H Iωάννα ήταν άριστη μαθήτρια σε ένα λύκειο της Αθήνας. Σχεδόν 20 ήταν ο μέσος όρος της στο τέλος της χρονιάς στη Β΄ και στην Α΄ λυκείου. Οι καθηγητές της την επαινούσαν, την καμάρωναν και την είχαν κορώνα στο κεφάλι τους.


Η καημένη η Ιωάννα θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να τους απογοητεύσει και έτσι, στην Γ΄ λυκείου, εξακολούθησε το ίδιο βιολί της αριστείας σε όλα.

Διάβαζε μέρα-νύχτα, δεν κοιμόταν, δεν ξεκουραζόταν, πιάστηκε το χέρι της, την έτρωγε το άγχος, έρεψε από αδυναμία, αλλά εκεί, συνέχιζε να γράφει ασκήσεις για τα αρχαία και τα θρησκευτικά, ενώ πήγαινε θετική κατεύθυνση, και παράλληλα να ανταποκρίνεται στο βαρύ πρόγραμμα του φροντιστηρίου.

Κανείς καθηγητής της δεν την έβλεπε με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, με το χέρι δεμένο, να της πει: «Μη γράφεις, ρε κορίτσι μου, ασκήσεις για το μάθημά μου! Μου αρκεί που παρακολουθείς με ενδιαφέρον και συμμετέχεις. Ξεκουράσου λίγο για να μαζέψεις δυνάμεις για τις πανελλήνιες.».

Μόνο μια συμμαθήτριά της – από άλλο ανέκδοτο – που συνειδητά δεν αφιέρωσε ούτε πέντε λεπτά εκτός σχολείου σε μάθημα που δεν εξεταζόταν πανελλαδικά, αν και μέσα στην τάξη είχε υποδειγματική συμπεριφορά, της είπε: «Μην προσπαθείς να είσαι πάντα το καλό παιδί για όλους, κοίτα και τον εαυτό σου, θα καταρρεύσεις.».

Δεν την άκουσε και κατέρρευσε στις πανελλήνιες. Την πήρε το ασθενοφόρο. Έδωσε τελικά στο τέλος, αλλά δεν πέρασε στη σχολή που ήθελε. Η άλλη, που έβγαλε πολύ χαμηλότερο απολυτήριο, πήγε στις εξετάσεις φρέσκια φρέσκια και ξεκούραστη και έγραψε τόσο καλά που μπήκε πρώτη στη σχολή της πρώτης της προτίμησης.

Ηθικό δίδαγμα: Το εκπαιδευτικό σύστημα τσακίζει τα καλύτερα παιδιά, αν του το επιτρέψουν.