων σπουδών.

Η δική μας εμπειρία από την ιδιωτική εκπαίδευση, όπου συστηματικά καταστρατηγείται η νομιμότητα με την πλήρη φροντιστηριοποίηση των εκπαιδευτηρίων μέσω της αλλοίωσης των ωρολογίων προγραμμάτων, τη νόθευση βαθμολογιών και των εξωθεσμικών ενδοσχολικών εξετάσεων, αποδεικνύει ότι υφίσταται σοβαρό ζήτημα της εποπτείας του Κράτους στο σχολείο. Για τον λόγο αυτό, ίσως, διαφημίζεται περισσότερο το αδιάβλητο του συστήματος πρόσβασης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ δεν γίνεται λόγος για τη διασφάλιση της διαδικασίας πιστοποίησης των αποφοίτων του Γενικού Λυκείου και ευρύτερα όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

Εμείς θα καταθέσουμε στα πρακτικά της Επιτροπής τόσο την τοποθέτησή μας όσο και την ολοκληρωμένη πρόταση που είχαμε καταθέσει δημόσια για το Λύκειο τον Οκτώβριο 2012.