Πώς να μην προσέξω…
Αρχές Απριλίου, η θεατρική ομάδα των καθηγητών ΕΛΜΕ νομού Ηρακλείου παρουσίασε την θεατρική παράσταση με τίτλο «Πώς να μην προσέξω», σε σκηνοθεσία της φιλολόγου κυρίας Ελένης Γιαμαλάκη. Η παράσταση αυτή αποτελεί μία δραματουργική σύνθεση δέκα εννέα (19) ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη. Στο εξαιρετικά καλαίσθητο πρόγραμμα που διανεμόταν στους θεατές, ο αναγνώστης μπορούσε να διαβάσει εκτός από τα σχετικά ποιήματα και το σχόλιο της σκηνοθέτιδας για την επιλογή της να «ανεβάσει» Καβάφη: «… προσπαθήσαμε να τοποθετηθούμε στα γεγονότα του καιρού μας (δεύτερο κλειδί) μέσα από τα πολύ ισχυρότερα σε ένταση ποιήματα του Καβάφη (πρώτο κλειδί) και ανάμεσα σ’ αυτά να υψώσουμε τη “δική μας λάμπα” με την ελπίδα να φωτίσουμε λίγο το ψυχικό μας γεγονός (τρίτο κλειδί). Ζητούμενο; Να δούμε στους “καθρέπτες” αυτό που μας συμβαίνει και αναλόγως να σταθούμε απέναντι του».

Ο Καβάφης είναι ποιητής. Δεν είναι ούτε θεατρικός συγγραφέας ούτε πεζογράφος. Καταλαβαίνουμε από τούτο και μόνο τη δυσκολία και το ριψοκίνδυνο του εγχειρήματος να στηθεί μία θεατρική παράσταση με άξονα την ποίησή του. Ο σκηνοθέτης θα πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να ασχοληθεί, όπως πάντα, με την κατανομή των ρόλων της παράστασης, την εκτέλεση και την οργάνωσή της, καθώς και με την καθοδήγηση των ηθοποιών. Αλλά πριν από αυτό, θα πρέπει να έχει συλλάβει εκείνος, εξαρχής και συνολικά, τη σύνθεση του ίδιου του έργου, να έχει γίνει, κατά κάποιο τρόπο, ο συγγραφέας του δράματος, που διαγράφεται μέσα από την ποίηση του Καβάφη και που δεν είναι άλλο από το δράμα του Ανθρώπου, καθώς αναμετράται με τις δυνάμεις της Ιστορίας. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στην κ. Γιαμαλάκη μόνο για το γεγονός ότι “διάβασε” το σενάριο αυτό στην ποίηση του Καβάφη και ανέλαβε να το παρουσιάσει στο κοινό.

Στην παράσταση οι ηθοποιοί απαγγέλουν ποιήματα. Αλλά αυτή είναι η πρώτη, επιφανειακή εντύπωση. Στην πραγματικότητα, ανασυσταίνουν χαρακτήρες, ή ακριβέστερα, τύπους ανθρώπων, όπως μας τους παρουσιάζει στην ποίησή του ο μεγάλος Αλεξανδρινός: τον ματαιόδοξο καλλιτέχνη, που τον ενδιαφέρει μόνον η προβολή του, τον δειλό καιροσκόπο, τον κυνικό και άφρονα ηγέτη, που τον τυφλώνει η δίψα για εξουσία, τον άνθρωπο, τέλος, που αισθάνεται το βάρος της εμπειρίας και της αμφιβολίας να πέφτει στην ύπαρξή του. Υπήρχε ο φόβος το αποτέλεσμα να είναι στατικό, βαρύ, χωρίς ρυθμό. Ιδίως αν λάβουμε υπ’ όψιν το αυστηρό και στοχαστικό ύφος της καβαφικής ποίησης, την απουσία σε αυτήν του προσωπικού – συναισθηματικού στοιχείου και την πρόταξη της υπεριστορικής ανθρώπινης κατάστασης ως πρωταγωνίστριας του έργου του. Και όμως όχι. Η παράσταση είχε και ζωντάνια και ένταση, μετέφερε δε θαυμάσια στους θεατές την ατμόσφαιρα γενικώς της ποίησης του Καβάφη (και όχι μόνο των επιλεγέντων ποιημάτων του), με αριστοκρατική λεπτότητα, ευαισθησία και ενίοτε και χιούμορ. Αυτό είναι το δεύτερο προσωπικό κατόρθωμα της κυρίας Γιαμαλάκη.

Η επιτυχία της παράστασης έγκειται στο γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων του Καβάφη εμφανίζονταν να διαλέγονται μεταξύ τους και με τον ίδιο τον ποιητή. Το σκηνικό θύμιζε αρχαία ελληνική τραγωδία, όπου οι ηθοποιοί ιστορούν τα πάθη και τις αγωνίες τους και ο χορός παρακολουθεί προσεκτικά, σχολιάζοντας τις πράξεις τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική και εντυπωσιακή στιγμή του εν λόγω δράματος ήταν, νομίζω, η “συνομιλία” των ποιημάτων «Άννα Κομνηνή» και «ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει», ανάμεσα στα οποία παρεμβαλλόταν το ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί», το γνωστό «τα μεγαλεία να φοβάσαι ω ψυχή…». Και αυτό γιατί ευθυγράμμισε στο ίδιο επίπεδο τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες: τον Ιούλιο Καίσαρα, την υπερφιλόδοξη Άννα Κομνηνή και, τέλος, τον ανώνυμο και αφελή οπαδό της, που μετανιώνει οικτρά, μετά την ήττα της από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, γιατί την είχε ακολουθήσει. Με τη σύνδεση αυτή, αναδείχθηκε εναργέστατα πώς το πάθος για εξουσία είναι σύμφυτο στον άνθρωπο και εκδηλώνεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.

Η παράσταση είχε επενδυθεί με εξαιρετική μουσική, τέλεια προσαρμοσμένη στο ύφος της καβαφικής ποίησης και στο πνεύμα του έργου. Κάποια μάλιστα ποιήματα τραγουδιόντουσαν ως χορικά, με ιδιαίτερη επιτυχία. Εξίσου επιτυχής ήταν η επιλογή των κουστουμιών, του μακιγιάζ, των φωτισμών, της φωτογραφίας και της αφίσας – προγράμματος. Αξίζουν συγχαρητήρια, σε όσους εργάστηκαν στους ανωτέρω τομείς: στον κ. Ορέστη Κουσαθανά (μουσική), στην κ. Μαρία Γραικού (μακιγιάζ), στον κ. Δημήτρη Χατζάκη (φωτισμοί), στον κ. Χρυσόστομο Σπετσίδη (αφίσα-πρόγραμμα) και στον κ. Ζαχαρία Κατσακό (φωτογραφία). Πολλά συγχαρητήρια αξίζουν, βεβαίως, στους δέκα εννέα ηθοποιούς της παράστασης, που ζωντάνεψαν με τον λόγο και τις κινήσεις τους, την καβαφική ποίηση.

Ο θερμότερος, όμως, έπαινος ανήκει σίγουρα στην κ. Ελένη Γιαμαλάκη. Η παράσταση είναι δικό της παιδί: εκείνη είδε τους ήρωες που περιδιαβαίνουν, σκεπτικοί και μελαγχολικοί, στα ποιήματα του Καβάφη, ως θεατρικά προσωπεία. Γνωρίζαμε μέχρι τώρα ότι ο μεγάλος Αλεξανδρινός έγραψε Ποίηση, κατά κάποιο δε ιδιόρρυθμο τρόπο, μαζί και Ιστορία. Με τη φετινή παράσταση της ΕΛΜΕ Ηρακλείου, αντιληφθήκαμε ότι έγραψε και Θέατρο! Αλήθεια, πώς να μην το έχουμε προσέξει… Ευχαριστούμε την κ. Γιαμαλάκη για την έκπληξη και τη συγκίνηση που μας χάρισε, αποκαλύπτοντάς μας τον θεατρικό Καβάφη. Και της ευχόμαστε να έχει υγεία, για να μπορεί να υλοποιεί τα καλλιτεχνικά της οράματα, εμπνέοντας όλους εμάς σίγουρα, προπάντων, όμως, τους μαθητές της. Γιατί αν έχουν τέτοιους εκπαιδευτικούς, δεν χρειάζονται τίποτε άλλο.

Ελένη, να είσαι καλά!

* Η Ναταλία Ταμιωλάκη είναι πρωτοδίκης και υπηρετεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου