Από την εποχή της Κινέζικης αυτοκρατορίας, όπου, μέσω εξετάσεων, επιλέγονταν οι δημόσιοι λειτουργοί, αλλά και από την εποχή των αρχών του 20ου αιώνα, με τα τεστ του Alfred Binet για τη διάγνωση μορφών νοητικής στέρησης σε μαθητές, έχει «κυλήσει πολύ νερό στο ποτάμι» της εκπαιδευτικής .


του Γιώργου Χρυσουδάκη* για το iPaideia.gr

Παράλληλα, έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι αποτελεί «κινητήριο μοχλό» της βελτίωσης των μαθησιακών ικανοτήτων και, παράλληλα, διαδικασία δυναμική και όχι στατική. Σήμερα, πλέον, κανείς εκπαιδευτικός δεν «κομίζει γλαύκα ες Αθήνας», αν ισχυριστεί ότι η αξιολόγηση των μαθητών είναι μία δύσκολη και άκρως απαιτητική διαδικασία, που προϋποθέτει εμπειρία, απόλυτη γνώση του αντικειμένου και, προπαντός, διαρκή επιμόρφωση.
Οι δυσκολίες στην αξιολόγηση εντοπίζονται, κυρίως, στο γεγονός ότι, συχνά, είναι εξαιρετικά επισφαλής η αποτίμηση των μαθησιακών χαρακτηριστικών των παιδιών. Ο εκπαιδευτικός ασχολείται με έννοιες, όπως η αντίληψη, η κατανόηση κ.λπ., δηλαδή με πνευματικά, κατά βάση, γνωρίσματα, τα οποία είναι δύσκολο να μετρηθούν με ακρίβεια, γιατί τα μέσα που έχει στη διάθεσή του δεν του παρέχουν αλάνθαστη αξιολόγηση.

 

Στην εκπαίδευση, δηλαδή, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, με αυτό που παρατηρούμε στον φυσικό κόσμο, όπου τα όργανα μέτρησης που διαθέτει ο άνθρωπος είναι τόσο εξελιγμένα, ώστε μπορεί να μετρά με απόλυτη ακρίβεια το κρύο ή τη ζέστη. Συχνά, μάλιστα, στην εκπαίδευση συγχέουμε τους όρους της αξιολόγησης και της αριθμητικής αποτίμησης ενός γραπτού. Η αξιολόγηση ενός μαθητή εμπεριέχει τη διαδικασία της μέτρησης, δηλαδή της βαθμολόγησης ενός διαγωνίσματος, αλλά αναφέρεται και σε προσωπικές κρίσεις και παρατηρήσεις του , όπως και σε ποιοτικές περιγραφές για την εξέλιξη – θετική ή αρνητική – της εκπαιδευτικής ζωής του μαθητή.
Στο πλαίσιο αυτό, η αξιολόγηση των μαθητών πρέπει να εδράζεται σε ξεκάθαρους διδακτικούς στόχους και να αξιοποιείται στη βάση συγκεκριμένων αρχών: Α) Ποιες πληροφορίες θέλω ν’ αποκομίσω από την αξιολόγηση; (π.χ. αν οι μαθητές μου έχουν κατανοήσει στοιχεία της ύλης της προηγούμενης τάξης). Β) Τι θέλω ν’ αξιολογήσω; (π.χ. την κριτική ικανότητα των μαθητών μου). Γ) Πώς θα διαμορφώσω το εξεταστικό δοκίμιο; (π.χ. παραγωγή κειμένου / ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών κ.λπ.). Δ) Πώς θ’ αξιοποιήσω τ’ αποτελέσματα της αξιολόγησης; (π.χ. αλλαγή διδακτικής προσέγγισης).

 

Από τις παραπάνω αρχές, μάλιστα, η πρώτη μάς οδηγεί σε συγκεκριμένα είδη αξιολόγησης των μαθητών: α) στην αρχική, με την οποία μαθαίνουμε αν ο μαθητής κατέχει την ύλη προηγούμενων ετών, β) στη διαγνωστική, η οποία μάς φανερώνει τις αιτίες των αδυναμιών του μαθητή, γ) στη συνεχή, η οποία συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της γνώσης κατά τη διάρκεια του μαθήματος και δ) στην τελική, η οποία οδηγεί, για παράδειγμα, τον μαθητή σε ανώτερες και ανώτατες σχολές (Κ. Παπαναστασίου, «Μέτρηση και Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση).

 

Σε τελική ανάλυση, μία, σύγχρονης μορφής, εκπαιδευτική αξιολόγηση, δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τις δεξιότητες που πρέπει να έχει ο μαθητής του 21ου αιώνα. Αυτές αφορούν στον τρόπο σκέψης (δημιουργικότητα, κριτική αντίληψη…), στη, λεγόμενη, μεταγνώση (μαθαίνω πώς να μαθαίνω), αλλά και στις συνθήκες προσέγγισης της γνώσης, με κύρια στοιχεία την επικοινωνία και τη συνεργασία.
Στη χώρα μας, η «περιπέτεια» της αξιολόγησης στην εκπαίδευση, ως γνωστόν, φτάνει στο αποκορύφωμά της την περίοδο των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Συχνά, έμφοβες ΚΕΕ αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στο μέγεθος της ευθύνης που τους αναλογεί και «ξοδεύονται» σε εξεταστικά δοκίμια που δεν πληρούν, ουσιωδώς, τις προϋποθέσεις της συγκεκριμένης εξέτασης. Από την άλλη, πολλά αναλυτικά προγράμματα μαθημάτων έχουν φτάσει στα όριά τους, χρειάζονται εκσυγχρονισμό και επικαιροποίηση, ώστε να μπορούν να μετουσιωθούν σε αντίστοιχα, λειτουργικά κριτήρια αξιολόγησης. Τέλος, η απουσία «σώματος» επιλεγμένων και επιμορφωμένων διορθωτών έρχεται να επικυρώσει τον όρο: «περιπέτεια».
*Ο Γιώργος Χρυσουδάκης είναι Φιλόλογος και Ακαδημαϊκός υπεύθυνος του μαθήματος της Ν. Γλώσσας στον Εκπαιδευτικό Όμιλο «Πουκαμισάς»