Βαθιά οικονομική κρίση, ανεργία νέων, ανισότητα. Η περιπέτεια του μεταπολιτευτικού εκπαιδευτικού μας συστήματος στην εποχή του Μνημονίου

Του ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ Κοινωνιολόγου

Η είσοδος της Ελλάδας στην εποχή του Μνημονίου ενέτεινε τα ήδη σημαντικά προβλήματα που η χώρα αντιμετώπιζε, με συνέπεια το εκπαιδευτικό μας σύστημα να βυθίζεται ακόμα περισσότερο στα αδιέξοδα που η μεταπολίτευση του κληροδότησε.

Παρά την κυρίαρχη πολιτική, ιδεολογική και επικοινωνιακή ρητορική περί της αναγκαιότητας του Μνημονίου ως της μόνης βιώσιμης λύσης για την έξοδο από την κρίση, οι βαρύτατες συνέπειες της βίαιης αυτής προσαρμογής αρχίζουν ήδη να γίνονται αισθητές σε κάθε έκφανση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Εν μέσω της εθνικής κατάθλιψης που δηλητηριάζει την ελληνική κοινωνία, το εκπαιδευτικό μας σύστημα παραμένει δέσμιο των παθογενειών του, εισπράττοντας, κυριολεκτικά, τη χαριστική βολή. Αυτό που σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις διαφαίνεται είναι πως η εκπαίδευση μεταλλάσσεται διαρκώς σε μια σκληρά ταξική περιπέτεια όχι μόνο για τα χαμηλά, αλλά ακόμα και για τα μεσαία στρώματα, τα οποία μέχρι σήμερα επιτύγχαναν την πραγματοποίηση ανοδικής κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας μέσω των εκπαιδευτικών μηχανισμών.

Οι παιδικοί σταθμοί, τα ολοήμερα νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, η γυμνασιακή και η λυκειακή εκπαίδευση λειτουργούν μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, με σοβαρές ελλείψεις και προβλήματα, κυρίως χάριν του σθένους της εκπαιδευτικής κοινότητας να διαφυλάξει το κύρος και το χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως δημόσιας πολιτικής και ύψιστου κοινωνικού αγαθού. Την ίδια στιγμή, και ενώ διαπιστώνεται η σαφής έλλειψη πολιτισμικού οράματος για το μέλλον της εκπαίδευσης στη χώρα, βρισκόμαστε εν αναμονή μιας νέας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η οποία για μια φορά ακόμα θα περιοριστεί, όπως όλα δείχνουν, στο εξεταστικό σύστημα και την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο.

Τι συμβαίνει όμως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει κυριολεκτικά αφεθεί στη φιλοτιμία των λειτουργών του, καταφέρνοντας πεισματικά να παραμένει όρθιο στην πιο δραματική φάση της μεταπολιτευτικής του ιστορίας; Από πλευράς πολιτικής ηγεσίας, τόσο η επικείμενη ρύθμιση της «βάσης του δέκα» όσο και το σχέδιο «Αθηνά» πρόκειται να αποτελέσουν τα βασικά νομοθετικά σχήματα για τον «εξορθολογισμό του πεδίου». Ωστόσο, και ο πιο αφελής θα μπορούσε να καταλάβει ότι η «βάση του δέκα» αποτελεί μια βαθμολογική μεταβλητή η οποία δεν σχετίζεται με την ποιότητα της εκπαίδευσης και με τα αποτελέσματά της, αλλά με το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων που η πολιτική ηγεσία θα σταθμίζει κάθε φορά.

Αν η ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό με το σχέδιο «Αθηνά», το οποίο εκτυλίσσεται με απόλυτη μυστικότητα και «fast track» διαδικασίες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα κύρια «μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα» του ερχόμενου διαστήματος, είναι σαφές πως το κυρίαρχο σύστημα συμφερόντων -αυτό δηλαδή που δημιούργησε την ανερυθρίαστα πελατειακή διανομή τμημάτων, σχολών και ιδρυμάτων- για μία φορά ακόμα θα διαμορφώσει συνθήκες υπανάπτυξης, κοινωνικού αποκλεισμού και υποβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης τα πράγματα είναι ακόμα πιο τραγικά. Η ανεργία των νέων (15-24) έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο (57%), δεδομένο που ενισχύεται από την ισχνή σύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση, την απαξίωση των τίτλων σπουδών στην πράξη, τη συνακόλουθη διόγκωση του φαινομένου της «διαρροής εγκεφάλων» στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή το νευραλγικό πεδίο της αρχικής και συνεχιζόμενης κατάρτισης λειτουργεί ασυνάρτητα ως προς τις ανάγκες της παραγωγικής δομής του τόπου, ενώ οι πολιτικές για τη διά βίου μάθηση εξακολουθούν να παραμένουν εγκλωβισμένες στη διαχειριστική λογική της απορρόφησης πόρων, χωρίς την ύπαρξη ενός σχεδίου ενίσχυσης της απασχόλησης σε συνδυασμό με τις υπαρκτές ανάγκες των εργαζομένων για προσωπική ανάπτυξη και μορφωτικό κεφάλαιο.

Παράλληλα, οι μεγάλοι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί επαναπροσδιορίζουν τη δυναμική τους, προσβλέποντας στη δημιουργία μιας «νέας αγοράς προσόντων» πάνω στα ερείπια της δημόσιας εκπαίδευσης και κατάρτισης. Αγορά που θα οδηγήσει στη δημιουργία μεγάλων εκπαιδευτικών συγκροτημάτων τα οποία θα λειτουργούν ως «εκπαιδευτικά Mall», παρέχοντας υπηρεσίες παντός τύπου και παντός καιρού και ανάλογα προς το διαθέσιμο βαλάντιο του καθενός. Και είναι αυτονόητο ότι οι πολιτικές αυτές εδράζονται τόσο στις διευκολύνσεις που παρέχει το Μνημόνιο όσο και στην προέκταση αυτού για το οποίο πιέζει ο κυρίαρχος συσχετισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση: την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης σε μια προσπάθεια τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα να προσαρμοστούν βίαια στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο δόγμα των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της ενοικίασης εργαζομένων, της εκ περιτροπής εργασίας, της απουσίας του κατώτατου μισθού, της μη ύπαρξης συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Χωρίς αμφιβολία, βρισκόμαστε εν μέσω μιας βαθιάς κρίσης η οποία θα λάβει τεράστιες διαστάσεις, αφού φαινόμενα όπως η πρόωρη σχολική εγκατάλειψη, η απροθυμία για επένδυση στη γνώση, η απομάκρυνση από τις αξίες και τα ιδανικά του σχολείου, θα ενταθούν, βαθαίνοντας διαρκώς το χάσμα ανάμεσα στις ευκατάστατες και καλά μορφωμένες μειοψηφίες και τα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τα οποία θα βυθίζονται στην αποστέρηση, στη φτώχεια και στον κοινωνικό αποκλεισμό.

Με τον τρόπο αυτόν οι κοινωνικές ανισότητες θα διογκώνονται, επιφέροντας όχι μόνο διάλυση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και την ένταση απεχθών φαινομένων όπως η βία, η νεανική παραβατικότητα, ο ρατσισμός, ο φασισμός και η βαρβαρότητα στην καθημερινή ζωή.

Αυτοί που ευαγγελίζονταν με ύφος αυστηρά τεχνοκρατικό την «παιδεία και τον πολιτισμό», το «όλα είναι θέμα παιδείας», την «επανάσταση του αυτονόητου», το «πρώτα ο μαθητής», το «ψηφιακό σχολείο», τους «εκλέκτορες από την αλλοδαπή» και ένα σωρό άλλα διαφημιστικού τύπου ευφυολογήματα, όχι μόνο δεν έθεσαν το εκπαιδευτικό σύστημα σε πορεία εναρμονισμού με τις καινοτόμες ευρωπαϊκές πρακτικές, αλλά, αντίθετα, το γύρισαν πίσω στο βασίλειο της φωτοτυπίας, στη σκόνη του μαυροπίνακα, στην παγωνιά της δεκαετίας του ’50.

Οσο και αν μας πληγώνει να βλέπουμε καθημερινά την εκπαίδευση να γίνεται συνώνυμη της κοινωνικής και ταξικής προέλευσης, τη φτώχεια και την ανεργία των νέων να εξαπλώνονται ως επιδημικά φαινόμενα, την ευχέρεια των δανειστών να κανοναρχούν τον δημόσιο βίο καταργώντας στην πράξη την εθνική κυριαρχία, δεν δικαιούμαστε ούτε την ιδιώτευση ούτε την απαισιοδοξία. Η ελληνική κοινωνία αξίζει εκείνο το εκπαιδευτικό σύστημα που θα συμβάλλει όχι μόνο στην έξοδο από την κρίση, αλλά και στην υπέρβαση του νέο-συντηρητισμού που συνοδεύει την εφαρμογή των Μνημονίων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ε.Ε. η οποία δοκιμάζεται σκληρά. Και αυτό αποτελεί συλλογικό χρέος να συμβεί το συντομότερο δυνατόν.