Του Νίκου Τσούλια

«Μια προσωπική μαρτυρία στη μνήμη των αθώων παιδιών»

Η είδηση έπεσε βαριά προκαλώντας εκείνη την ημέρα 13 Απριλίου του 2003 μια γενική εικόνα θλίψης στην ελληνική κοινωνία και πιο πολύ στην εκπαιδευτική κοινότητα. Οι άνθρωποι ένιωσαν να απλώνεται μια βουβαμάρα που στόμωνε κάθε σκέψη, κάθε λογισμό. Ένα τροχαίο δυστύχημα σταμάτησε τη ζωή 21 μαθητών και μαθητριών, παιδιών 15 και 16 χρονών, με έναν πολύ άδικο τρόπο, βυθίζοντας τις οικογένειες αυτών των παιδιών στην απόλυτη οδύνη, στον άφατο πόνο.
Το Μακροχώρι, με τα γειτονικά του χωριά και η ευρύτερη περιοχή της Βέροιας δεν μπορούν να πιστέψουν τη φρίκη που έχει προκληθεί στους ανθρώπους των. Οι σκηνές που σημειώνονται καταδεικνύουν τη φοβερή αμέλεια ανθρώπων, αμέλεια που αγγίζει τα όρια του ακραίου παραλογισμού. Το κακό δεν έπεσε από τον ουρανό, δεν προκλήθηκε από δυνάμεις της φύσης. Δεν ήταν η «κακιά στιγμή». Το κακό προκλήθηκε από εγκληματικές ενέργειες, από ανορθολογισμούς του ανθρώπου, από αδυναμία να σκεφτούμε λογικά.
Πηγαίνοντας τις επόμενες στιγμές από το δυστύχημα στη Βέροια, ως πρόεδρος της ΟΛΜΕ, για να συμπαρασταθώ στους οικείους γονείς και στους εκπαιδευτικούς των άτυχων μαθητών / μαθητριών σκεπτόμουνα το πώς θα μπορούσα να απαλύνω έστω κατ’ ελάχιστο τον βαρύ πόνο που είχε απλωθεί στη μικρή εκπαιδευτική κοινότητα της περιοχής. Σκεπτόμουνα διαρκώς το πώς θα χειριζόμουνα αυτή την τόσο δύσκολη περίπτωση, αφού εκτιμούσα – τελικά βάσιμα – ότι η τοπική μας Ε.Λ.Μ.Ε ίσως δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις περιστάσεις υπό το βάρος της συναισθηματικής φόρτισης.
Η εικόνα που γνώρισα φτάνοντας διέλυσε κάθε προηγούμενη σκέψη μου. Συνάντησα τα θλιμμένα πρόσωπα όλων των ανθρώπων, τον πόνο των γονέων, τη βουβή ατμόσφαιρα. Τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε άλλη έκφραση ζωής. Τα πάντα είχαν παγώσει. Κανείς δεν μίλαγε. Μικρά παιδιά είχαν φύγει από τη ζωή, τόσο άδικα, τόσο γρήγορα που κανένας δεν μιλούσε για το τι έγινε και το πώς έγινε. Ένα σουρεαλιστικό σκηνικό και τίποτα άλλο.
Ο πρόεδρος της Ε.Λ.Μ.Ε. προσπαθούσε να συντονίσει μαζί με τις τοπικές αρχές τις απαιτούμενες ενέργειες. Η στεναχώρια και ο πόνος που ένιωθε αυτός και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και κυρίως οι εκπαιδευτικοί του Συλλόγου Διδασκόντων του σχολείου των αδικοχαμένων παιδιών τούς είχε ακυρώσει κάθε δυνατότητα φροντίδας για τις τυπικές ενέργειες. Κατάλαβα ότι θα έπρεπε να σκεφτώ πιο συγκροτημένα από ό,τι πριν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μερικές σκέψεις για τον επικήδειο. Δεν είχα καταλάβει ότι θα είχαμε διαδοχικές κηδείες στα διάφορα χωριά. Πού να σκεφτεί λογικά το μυαλό του ανθρώπου σε τέτοιες στιγμές, όταν ο πιο ακραίος παραλογισμός τσακίζει τις ζωές μικρών βλαστών, όταν δεν μπορείς καν να αντικρίσεις το πρόσωπο της μητέρας και του πατέρα αυτών των παιδιών;
Πήγα στους χώρους του σχολείου. Οι μαθητές ήταν κουβαριασμένοι όλοι μαζί στο προαύλιο. Δεν ήθελαν καμιά επαφή με κανέναν ξένο. Οι καθηγητές είχαν καταρρεύσει. Με πήγαν στο σπίτι μιας συναδέλφου που είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της και τον ανιψιό της. Με οδήγησε βουβή στο δωμάτιο του παιδιού της. «Εδώ διάβαζε την προηγούμενη μέρα, διάβαζε χημεία, το βιβλίο του το έχω αφήσει ανοιγμένο στη σελίδα που διάβαζε». Δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια. Είχε γεννήσει το παιδί της μετά από δυσκολίες αρκετών χρόνων…
Προετοιμάζοντας συνεχώς τις σκέψεις μου για τους διαδοχικούς επικήδειους συναντούσα ανυπέρβλητα εμπόδια. Η θλίψη και ο πόνος σε συμπεριλαμβάνει με έναν πολύ έντονο τρόπο, γιατί το μυαλό σου σε βάζει στη θέση των γονέων που βιώνουν κάτι απόλυτα αβίωτο. Φοβόμουνα και κάτι άλλο. Οι ομαδικές κηδείες είναι μια παράλογη ανατροπή ακόμα και του πιο παράλογου γεγονότος. Πώς να αναφερθείς σ’ αυτή τη φοβερή σκιά της ομαδικής απώλειας; Αλλά υπήρχε και το θέμα των σχολικών εκδρομών. Τα παιδιά έχασαν τη ζωή τους σε σχολική εκδρομή. Μέσα μου αντιλαμβανόμουνα ότι δεν ευθύνονται οι σχολικές εκδρομές αλλά η αφροσύνη των ανθρώπων. Αλλά τι μπορείς να πεις σε μια μάνα που έχει χάσει τόσο άδικα το παιδί της;
Σκεπτόμουνα ότι ίσως μια μάνα να με διακόψει την ώρα που θα μιλάω μέσα στην εκκλησία για να μου πει «εσείς φταίτε και οι εκδρομές σας». Το θεωρούσα πιθανό, το θεωρούσα δικαιολογημένο. Μιλούσα και το μυαλό μου είχε κολλήσει σε μια τέτοια διακοπή μιας οργισμένης μητέρας. Είχα αποφασίσει να ζητήσω συγγνώμη και να διακόψω ό,τι έλεγα για να μείνει ο απόηχος της μάνας ως κάποιο καταλάγιασμα της θλίψης, του πόνου, της οργής. Δεν έγινε καμιά διακοπή. Ένιωσα μια περίεργη ανακούφιση, γιατί είχα την αίσθηση ότι θα με βάραινε η ενοχή για τις εκδρομές, η ενοχή μιας κατάρας της μάνας που είχε χάσει το παιδί της και που ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να πει ό,τι ήθελε!
Στην τελευταία κηδεία που ήταν και οι περισσότεροι μαθητές ένιωθα ακόμα πιο βαρύς. Ένιωθα να μη με βαστούν τα πόδια μου. Έβλεπα να έρχονται τα φέρετρα και να συγκλίνουν μαζί με το ρεύμα του κόσμου προς την κεντρική εκκλησία του χωριού και θεωρούσα ότι βλέπω όνειρο. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε. Ένιωθα σα να μη ζω. «Ένας εφιάλτης», έλεγα διαρκώς μέσα μου. Φοβόμουνα να μιλήσω σε κάποιον. Μπαίνοντας στην εκκλησία και ενώ οι γονείς είχαν ζητήσει να μην υπάρχουν τηλεοπτικά συνεργεία, μερικοί «δημοσιογράφοι» – οπαδοί του λαϊκισμού και της …αποκλειστικότητας – είχαν τρυπώσει με καλυμμένες κάμερες σε κάποιες γωνιές. Ευτυχώς απομακρύνθηκαν έγκαιρα από τους ανθρώπους της εκκλησίας πριν γίνουν αντιληπτοί από τον κόσμο.
Βρήκα μια καρέκλα και έκατσα. Είχα αποφασίσει να μην μιλήσω σε άλλο επικήδειο. Ήλθε ο Υπουργός Παιδείας και μού ζήτησε να κάνω μια προσπάθεια. «Δεν είναι σωστό να μην πούμε δυο λόγια». Αρνήθηκα, γιατί δεν μπορούσα ψυχικά. Φοβόμουνα μήπως δεν αντέξω – άλλωστε σε κάθε επικήδειο έπρεπε να λέω και κάτι ξεχωριστό. Σκέφτηκα, πολύ καθυστερημένα χωρίς να το αναφέρω σε κανέναν. «Τόσοι υπουργοί είναι εδώ. Γιατί να μην μιλήσουν κι’ αυτοί». Και ενώ προχωρούσε η τελετή, παρέμενα καθισμένος νιώθοντας μια περίεργη ζάλη. Κάποια στιγμή ήλθε ένας Αρχιμανδρίτης – αν θυμάμαι καλά – με έπιασε αγκαλιά και με πήγε στο ιερό. Κάθισα, χωρίς να ρωτήσω στην πρώτη καρέκλα που βρήκα. «Πρέπει να πεις δυο λόγια παρηγοριάς, το έχουν ανάγκη οι γονείς», μου είπε με τρόπο ικετευτικό και απόλυτα πειστικό. Με είχε πείσει. «Αν βοηθάω σε κάτι έστω κατ’ ελάχιστον, θα το κάνω», είπα μέσα μου.

Έμεινα μερικές μέρες στην περιοχή. Με τη φροντίδα του Υπουργού Παιδείας – και μετά από πρόταση των συντελεστών του σχολείου – ήλθαν ψυχολόγοι για να βοηθήσουν τα παιδιά, τα παιδιά που είχαν χάσει τα αδέλφια τους και τους φίλους τους. Στην αρχή οι μαθητές δεν τους ήθελαν με απόλυτο τρόπο. Ήθελαν να είναι μόνο με τους καθηγητές τους και τις καθηγήτριές τους. Μετά από επιμονή όλων των εκπαιδευτικών, δέχτηκαν τη συνεργασία τους και εκτιμώ ότι βοήθησαν σημαντικά. Ένιωσα τελικά πόση αγάπη και πόση επιρροή κρύβει η παιδαγωγική σχέση και καμάρωνα γι’ αυτό. Σε τέτοιες στιγμές τα πράγματα ζυγιάζονται πιο καλά, πιο αυθεντικά. Στην αρχή δεν ήθελαν και μένα. Στη συνέχεια και επειδή έβλεπαν τους καθηγητές τους να μού έχουν εμπιστοσύνη και ίσως επειδή μίλησα στις κηδείες, άλλαξαν γνώμη.
Τις επόμενες μέρες οργανώθηκα μια συνάντηση, για να δούμε τι μέτρα θα προτείναμε στο Υπουργείο Παιδείας για να βοηθηθούν οι μαθητές του σχολείου, που δοκιμάζονταν τόσο σκληρά και πιο πολύ οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου που θα έδιναν εξετάσεις. Συνεννοήθηκα με τον αντιπρόεδρο της ΟΛΜΕ με σκοπό να με περιμένουν να επιστρέψω στην Αθήνα και μετά να βγάλουμε σχετική ανακοίνωση της Ομοσπονδίας για το συγκεκριμένο θέμα. Στις συναντήσεις με τους γονείς των αδικοχαμένων παιδιών, κατέθεσα την προσωπική άποψη – η οποία στη συνέχεια έγινε και θέση της ΟΛΜΕ – για ψυχολογική στήριξη των παιδιών του σχολείου.
Στην πρόταση των γονέων για ειδική ρύθμιση που θα δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά του σχολείου να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς τις συνηθισμένες πανελλαδικές εξετάσεις εξέφρασα την προσωπική μου αντίθεση στηριζόμενος σε παιδαγωγικούς και επιστημονικούς και μόνο λόγους. Άλλωστε, κάθε χρόνο πολλοί υποψήφιοι δοκιμάζονται από οδυνηρά οικογενειακά γεγονότα και δεν θα ήταν εκπαιδευτικά σωστό να μπούμε σε μια τέτοια διαδικασία εισαγωγής λόγω άλλων δυσχερειών. Αν και φοβήθηκα ότι οι γονείς – υπό το βάρος της φόρτισης – θα ήταν εχθρικοί απέναντί μου, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ίσως γιατί κατανόησαν πλήρως την παιδαγωγική και μόνο χροιά στην άποψή μου.
Τελικά το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ ομόφωνα – αν θυμάμαι καλά – υιοθέτησε την προσέγγισή μου για το θέμα. Στη συνέχεια με ενημέρωσε ο Υπουργός Παιδείας ότι τελικά θα έκανε ειδική ρύθμιση για τους υποψήφιους του σχολείου. Του ανέφερα την απόφαση της ΟΛΜΕ. Τις επόμενες μέρες η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε – ομόφωνα κι’ αυτή – την ειδική ρύθμιση του Υπουργείου Παιδείας, ρύθμιση που ζητήθηκε για εφαρμογή και για την επόμενη χρονιά.
Το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που έπληξε την εκπαιδευτική κοινότητα. Κατέδειξε το φοβερό έλλειμμα που έχουμε στην οδική μας συμπεριφορά. Χάνουμε κάθε χρόνο δεκάδες συνανθρώπους μας από αδυναμία να σκεπτόμαστε λογικά και να πράττουμε λογικά. Δεν ξέρουμε να οδηγούμε. Δεν έχουμε ορθολογική συμπεριφορά ως οδηγοί. Τα τροχαία δυστυχήματα δεν προκαλούνται από ανορθολογικές δυνάμεις ούτε ισχύει η μεσαιωνική αντίληψη περί «κακιάς ώρας».
Ήταν μια από τις οδυνηρές στιγμές της ζωής μου. Ήταν τέτοια η δραματικότητα του γεγονότος, τέτοια η οδύνη στους γονείς και στα αδέλφια των αδικοχαμένων παιδιών που συγκλόνιζε κάθε ορθολογισμό, που δοκίμαζε την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

«Να θυμάστε πάντα το χρυσάφι της ψυχής των παιδιών σας»
(από τον τελευταίο επικήδειο λόγο μου)

Υ.Γ.1
Τώρα που ο χρόνος έχει κάπως απαλύνει τη σκληρότητα της αδικίας αναλογίζομαι: Πόσο εύκολο είναι να γίνει το κακό, όταν ο άνθρωπος δεν σκέφτεται, όταν δεν μπορεί να σκεφτεί λογικά, όταν δεν μπορεί να αξιολογήσει τι σημαίνει ένα φορτίο σε ένα φορτηγό όταν δεν έχει ασφαλιστεί σωστά, το πώς συμπεριφέρεται το αυτοκίνητο όταν έχει μια «άλφα» ταχύτητα. Και τόνιζα στους μαθητές μου ότι το δώρο της ζωής πρέπει διαρκώς να το φροντίζουμε, να παίρνουμε μέτρα για να αποφύγουμε καθετί που μπορεί να απειλήσει ή και απλώς να πλήξει τη ζωή μας.

Υ.Γ. 2
Το παραπάνω κείμενο είναι μια προσωπική μαρτυρία και μόνο. Δεν είναι καταγραφή κάποιου ιστορικού ούτε μια ουδέτερη μαρτυρία. Έγραψα υπό το βάρος του έντονα συναισθηματικού κλίματος των ημερών εκείνων αρκετά χρόνια μετά, αν και πάντα το είχα στη σκέψη μου, μόνο και μόνο για τη μνήμη των παιδιών που δεν πρόλαβαν να χαρούν τη ζωή, για τη μνήμη των γονέων που δεν πρόλαβαν να χαρούν τα παιδιά τους. Γιατί η μνήμη αντισταθμίζει σε κάποιο βαθμό το χαμό της ζωής, τον πόνο που βαραίνει την ψυχή της μάνας, του πατέρα, των αδελφών και των φίλων τους, τον πόνο που κατοικεί μαζί τους σ’ όλη τους τη ζωή.