του Κυριάκου Αθανασίου

Σε πρόσφατα φύλλα των «Ενθεμάτων», φιλοξενήθηκαν παρεμβάσεις του προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) Βασίλη Καρδάση (20.12.2015) και του μέλους ΣΕΠ Μανώλη Πατηνιώτη (6.12.2015 και 10.1.2016), παρεμβάσεις που δείχνουν πως έχει ξεκινήσει μια διαδικασία προβληματισμού. Τα σημεία αιχμής στα οποία φαίνεται να εστιάζεται η ανάγκη διορθωτικών παρεμβάσεων σχετίζονται με τον τρόπο διοίκησης, τα προγράμματα σπουδών, την επιλογή των μελών ΣΕΠ, καθώς και την επιλογή των υποφηφίων σπουδαστών.

Για τον τρόπο διοίκησης, τονίστηκε ήδη η ανεδαφικότητα του να εφαρμοστεί το μοντέλο διοίκησης και εκλογής οργάνων των υπολοίπων δημόσιων ΑΕΙ και στο ΕΑΠ. Στους λόγους που αναφέρθηκαν, θα επιθυμούσα να προσθέσω και έναν ακόμη: μου είναι φανερό πως η ex officio διοίκηση ενός τόσο μεγάλου ΑΕΙ από τόσο λίγους εμπεριέχει τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας και της συναλλαγής, ιδιαίτερα όταν μια τέτοια διοίκηση συνεπάγεται επιλογή και διορισμό ανθρώπων σε αμοιβόμενες θέσεις. Θα αποτολμούσα να πω, ίσως καθ’ υπερβολήν, ότι η μετατροπή του ΕΑΠ σε αυτοδιοικούμενο ΑΕΙ κινδυνεύει να το μετατρέψει σε ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία με πενήντα προνομιούχους μετόχους.

Οι κατά καιρούς κρίσεις για επιλογή μελών ΣΕΠ έδειξαν αρκετά τέτοια παραδείγματα. Οι περισσότεροι παθόντες δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να δημοσιοποιήσουν την άποψη που επικρατούσε ευρέως, δηλαδή πως ένα «κλειστό κύκλωμα» που είχε ως σκληρό πυρήνα την συγκεκριμένη ομάδα των ολίγων, έκοβε και έραβε στα μέτρα του τις συγκεκριμένες επιλογές και τοποθετήσεις. Το αποτέλεσμα, σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, ήταν ήταν μια παρωδία αξιολόγησης: βρέθηκαν λέκτορες να κρίνουν πρωτοβάθμιους συναδέλφους τους από τα «συμβατικά» πανεπιστήμια. Οι ίδιες επιτροπές συναποτελούσαν το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο όργανο αξιολόγησης. Βρέθηκε καθηγητής της πολεοδομίας να κρίνει το αντικείμενο της διδακτικής των φυσικών επιστημών κ.ο.κ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η περίπτωση συναδέλφου, που έχει διδάξει μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας είκοσι χρόνια σε προπτυχιακό επίπεδο και έντεκα χρόνια σε μεταπτυχιακό επίπεδο στην πλειονότητα των ελληνικών ΑΕΙ και είναι από τους πρώτους που έχουν εισαγάγει τη μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας στο πανεπιστήμιο, να βρεθεί περίπου τριακοστός στη σειρά αξιολόγησης σε παρόμοιο γνωστικό αντικείμενο στο ΕΑΠ. Όσο για μένα, σε άρθρο μου με τίτλο «κρίνοντας τους κριτές» (goo.gl/wSVO9C) περιγράφω την προσωπική μου παρωδία αξιολόγησης, ώστε ο αναγνώστης να αντιληφθεί το βάθος της αντι-επιστημονικότητας της όλης διαδικασίας.

Σε ότι αφορά τα Προγράμματα Σπουδών» αρχίζει να διαφαίνεται μια πολλαπλή ανάγκη. Σε κάποιους τομείς είναι απαραίτητος ο εμπλουτισμός με νέα γνωστικά αντικείμενα, σε άλλα απαιτείται αναπροσαρμογή και σε άλλα μια νέα οπτική. Για παράδειγμα, ο τίτλος του ευρύτερου κύκλου στον οποίο διδάσκω είναι η «Μεταπτυχιακή εξειδίκευση καθηγητών φυσικών επιστημών». Φαντάζομαι πως κάθε λογικός άνθρωπος, θα επέλεγε τη συγκεκριμένη ενότητα με σκοπό την παρακολούθηση μαθημάτων που θα τον/την βοηθήσουν να διδάξει καλύτερα τα σχετικά μαθήματα στη μέση εκπαίδευση. Δυστυχώς, τον/την περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη: έχει να επανα-διεκπεραιώσει εξαρχής έναν τεράστιο όγκο βασικών μαθημάτων, όπως τα διδάχτηκε στις βασικές του σπουδές στο πανεπιστήμιο, και μόνο στο τέλος μπορεί να παρακολουθήσει και ένα που τιτλοφορείται «Φυσικές Επιστήμες: ιστορία, επιστημολογία και εκπαιδευτική μεθοδολογία». Η κοινή λογική υπαγορεύει το αυτονόητο, που μας το μεταφέρουν κάθε χρόνο οι ίδιοι οι φοιτητές: πως θα τους ήταν υπεραρκετά ένα ή δύο μαθήματα στη βασική επιστήμη και περισσότερα από ένα μαθήματα στην Ιστορία, επιστημολογία και διδακτική των φυσικών επιστημών. Σε ό, τι αφορά, τώρα, το σχετικό και ουσιαστικό μάθημα, που έχει τίτλο «Φυσικές Επιστήμες: Ιστορία, Επιστημολογία και Εκπαιδευτική Μεθοδολογία», όπως φαίνεται και από τον τίτλο του αντιμετωπίζει τις φυσικές επιστήμες ως κάτι ενιαίο. Όμως, είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές, λ.χ. μεταξύ της βιολογίας ως επιστήμης από τη μια, της χημείας και της φυσικής, από την άλλη, που δεν δεν είναι δυνατόν να μην αντανακλώνται και στον τρόπο διδασκαλίας και μάθησης του αντικειμένου. Το πείραμα και τα μαθηματικά, λ.χ., είναι η κύρια μέθοδος των φυσικών επιστημών, μια και ο κόσμος τους κυριαρχείται από νόμους με παγκόσμια ισχύ — κάτι που δεν ισχύει για τον κόσμο των ζωντανών οργανισμών. Αντιθέτως, η μέθοδος της βιολογίας στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ιστορική. Συνεπώς, είναι αναγκαίος ένας επαναπροσδιορισμός του πώς δομούνται κάποια ή περισσότερα από τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα.

Δύο άλλα σημεία που θίγονται στα τρία κείμενα είναι: α) ο τρόπος επιλογής των υποψηφίων σπουδαστών του ΕΑΠ και β) η δυνατότητα να προηγούνται οι νεότεροι στην επιλογή τους ως μέλη ΣΕΠ. Πιστεύω πως η κλήρωση έχει το προσόν του αδιάβλητου, αλλά υστερεί σε δικαιοσύνη και λογική. Γνωρίζω αρκετούς υποψήφιους οι οποίοι έχουν επιχειρήσει τέσσερις και πέντε φορές να επιλεγούν, αλλά εις μάτην. Άλλοι, συχνά κατέχοντας και άλλους μεταπτυχιακούς τίτλους ευνοήθηκαν από την κλήρωση με την πρώτη απόπειρα.

Τέλος, σε ότι αφορά τον αποκλεισμό των ομότιμων από τη δυνατότητα της διδασκαλίας, είναι ασφαλώς λογικό στις συνθήκες ανεργίας που βιώνουμε να προτιμηθούν για την επιτέλεση του συγκεκριμένου έργου νέοι άνθρωποι με τίτλους και προσόντα, που πιθανόν είναι άνεργοι. Από την άλλη, είναι κρίμα να μην υπάρχει η δυνατότητα της χρησιμοποίησης όλης αυτής της συσωρευμένης εμπειρίας πολλών ικανών ανθρώπων. Ίσως η χρησιμοποίησή τους μόνο για τον συντονισμό κάποιου μαθήματος θα ήταν χρήσιμη και εποικοδομητική, βοηθώντας και τους νεότερους στην πρώτη τους επαφή με το αντικείμενο. (Και για να μην κατηγορηθώ για υστεροβουλία, θυμίζω πως η υπερφορολόγηση καταντά το οικονομικό κίνητρο μηδαμινό για τους συνταξιούχους).

Κυριάκος Αθανασίου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος ΣΕΠ του ΕΑΠ. Διδάσκει αμισθί, επί σειρά ετών, στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα βιολογίας του ΕΚΠΑ.