Σε προηγούμενη δημοσίευση στηρίξαμε την θέση ότι η άμεση επεξεργασία και προώθηση ενός πλαισίου ριζοσπαστικών αλλαγών στην Παιδεία δεν είναι καθόλου πολυτέλεια. Αντίθετα, μαζί με την προφανή κοινωνική της σημασία (και εξ αιτίας της) μπορεί να αποκτήσει βαρύνοντα ρόλο στις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις.

Με ικανοποίηση διαπιστώσαμε ότι η θέση αυτή υποστηρίζεται από το πνεύμα της εισήγησης του Υπουργού Παιδείας στη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης. Με ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση είδαμε ότι κάποιες από τις σκέψεις που διατυπώνουμε παρακάτω ήδη περιλαμβάνονται στις προγραμματικές εξαγγελίες.

Δυστυχώς (ή μήπως «ευτυχώς»;) το υπουργικό επιτελείο φαίνεται αυτή τη στιγμή πιο ευαίσθητος και «προχωρημένος» δέκτης τέτοιων προβληματισμών από το συνδικαλιστικό «σώμα», την εκπαιδευτική Αριστερά (συμπεριλαμβανομένης της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ) και το σύνολο του κλάδου μας. Αυτό συνιστά ένα «ιστορικό παράδοξο», που επιβάλλεται να «εξισορροπηθεί». Γιατί οι δραστικές αλλαγές, που δεν στηρίζονται και δεν προκαλούνται από τα κάτω, παραμένουν στο πεδίο των καλών προθέσεων.

Θέλοντας να συμβάλλουμε στην άμεση ενεργοποίηση του εκπαιδευτικού κινήματος στις νέες συνθήκες, διατυπώνουμε κάποια κομβικά ερωτήματα για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, για το πραγματικά Νέο Σχολείο που χρειαζόμαστε. Σ’ αυτήν άλλωστε την φάση, τα ερωτήματα είναι ίσως σημαντικότερα από τις απαντήσεις (άλλη μια επιβεβαίωση του θείου Αλβέρτου), αρκεί να μην διαιωνιστούν αναπάντητα.

Ξεκινάμε με ορισμένα «ακίνδυνα» (και επομένως ανοικτά σε ευρύ διάλογο), αλλά κρίσιμα «παιδαγωγικού» τύπου ερωτήματα:

– Ποιο θα είναι το μορφωτικό – παιδαγωγικό περιεχόμενο του νέου σχολείου; Η γνώση θα εξακολουθήσει να «παρέχεται» και να αποστηθίζεται ανά «διδακτικές μονάδες» ή θα νοείται και θα υλοποιείται σαν μια διαδικασία έρευνας – ανακάλυψης – κριτικής προσέγγισης;

Θα συνεχίσουμε να χορηγούμε στους μαθητές μας «χαπάκια» γνωστικών προϊόντων προς κατάποση ή θα πλαισιώσουμε την γνωστική διαδικασία με αναφορές, πεδία εφαρμογών και υλοποίηση στόχων που θα τίθενται με την συνδρομή της μαθητικής κοινότητας;

– Θα εισαχθεί η (ανύπαρκτη σήμερα) τεχνολογική διάσταση σε όλο το φάσμα των μορφωτικών ενοτήτων, σαν κεντρικό στοιχείο της γνωστικής διαδικασίας για όλους τους μαθητές και όχι σαν καρικατούρα κατάρτισης για σχολεία β’ διαλογής; Με ποια υποδομή; Οι μαθητές θα παρατηρούν, θα μετρούν, θα πειραματίζονται, θα κατασκευάζουν ή απλά θα «διδάσκονται»;

– Για ποιο λόγο ο εξεζητημένος μαθηματικός ή γλωσσικός φορμαλισμός να κυριαρχούν; Γιατί καν να απορροφούν περισσότερο χρόνο σχολικής δραστηριότητας για παράδειγμα από το θέατρο, τον κινηματογράφο, την λογοτεχνία και τη μουσική σαν δημιουργικές δράσεις και –ταυτόχρονα- πεδία ανάπτυξης κλίσεων αλλά και πρακτικής κατάρτισης;

Το πλαίσιο «διοικητικής» αξιολόγησης ατομικού τύπου είναι «κακό» για τους διδάσκοντες αλλά «καλό» για τους διδασκόμενους; Το πρόβλημα με την εξεταστική διαδικασία είναι αν βάζει «ταξικούς φραγμούς» ή αν είναι «χαλαρή»; Αν είναι «αντικειμενική» ή «άδικη»; Ή ότι απλά υπάρχει σαν τέτοια, δηλαδή σαν μια εξατομικευμένη διαδικασία ελέγχου της αποστήθισης και «δίωξης» του λάθους; Η αξιοποίηση των projects από αρκετούς συναδέλφους, έδειξε ότι είναι δυνατή η ουσιαστική κρίση των μαθητών μέσα από το σύνολο του έργου τους στο πλαίσιο της ομάδας, με τρόπο που να αναδεικνύει την ιδιαίτερη συνεισφορά, την προσωπικότητα και τις ατομικές ικανότητες του καθενός. Μια ζωντανή, ευρηματική παρουσίαση, που μπορεί να μετατραπεί και σε θεατρικό δρώμενο, μια συλλογική δημοσίευση ή ανάρτηση στο διαδίκτυο, ένας ατομικός φάκελος δραστηριοτήτων είναι πολύ αντιπροσωπευτικότερα από ένα νούμερο, που προκύπτει από μια ατομική εξέταση (χωρίς να αποκλείεται και αυτή, με άλλη στόχευση και μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον).

– Η αυτονομία του σχολείου νοείται απλά σαν απόσπασή του από τη διαδικασία εισαγωγής στα ΑΕΙ; Μήπως το απολυτήριο του Λυκείου πρέπει να αποκτήσει (να επανακτήσει, αν θέλουμε να θυμηθούμε πολύ παλιότερες εποχές) αυτόνομη ακαδημαϊκή αξία; Μήπως πρέπει να ενσωματώνει πιστοποιήσεις αναγκαίων γνώσεων ή δεξιοτήτων (π.χ. ξένες γλώσσες, πληροφορική, ωδείο), που σήμερα εκχωρούνται σε ιδιωτικά κέντρα; Μήπως ο ατομικός φάκελος κάθε μαθητή μπορεί να συνιστά πιστοποιημένο βιογραφικό στοιχείο για εργασία ή για εγγραφή σε κάποιο ΑΕΙ;

– Ένας τόσο διευρυμένος ρόλος του σχολείου, μια τόσο εμπλουτισμένη μορφωτική διαδικασία μπορεί να εγκλειστεί σε ένα ασφυκτικό ωρολόγιο πρόγραμμα – άθροισμα χρονικών μονάδων; Μπορεί η σχολική λειτουργία να εκφραστεί πιο ελεύθερα και δημιουργικά μέσα από «ζώνες δράσεων» πρωί – απόγευμα, που κάθε μια θα σχετίζεται με συγκεκριμένο κύκλο δραστηριοτήτων και στοχεύσεων;

– Ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου στο νέο σχολείο; Θα εξακολουθήσουμε να θεωρούμε τον «πετυχημένο» δάσκαλο κάτι σαν χαρισματικό performer; Ή θα δούμε τους εαυτούς μας μάλλον σαν εμπνευστές, οργανωτές και τροφοδότες της συλλογικής και ατομικής δράσης των παιδιών; Ο δάσκαλος ως «κέντρο προσοχής» είναι (το διαπιστώνουμε άλλωστε στην καθημερινή μας εμπειρία) μάλλον κάτι ξεπερασμένο.

Τα παραπάνω ερωτήματα είναι λίγα από μια ατέλειωτη σειρά. Και δεν είναι καν τα σπουδαιότερα, ούτε ίσως τα πιο άμεσα. Υπάρχουν πιο «επικίνδυνα». Για παράδειγμα: Με ποιον τρόπο θα γίνονται οι προσλήψεις; Επιστροφή στην επετηρίδα; Πώς θα εξασφαλιστεί βαθμιαία να διοχετεύονται στα σχολεία παιδαγωγοί από επιλογή και όχι μόνο από ανάγκη; Αν βαθμιαία εξαλείφεται το έδαφος που ανθεί η Παραπαιδεία (που βέβαια είναι μια αργόσυρτη διαδικασία) τι γίνεται με τους δεκάδες χιλιάδες συναδέλφους που απασχολούνται εκεί; Πώς το δημόσιο μπορεί να «επιτεθεί» στα φροντιστήρια, εντάσσοντας βαθμιαία στο δυναμικό του άξιους συναδέλφους που δουλεύουν σε συνθήκες άθλιας εκμετάλλευσης; Ποιο θα είναι το μελλοντικό «ιδιοκτησιακό καθεστώς» της Δημόσιας Παιδείας; Το «κράτος – ιδιοκτήτης» στη σημερινή του μορφή; Είναι έξω από τη λογική μας η βαθμιαία ενσωμάτωση των σχολείων σε μια άλλου τύπου αυτοδιοίκηση των τοπικών κοινωνιών, με ελεύθερη οριζόντια δικτύωση και συντονισμό των σχολικών μονάδων;

Όλα αυτά φαίνεται να οδηγούν αρκετά μακριά – ίσως όμως όχι και τόσο, αν σκεφτούμε τις προσωπικές μας εμπειρίες, τις ανάγκες του σήμερα και τους απροσδόκητους δρόμους (προς το καλύτερο ή το χειρότερο) που μπορεί να περιμένουν μια κοινωνία σε κρίση, μια κοινωνία στο κενό.

Είναι χρέος συλλογικό του ζωντανού και υγιούς κινήματος και ατομικό του κάθε δασκάλου να συμβάλλει στη χάραξη και στην επιβολή στην πράξη ριζοσπαστικών αλλαγών, που θα κατευθύνονται στην αντικατάσταση του σημερινού κρατικο-ιδιωτικού συστήματος εκπαίδευσης με μια Παιδεία Ελευθερίας σε συνάρτηση με την κίνηση προς μια οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, που θα στηρίζει την κατάκτηση μιας τέτοιας Παιδείας και ταυτόχρονα θα την προϋποθέτει.

Ας ελπίσουμε ότι ανοίγει μια νέα σελίδα στην ελληνική πολιτική ιστορία, όπου θα έχουμε τον καιρό με το μέρος μας. Είναι όμως και αυτό το ζητούμενο ενός πολύ σκληρού πολιτικού αγώνα, που είναι ήδη σε εξέλιξη και στον οποίο έχουμε θέση –όχι βέβαια σαν θεατές – ψηφοφόροι ή εκ του ασφαλούς κριτές.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΝΑ ΑΜΩΡΑΤΗ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ – ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ