Περαιτέρω πρόοδο προς την κατεύθυνση των στόχων της ΕΕ για το 2020 στον τομέα της και κατάρτισης έχουν σημειώσει τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης για το 2018 είναι η έβδομη που εκδίδεται, και αποτυπώνει την εξέλιξη των εκπαιδευτικών συστημάτων της ΕΕ. Τεκμηριώνοντας μεγάλο όγκο στοιχείων, μετρά την πρόοδο των κρατών μελών σχετικά με τους έξι στόχους για την εκπαίδευση και την κατάρτιση έως το 2020.

Όπως προκύπτει από την Έκθεση, πολύ κοντά στον στόχο βρίσκεται το ποσοστό των μαθητών που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο και το ποσοστό των ατόμων που ολοκληρώνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο στόχος έχει ήδη ξεπεραστεί για τα παιδιά τεσσάρων ετών και άνω που συμμετείχαν στην προσχολική εκπαίδευση. Η Έκθεση εξετάζει επίσης τα ποσά που δαπανώνται για την εκπαίδευση, τα οποία αποτελούν σημαντική επένδυση για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

Οι έξι στόχοι

1. Πρόωρη εγκατάλειψη του – Το μερίδιο των νέων 18 έως 24 ετών που έφθασαν στο επίπεδο γυμνασιακής εκπαίδευσης. Στόχος 2020: <10%. Ευρωπαϊκός μέσος όρος: 10,6% (άνδρες 12,1%, γυναίκες 8,9%). Μικρότερο ποσοστό κατέγραψε η Κροατία με 3,1% και μεγαλύτερο η Μάλτα με 18,6%. Η Ελλάδα είχε 6% (7,1% άνδρες- 4,9% γυναίκες και 3,8% στις πόλεις- 11,2% στις αγροτικές περιοχές).

Ο στόχος αφορά το μερίδιο των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση, το οποίο εξακολουθεί να μειώνεται, αν και παραμένουν περιοχές και ομάδες ανθρώπων που απέχουν πολύ από την επίτευξη του στόχου. Ενώ στην ΕΕ κατά μέσο όρο οι γυναίκες έχουν φτάσει στο σημείο αναφοράς, η κατάσταση είναι πιο δύσκολη για τους άνδρες. Είναι επίσης πιο δύσκολη για τις νότιες και νοτιανατολικές χώρες, τα άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο και όσους ζουν σε αγροτικές περιοχές.

2. εκπαίδευση- Το μερίδιο των ατόμων 30 έως 34 ετών που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τουλάχιστον τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στόχος: Τουλάχιστον 40%. Ευρωπαϊκός μέσος όρος: 39,9% (Άνδρες 34,9%, γυναίκες 44,9%).

Αν και ο στόχος 40% πρόκειται να καλυφθεί, οι μέσοι όροι κάθε χώρας συχνά καλύπτουν μεγάλες περιφερειακές διακυμάνσεις. Πάντως, στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ τα επίπεδα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκαν σε σύγκριση με το 2011 και το 2014. Εξαίρεση αποτέλεσαν η Κροατία, η Ουγγαρία και, σε μικρότερο βαθμό, η Ισπανία και η Φιλανδία, όπου το ποσοστό του πληθυσμού με τριτοβάθμια εκπαίδευση μειώθηκε μεταξύ 2014 και 2017 – αν και οι δύο τελευταίες χώρες έχουν ποσοστά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υψηλότερα από τον στόχο 40% της ΕΕ.

Αντίθετα, την ίδια περίοδο καταγράφηκε αξιοσημείωτη αύξηση (μεγαλύτερη από 6 μονάδες) στην Τσεχική Δημοκρατία, την Ελλάδα και τη Σλοβακία. Ωστόσο, ούτε η Τσεχική Δημοκρατία ούτε η Σλοβακία έχουν επιτύχει ακόμη τον στόχο του 40%, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στο 43,7% (άνδρες 37%, γυναίκες 50,5%).

Μεταξύ των χωρών που έχουν ποσοστά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κάτω του 40%, μόνο η Ρουμανία, η Ιταλία και η Κροατία (σε αύξουσα σειρά) δεν έχουν φτάσει το 30%. Δεκατρείς χώρες έχουν ποσοστά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταξύ 40% και 50% και, στο ανώτερο άκρο του φάσματος, Σουηδία, Λουξεμβούργο, Ιρλανδία και Κύπρος (κατά αύξουσα σειρά) υπερβαίνουν το 50%. Τιμή ρεκόρ για το 2017 πέτυχε η Λιθουανία, με 58,0%.

3. Προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα- Το ποσοστό των παιδιών ηλικίας από 4 ετών έως την ηλικία υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που συμμετέχουν στην εκπαίδευση (νηπιαγωγείο- παιδικός σταθμός). Στόχος 2020: 95%. Ευρωπαϊκός μέσος όρος: 95,3%.

Μέχρι το 2016, ο στόχος είχε επιτευχθεί από 14 χώρες (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Βέλγιο, Δανία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, Σουηδία, Λετονία και Αυστρία). Μεταξύ των χωρών που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον στόχο, σημειώθηκε σημαντική βελτίωση (αύξηση άνω των 4 ποσοστιαίων μονάδων) μεταξύ 2013 και 2016 στην Πολωνία, την Κύπρο, την Τσεχική Δημοκρατία και τη Λιθουανία.

Η μόνη χώρα με αξιοσημείωτη μείωση του ποσοστού κατά τη διάρκεια των τριών αυτών ετών είναι το Λουξεμβούργο, το οποίο βρίσκεται λίγο κάτω από τον στόχο. Οι δύο χώρες με τη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ των ποσοστών που επιτεύχθηκαν και του επιδιωκόμενου επιπέδου είναι η Κροατία και η Σλοβακία, με ποσοστά συμμετοχής μόλις πάνω από 75%. Τέλος, η Ελλάδα, σημείωσε μέτρια βελτίωση (αύξηση σχεδόν 3 μονάδων) φθάνοντας το 79,8% το 2016.

4. Ανεπαρκής επίδοση στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες- Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 15 ετών που δεν κατάφεραν να φθάσουν στο γυμνασιακό επίπεδο για την ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Στόχος 2020: 15%. Ευρωπαϊκός μέσος όρος για την ανάγνωση: 19,7%, τα μαθηματικά: 22,2% και τις φυσικές επιστήμες: 20,6%.

Έπειτα από αρκετά χρόνια σταθερής προόδου, τα αποτελέσματα του 2015 παρουσίασαν σημαντική κάμψη. Επτά κράτη μέλη έχουν μέσο όρο ποσοστών και στους τρεις τομείς κάτω του 10% (Εσθονία, Φιλανδία, Ιρλανδία, Δανία, Σλοβενία, Πολωνία, Γερμανία), ενώ έξι χώρες είναι στο 20% ή το υπερβαίνουν (Σλοβακία, Ελλάδα, Μάλτα, Ρουμανία, Κύπρος, Βουλγαρία). Ελλάδα- ανάγνωση: 27,3%, μαθηματικά: 35,8%, φυσικές επιστήμες: 32,7%

5. Ποσοστό απασχόλησης πρόσφατων πτυχιούχων- Το μερίδιο των απασχολούμενων ατόμων ηλικίας 20 έως 34 ετών που είχαν ολοκληρώσει επιτυχώς εκπαίδευση από Λύκειο και πάνω, ένα έως τρία έτη πριν από την έρευνα και τα οποία δεν είναι πλέον σε εκπαίδευση ή κατάρτιση. Στόχος 2020: 82%. Ευρωπαϊκός μέσος όρος: 80,2%, Ελλάδα: 52%.

Το ποσοστό απασχόλησης των εργαζόμενων- πρόσφατων πτυχιούχων στην ΕΕ αυξάνεται από το 2011 σε συνάρτηση με τα αυξανόμενα ποσοστά απασχόλησης του συνολικού πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Το 2017, το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων ανώτατης δευτεροβάθμιας, μεταδευτεροβάθμιας μη τριτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έφθασε το 80,2%, με έντονες διαφορές ανάλογα με το επίπεδο και τον τομέα της εκπαίδευσης. Το ποσοστό αυτό ήταν 84,9% για τους απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, 76,6% για τους απόφοιτους ανώτερης δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και 64,1% για τους πτυχιούχους γενικής ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Λύκειο).

6. Συμμετοχή των ενηλίκων στη μάθηση- Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 25 έως 64 ετών που έλαβαν επίσημη ή μη τυπική εκπαίδευση ή κατάρτιση κατά τις τέσσερις εβδομάδες που προηγήθηκαν της έρευνας. Στόχος 2020: 15%. Ευρωπαϊκός μέσος όρος: 10,9%.

Τα διαθέσιμα δεδομένα για τη μάθηση ενηλίκων απεικονίζουν μια πολύπλοκη και άνιση εικόνα σε ολόκληρη την ΕΕ. Όπως και τα προηγούμενα έτη, σημειώθηκε μικρή πρόοδος προς την κατεύθυνση του στόχου για το 2020. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη της Βόρειας Ευρώπης είδαν περαιτέρω βελτίωση στα ήδη υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης ενηλίκων.

Το 2017, μόνο 10,9% των ενηλίκων είχαν αναλάβει οποιαδήποτε πρόσφατη μαθησιακή δραστηριότητα. Το ποσοστό αυτό ήταν σχεδόν ίδιο με το 10,8% του 2014 και μόνο λίγο υψηλότερο από το 9,3% του 2010. Μόνο σε ορισμένες χώρες -οι περισσότερες από αυτές στη βόρεια Ευρώπη (Εσθονία, Σουηδία, Φιλανδία)- παρουσιάζεται μια συνεπής και σημαντική αύξηση των ενηλίκων που συμμετέχουν στη μάθηση. Αντίθετα, άλλες χώρες, κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σλοβενία και η Δανία, σημείωσαν σημαντική μείωση του ποσοστού συμμετοχής των ενηλίκων στη μάθηση από το 2010. Το ποσοστό στην Ελλάδα από 3,2% το 2014 ανέβηκε το 2017 στο 4,5%.

Εκπαίδευση και μετανάστευση

Οι σπουδαστές με μεταναστευτικό υπόβαθρο έχουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά επίτευξης της βασικής ακαδημαϊκής επάρκειας και πιο χαλαρή αίσθηση ότι ανήκουν στο σχολείο. Είναι επίσης λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους και αντιμετωπίζουν περισσότερο σχολικό άγχος από τους γηγενείς μαθητές. Από την άλλη πλευρά, κατά μέσο όρο, αναφέρουν ένα ελαφρώς υψηλότερο κίνητρο για την επίτευξη ακαδημαϊκών στόχων από ό, τι οι γηγενείς συνάδελφοί τους. Αυτά τα ευρήματα δεν αφορούν μόνο τους φοιτητές που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, αλλά και εκείνους που γεννήθηκαν από ξένους γονείς που αντιπροσώπευαν το 2015 περίπου το 6,5% των φοιτητών στην ΕΕ των 28 (έναντι 4,8% της πρώτης γενιάς).

Το 2017, κατά μέσο όρο στην ΕΕ, 9,6% των γηγενών μαθητών εγκατέλειψαν το σχολείο έχοντας φτάσει στο επίπεδο γυμνασιακής εκπαίδευσης, έναντι 19,4 των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Στην Ελλάδα, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν την ίδια χρονιά 5,4% και 16,9%. Επίσης, στην ΕΕ ολοκληρώνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση 40,6% των γηγενών ατόμων ηλικίας 30- 34 ετών (47,1% στην Ελλάδα), έναντι 36,3% όσων έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο (11,9% στην Ελλάδα).

Ωστόσο, εκτός από την παροχή των αναγκαίων γνώσεων και ικανοτήτων, τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν μια πρόσθετη, κρίσιμη ευθύνη απέναντι στα άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο: την πλήρη ενσωμάτωσή τους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η πρόκληση αυτή είναι ζωτικής σημασίας στην Ευρώπη σήμερα, καθώς οι χώρες αντιμετωπίζουν τις συνέπειες των μεγάλων ροών αιτούντων άσυλο που έφθασαν στο αποκορύφωμά τους την περίοδο 2015-2016.

Τον Ιανουάριο του 2018, ο πληθυσμός της ΕΕ υπολογίστηκε σε 512,6 εκατ., έναντι 511,5 εκατ. την 1η Ιανουαρίου 2017. Κατά το 2017, στην ΕΕ σημειώθηκαν περισσότεροι θάνατοι (5,3 εκατ.) από τις γεννήσεις (5,1 εκατ.), γεγονός που σημαίνει ότι η φυσική μεταβολή στον πληθυσμό της ΕΕ ήταν αρνητική. Η συνολική αύξηση του πληθυσμού κατά 1,1 εκατ. οφειλόταν επομένως στην καθαρή μετανάστευση από χώρες εκτός της ΕΕ. Το ποσοστό των νέων μεταξύ των μεταναστών είναι υψηλό, ιδίως μεταξύ των αιτούντων άσυλο, οι οποίοι μπορούν να ενταχθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Σπουδαστές και Ιδρύματα- Χρηματοδότηση

Το 2016, στην ΕΕ των 28, υπήρχαν σχεδόν 120 εκατ. νέοι ηλικίας 15-34 ετών, ενώ σχεδόν 36% (42,5 εκατ.) ήταν ενταγμένοι στην επίσημη εκπαίδευση και κατάρτιση. Από αυτούς, 45,8%, κυρίως ηλικίας 15- 19 ετών, διέθεταν γυμνασιακή εκπαίδευση και στην πλειονότητά τους φοιτούσαν στο Λύκειο. Περίπου το ένα τρίτο (29,3%) των νέων στην επίσημη εκπαίδευση, ηλικίας 20- 24 ετών, είχαν έναν γενικό τίτλο ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Λύκειο) και ένα μέρος αυτών ήταν εγγεγραμμένοι στο πρώτο στάδιο των τριτοβάθμιων σπουδών.

Η ΕΕ αριθμεί σχεδόν 20 εκατ. τριτοβάθμιους σπουδαστές, η πλειονότητα των οποίων είναι εγγεγραμμένοι σε ιδρύματα που προσφέρουν ευρύ φάσμα προγραμμάτων σπουδών.

Περίπου 60% των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη είναι δημόσια, 27% ιδιωτικά και 12% ιδιωτικά αλλά εξαρτώνται από τις κυβερνήσεις.

Η στρατηγική της ΕΕ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καθόρισε τέσσερεις προτεραιότητες: Προώθηση της αριστείας, δημιουργία ολοκληρωμένων και συνδεδεμένων συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εξασφάλιση της συμβολής στην καινοτομία και υποστήριξη αποδοτικών/ αποτελεσματικών συστημάτων. Στις προτεραιότητες προστίθεται η προετοιμασία των μαθητών για τη ζωή ως ενεργών πολιτών στις δημοκρατικές κοινωνίες, όπως διατυπώθηκε το 2007 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ενώ στο πλαίσιο της ευρείας αποστολής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιδιώκονται η παροχή της δυνατότητας στους σπουδαστές να αποκτήσουν διαπολιτισμικές ικανότητες και ευρωπαϊκές αξίες και η συμβολή στην ανάπτυξη κοινωνικών και πολιτικών δεξιοτήτων.

Επενδύοντας στην εκπαίδευση και κατάρτιση

Οι μέσες δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση σε ολόκληρη την ΕΕ παρέμειναν τα τελευταία χρόνια σε περίπου 10% των συνολικών δημόσιων δαπανών (2016: 10,2%).

Στην ΕΕ, περίπου 60% των προϋπολογισμών για την εκπαίδευση δαπανάται για τους εκπαιδευτικούς, ενώ περίπου 6,5% επενδύεται κυρίως σε υποδομές. Εξάλλου, το μεγαλύτερο ποσοστό (40%) των δημόσιων προϋπολογισμών πηγαίνει στη χρηματοδότηση της δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας μη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΙΕΚ). Ακολουθούν η προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση (περίπου 30%) και η τριτοβάθμια εκπαίδευση (περίπου 15%).

Το 2016, οι μέσες δαπάνες γενικής κυβέρνησης για την εκπαίδευση στην ΕΕ-28 αντιπροσώπευαν το 4,7% του ΑΕΠ, ήτοι περίπου 705 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές. Στην Ελλάδα, οι δαπάνες για την εκπαίδευση αντιστοιχούσαν το 2013 στο 4,6% του ΑΕΠ και τα επόμενα τρία χρόνια στο 4,3%.