Με τη δημιουργία μιας ψηφιακής πλατφόρμας, που θα λειτουργήσει από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, σκοπεύει να βάλει τάξη στα διδακτικά κενά το υπουργείο Παιδείας.

Το ηλεκτρονικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται σε φάση σχεδιασμού, θα είναι συνδεδεμένο με όλα τα σχολεία (δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια) και θα καταγράφει σε ποια από αυτά υπάρχουν ελλείψεις και σε ποια οι διδάσκοντες είναι υπεράριθμοι. Μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, στην οποία δεν θα εμφανίζονται ονόματα εκπαιδευτικών αλλά μόνο αριθμητικά κενά και πλεονάσματα, θα παρουσιάζονται συνδυασμοί μεταθέσεων σε γειτονικές περιοχές. Θα προτείνεται, δηλαδή, ένας αριθμός εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα μπορούν να μετακινηθούν από μια πλεονασματική μονάδα σε μια άλλη που έχει ελλείψεις. Πρόσβαση στην ψηφιακή πλατφόρμα θα έχουν και οι διευθυντές σχολείων, ώστε να έχουν εικόνα της κατάστασης και να μπορούν να συμβάλλουν στην ορθή διαχείριση και κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού.

Με αυτόν τον τρόπο το υπουργείο Παιδείας φιλοδοξεί να περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των διδακτικών κενών, μια και την επόμενη χρονιά οι προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών θα είναι αισθητά μειωμένες. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα κονδύλια που θα διατεθούν επαρκούν για την πρόσληψη μόλις 2.500 αναπληρωτών, όταν φέτος ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 12.500.

Παράλληλα, μελετάται μια σειρά από μέτρα, τα οποία θα ληφθούν προκειμένου την επόμενη διδακτική χρονιά οι ελλείψεις στα σχολεία να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες. Θα ακολουθηθεί, βεβαίως, η τυπική διαδικασία: αρχικώς θα ολοκληρωθούν οι μεταθέσεις εκπαιδευτικών και στη συνέχεια οι τοποθετήσεις αναπληρωτών δασκάλων και καθηγητών.

Ομως το ερχόμενο έτος θα προστεθεί ακόμη ένα στάδιο -με δύο διαφορετικά βήματα- στη διαδικασία, με σκοπό να μην υπάρξουν άδειες αίθουσες. Θα δοθεί η δυνατότητα για μετατάξεις διδασκόντων από τη Δευτεροβάθμια στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, καθώς πηγές από το υπουργείο Παιδείας σημειώνουν ότι καθηγητές έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να μετακινηθούν σε δημοτικά σχολεία. Απώτερος σκοπός είναι να «μετακομίσουν» στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση καθηγητές που έχουν κριθεί υπεράριθμοι, για να καλυφθεί με αυτόν τον τρόπο ένας εύλογος αριθμός κενών.

Επιπλέον, θα δοθεί η δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς για εθελούσιες μεταθέσεις σε σχολεία και περιοχές όπου εντοπίζεται σημαντικό πρόβλημα έλλειψης διδακτικού προσωπικού. Αυτά τα δυο μέτρα δεν είναι απίθανο, σε περίπτωση που δεν προσελκύσουν το ενδιαφέρον δασκάλων και καθηγητών, να εφαρμοστούν με υποχρεωτική μορφή. Στην προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων θα κληθούν να συμμετάσχουν και οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί στην κεντρική υπηρεσία και φορείς που υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας. Από την επόμενη σχολική χρονιά, εκατοντάδες αποσπασμένοι δάσκαλοι και καθηγητές θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής στις διδακτικές αίθουσες.

Οσον αφορά τις θέσεις που θα αφήσουν κενές, η προοπτική είναι να στελεχωθούν από διοικητικούς υπάλληλους, ενώ ο κ. Αρβανιτόπουλος, από την πρώτη στιγμή της θητείας του στο υπουργείο Παιδείας, είχε βάλει στο τραπέζι του διαλόγου τις μετατάξεις υπαλλήλων από υπηρεσίες και φορείς που παρουσιάζουν πλεόνασμα.

Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δηλώνει αισιόδοξη για τα αποτελέσματα των μέτρων που σκοπεύει να υιοθετήσει θεωρώντας ότι θα επιτευχθεί ο στόχος να περιοριστούν στο ελάχιστο τα διδακτικά κενά σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Πάντως, όλα θα κριθούν από τον «σχολικό χάρτη» που θα δημιουργηθεί μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία θα συνεχίσει να λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο και τα επόμενα χρόνια.

Υστατη λύση η αύξηση ωραρίου υπό τον κίνδυνο και νέας μείωσης στους μισθούς

Την τελευταία λύση αποτελεί για το υπουργείο Παιδείας η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών, στην προσπάθεια που γίνεται ώστε να συρρικνωθεί ο αριθμός των κενών το επόμενο σχολικό έτος. Εντούτοις, αυτό το σενάριο δεν έχει αποκλειστεί προς το παρόν, αλλά ακόμη και αν χρειαστεί να υλοποιηθεί, δεν θα επιφέρει τεράστιες αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς δασκάλων και καθηγητών. Ενδεχόμενη αύξηση του διδακτικού ωραρίου δεν θα ξεπερνά τις δύο ώρες διδασκαλίας εβδομαδιαίως και θα αφορά όλους τους μόνιμους εκπαιδευτικούς, καθώς θα περάσει από τη Βουλή με νομοθετική ρύθμιση. Οπως φέτος έτσι και το επόμενο έτος μερίδα διδασκόντων θα κληθεί να διδάξει σε περισσότερα τους ενός κοντινά σχολεία, προκειμένου να καλυφθούν οι κενές θέσεις και να συμπληρώσουν και οι ίδιοι οι διδάσκοντες το ωράριό τους.

Δάσκαλοι και καθηγητές δεν θέλουν ούτε να ακούσουν περί αύξησης των ωρών διδασκαλίας, κάνοντας λόγο για κατοχυρωμένο εργασιακό δικαίωμα που κατακτήθηκε με αγώνες. Επικαλούνται, μάλιστα, πρόσφατη έκθεση (2012) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σύμφωνα με τα στοιχεία της οποίας οι Ελληνες εκπαιδευτικοί εργάζονται περισσότερες ώρες από ό,τι ο μέσος όρος των Ευρωπαίων συναδέλφων τους. Στον αντίποδα, στελέχη του υπουργείου Παιδείας σημειώνουν ότι δεν πρόκειται για απόφαση του υπουργού, αλλά πολιτική της κυβέρνησης και προσθέτουν ότι αν δεν υπάρξει αύξηση του διδακτικού ωραρίου, δεν θα απομείνει άλλη εναλλακτική από την περαιτέρω μείωση των μισθών.

Σενάρια για συγχωνεύσεις και έλεγχος για «μικρά» τμήματα

Την ίδια ώρα, το υπουργείο Παιδείας εξετάζει το ενδεχόμενο συγχωνεύσεων σχολείων, κυρίως σε περιπτώσεις που υπάρχουν ιδιόκτητα κτίρια, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για τη στέγαση δυο ή περισσότερων μονάδων. Η μελέτη που βρίσκεται σε εξέλιξη αφορά κτίσματα, τα οποία διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές και είναι ικανά να στεγάσουν τους μαθητές περισσότερων σχολικών μονάδων. Στελέχη του υπουργείου Παιδείας, πάντως, αναφέρουν περιστατικά -τόσο φέτος όσο και την περσινή χρονιά- όταν διευθυντές σχολείων «έσπαγαν» τμήματα χωρίς να υπάρχει λόγος, αφού η αναλογία καθηγητή – μαθητών δεν υπερέβαινε το προβλεπόμενο από τον νόμο όριο. Υπενθυμίζεται ότι βάσει νόμου, ο αριθμός των παιδιών ανά τμήμα ορίζεται στους 25 μαθητές συν 10ο/ο, δηλαδή φτάνει τους 28. Ως αποτέλεσμα, προέκυπταν τμήματα με λιγότερους από 15 μαθητές και δημιουργούνταν «πλασματικά» διδακτικά κενά. Από το υπουργείο Παιδείας διαμηνύουν ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν τέτοιου είδους αυθαιρεσίες το επόμενο διδακτικό έτος και σε αυτήν την κατεύθυνση θα συμβάλει η ψηφιακή πλατφόρμα που ετοιμάζεται.

Εύη Πανταζοπούλου