Τα σημερινά συστήματα υφίστανται βαθιές διεργασίες, απόρροια των εκτεταμένων και διαρκών μεταβολών στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό «περιβάλλον πεδίο».

 

Προς τούτο απαιτείται μια διαρκής δημοκρατική στο περιεχόμενο του για να δώσει στη χώρα μας δυναμική κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να γίνουν με παλιά σχήματα: διοικητικά μέτρα, αλλαγές στο εξεταστικό, συμβολικές εξαγγελίες. Απαιτούν συγκροτημένο σχέδιο στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής και κοινωνικές δυνάμεις που θα συμμετέχουν στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση, άλλως αποτελούν γραφή επί χάρτου.

Τα κύρια χαρακτηριστικά που πρέπει να διαμορφώσει το εκπαιδευτικό σύστημα είναι:

 

α) Εξωστρέφεια. Να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στις διεθνείς διεργασίες και να μετασχηματίζεται δημιουργικά. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή διάσταση της εκπαίδευσης περιλαμβάνει σημαντικές όψεις (ενιαίος χώρος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κοινοί δείκτες αξιολόγησης, ανταλλαγές φοιτητών και εκπαιδευτικών, ένα μέρος των σπουδών των φοιτητών και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε άλλη χώρα, κοινό ερευνητικό κέντρο κ.λπ.), και είναι σημείο εθνικής στρατηγικής.

β) Πολυμορφία. Εδώ υπάρχει το προπατορικό αμάρτημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Γιατί έχει διαμορφωθεί μια απόλυτη ομοιομορφία, η οποία καθηλώνει με τις αγκυλώσεις της την ανάπτυξη της εκπαίδευσης. Για την άρση της ομοιομορφίας υπάρχουν αρκετές προτάσεις: λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία των σχολείων σε περιφερειακό επίπεδο, μετατροπή του σχολείου σε εστία πολιτισμού και γνώσης για τις τοπικές κοινωνίες, ουσιαστική διεύρυνση των εκπαιδευτικών ευκαιριών στους πολίτες και άμβλυνση των ανισοτήτων, άρση της πολιτικής του ενός σχολικού βιβλίου κ.λπ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια απόπειρα αλλαγής της σημερινής σταθερής για πολλά χρόνια, εικόνας του σχολείου σε έναν «οργανισμό μάθησης» που θα συνδεθεί με τις ευρύτερες μορφωτικές ανάγκες.

γ) Έρευνα. Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε τη δυναμική του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ένας από τους ασφαλέστερους δείκτες είναι ο βαθμός συμμετοχής της έρευνας στην εκπαίδευση. Είναι απαραίτητη η δημιουργία κουλτούρας έρευνας στους εκπαιδευτικούς, η οποία θα αποβλέπει στη διεξοδική μελέτη και επίλυση των προβλημάτων και στην εισαγωγή καινοτομιών. Το πεδίο της έρευνας αποτελεί το μεγαλύτερο συγκριτικό μειονέκτημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος σε σχέση με αντίστοιχα άλλων χωρών της Ε.Ε. Οι Σκανδιναβικές Χώρες δίνουν πρωταρχικό ενδιαφέρον στην έρευνα και την καινοτομία και από εδώ προκύπτει κυρίως η υπεροχή της εκπαίδευσής τους.

δ) Νέες Τεχνολογίες. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Στοκχόλμη, 2002) ανέδειξε στα οκτώ θέματα – προτεραιότητες, τις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση. Η όλη διαδικασία οφείλει να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή πολιτική e-learning, η οποία αποτελεί μέρος της ευρύτερης e-Europe πρωτοβουλίας και έχει στόχο την αύξηση των επιπέδων της ψηφιακής παιδείας και τον εξοπλισμό των σχολείων, των διδασκόντων και των μαθητών. ε) Εκπαιδευτικοί. Να απαλλαγούν από την υπαλληλοποίηση και να τους δοθεί χώρος πρωτοβουλίας και αυτονομίας με στρατηγική πολιτική την επαγγελματική ανάπτυξή τους.

Σήμερα είναι σημαντικό να καλλιεργήσουμε στα παιδιά και στους νέους την επιθυμία για διαρκώς περισσότερη μάθηση, αφού «όση περισσότερη μόρφωση έχεις, τόση περισσότερη επιθυμείς» (the more education you have, the more education you want, UNESCO, 1996), να είναι η δίψα τους για γνώση πάντα ακόρεστη, όλο και πιο έντονη, να έχουν πάθος για να διαμορφώσουν το μέλλον τους σε ένα κόσμο γοργά εξελισσόμενο και με πολλαπλές προκλήσεις.