Γ. Αμανατίδης: Η Παιδεία αποτελεί ανθρώπινο, καθολικό δικαίωμα και καθολικό αγαθό

Σε πείσμα των καιρών που ζούμε, οφείλουμε vα προστατέψουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να εφαρμόσουμε μια νέα εκπαιδευτική πολιτική

Ομιλία Υφυπουργού Εξωτερικών, Γιάννη Αμανατίδη κατά τη συζήτηση για το Σχέδιο Νόμου «Ρυθμίσεις για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις»

Η αναθεώρηση του υφιστάμενου Νόμου 4027/2011 που ρυθμίζει την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό κρίθηκε απαραίτητη, λόγω των πλείστων προβλημάτων που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του. Αυτό επιχειρείται με το σημερινό Σχέδιο νόμου που συζητούμε στη Βουλή και ο κύριος λόγος είναι ότι το υφιστάμενο πλαίσιο της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των αποσπασμένων εκπαιδευτικών και το ουσιαστικό και έμπρακτο, σε πλείστες περιπτώσεις, ενδιαφέρον της ελληνικής ομογένειας.

Σκοποί και στόχοι μας είναι η διατήρηση της ιδιαίτερης γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας του αποδήμου Έλληνα και η διευκόλυνση της προσαρμογής του σε ένα άλλο πολιτισμικό περιβάλλον μέσω της αξιοποίησης των υφιστάμενων εκπαιδευτικών δομών της χώρας υποδοχής, όπως και η αναγνώριση όλων των μορφών ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης εξωτερικού και η αντίστοιχη ενίσχυσή τους.

Η μορφή του σχολείου (δίγλωσσο ή αμιγές, Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού, ενταγμένο ή μη) λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της χώρας στην οποία λειτουργεί, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, τη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, ώστε να εφαρμοσθεί διαφοροποιημένη πολιτική ανά περίπτωση. Για αυτό το λόγο το μοντέλο της δίγλωσσης εκπαίδευσης, το οποίο κερδίζει έδαφος λόγω των δυνατοτήτων που δίνει στους μαθητές να συνεχίσουν τις σπουδές τους τόσο στην ελληνική όσο και στην αλλοδαπή τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα εφαρμοσθεί σταδιακά, κατόπιν υπογραφής σχετικής διακρατικής συμφωνίας, η οποία θα εξασφαλίζει τα συμφέροντα της ελληνικής Ομογένειας.

Η καταγραφή των υφιστάμενων φορέων, η οποία, δυστυχώς, αν και είχε προβλεφθεί στο παρελθόν δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συνολική αποτύπωση των χαρακτηριστικών τους. Η εικόνα που θα προκύψει από την καταγραφή θα επιτρέψει την σωστή εποπτεία των φορέων καθώς και τη χάραξη στοχευμένης εκπαιδευτικής πολιτικής σε βάθος χρόνου.

Χρειάζεται έγκαιρος ετήσιος σχεδιασμός των αποσπάσεων των εκπαιδευτικών βάσει πραγματικών υπηρεσιακών αναγκών. Για το σκοπό αυτό, ο συντονιστής εκπαίδευσης είναι υπεύθυνος για τη συλλογή των στοιχείων που απαιτούνται (αριθμός τμημάτων, αριθμός μαθητών, θέσεις εκπαιδευτικών, ωρολόγιο πρόγραμμα, κ.ά.), τα οποία υποβάλει ηλεκτρονικά στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας.

Συστήνεται Μόνιμη Επιτροπή μεταξύ των συναρμοδίων Υπουργείων Παιδείας, Πολιτισμού και Εξωτερικών και εκπροσώπων μορφωτικών Ιδρυμάτων, όπως το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Έργο της, ο προγραμματισμός κοινών δράσεων για την ελληνική παιδεία και πολιτισμό στο εξωτερικό και η διασφάλιση της απρόσκοπτης και συντονισμένης συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων φορέων. Αναγνωρίζοντας τη συμβολή τα Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό, προστίθεται στην Μόνιμη Επιτροπή και ένα μέλος, το οποίο θα καθορίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Επιπλέον, θεσμοθετείται Μόνιμη Επιτροπή για την παρακολούθηση και προώθηση του έργου φορέων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο εξωτερικό καθώς και την αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών που αποσπώνται σε αυτές. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας προσέγγισης, εκτός της ελληνικής ομογένειας, αλλοδαπών που αγαπούν την Ελλάδα και επιθυμούν να μετάσχουν της ελληνικής παιδείας.

Λαμβάνεται μέριμνα για την παιδαγωγική καθοδήγηση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ώστε να υποστηρίζονται ουσιαστικά στο έργο τους από τους αρμόδιους φορείς στην Ελλάδα. Η χρήση των νέων μορφών τεχνολογίας επιτρέπει τη σύνδεση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης με τη δια βίου μάθηση, χωρίς την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

Εισάγεται ευελιξία στον τρόπο ενίσχυσης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης που λαμβάνει υπόψη τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες και ανάγκες. Υπό το πρίσμα αυτό, Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού με μικρό αριθμό μαθητών θα μπορούν να ενισχύονται από την ελληνική Πολιτεία με τη διάθεση εκπαιδευτικού υλικού (ηλεκτρονικού ή έντυπου) ώστε να διατηρηθεί ο δεσμός του απόδημου, όπου και αν βρίσκεται, με τη μητροπολιτική Ελλάδα.

Και πάνω από όλα αξιοποιείται η γνώση και η εμπειρία της Ομογένειας και ενίσχυση του ρόλου της με τη δυνατότητα που δίνεται σε μέλη της που έχουν τα απαραίτητα προσόντα να προσληφθούν ως διδακτικό προσωπικό στα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται η αποδοτική συνεργασία μεταξύ αποσπασμένων εκπαιδευτικών και Ομογένειας, καθώς και η ανταλλαγή εμπειριών, παιδαγωγικών αντιλήψεων και επιστημονικών πρακτικών.

Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας και θα εξετάσουμε σε δεύτερη φάση τις προτάσεις της παγκόσμιας διακοινοβουλευτικής Ένωσης Ελληνισμού (ΠΑΔΕΕ) και στο παρόν νομοσχέδιο μέρος των προτάσεών της είναι ενσωματωμένο. Το επόμενο διάστημα θα θεσπίσουμε την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας – Ελληνοφωνίας.

Η θέση μας ως κυβέρνησης για την εκπαίδευση έχει δύο διακριτούς στόχους: δημόσια, δωρεάν, δημοκρατική για όλους από τη μια μεριά και ποιοτικά αναβαθμισμένη, υψηλού επιπέδου από την άλλη. Η Παιδεία αποτελεί ανθρώπινο, καθολικό δικαίωμα και καθολικό αγαθό. Είναι υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει δωρεάν ποιοτική εκπαίδευση ισότιμα σε όλους, με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ενεργό συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ανάλογα με την κλήση και τις ικανότητες του καθενός και της καθεμιάς.

Η άρση των φραγμών και η απάλειψη κάθε λογής διακρίσεων συνδέονται άμεσα με τη δωρεάν παροχή δημόσιας παιδείας υψηλού επιπέδου και αποτελούν για μας θεμελιακούς, αξιακούς στόχους.

Με το παρόν νομοσχέδιο, τηρώντας και το άρθρο 16, παρ. 8, του Συντάγματός μας, που επιτάσσει ότι ειδικός νόμος ορίζει τα της εποπτείας της ιδιωτικής εκπαίδευσης καθώς και τα της υπηρεσιακής κατάστασης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, υλοποιούμε τη δέσμευσή μας ότι για μας είναι αδιανόητη η υπαγωγή των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο Υπουργείο Εργασίας και ότι θα διασφαλίσουμε εργασιακά τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα προς όφελος των μαθητών και της Παιδείας, όπως άλλωστε ανέφερα στην τοποθέτησή μου σε επίκαιρη ερώτηση προς τον τότε Υφυπουργό Παιδείας, κ. Κεδίκογλου και προκύπτει από το παρακάτω πλήθος νομολογιών, όπως:

Αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, χαρακτηριστικά η 1871/2006, στην οποία αναφέρεται ότι «η παροχή στους εκπαιδευτικούς σταθερού καθεστώτος απασχόλησης συνάπτεται άμεσα με την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου που παρέχουν, τόσο προς ωφέλεια της εκπαιδευτικής κοινότητας, όσο και του εκπαιδευτικού συνόλου γενικότερα», η απόφαση του Αρείου Πάγου, η 864/1976, ότι «η συχνή εναλλαγή του διδακτικού προσωπικού και οι αναιτιολόγητες απολύσεις παρεμποδίζουν την πραγμάτωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων σκοπών της παιδείας, ο δε έλεγχος της νομιμότητας και της καταχρηστικότητας των καταγγελιών σύμβασης πρέπει να γίνεται από τα Υπηρεσιακά Συμβούλια της εκπαίδευσης -ΚΥΣΠΕ, ΚΥΣΔΕ, ΠΥΣΠΕ, ΠΥΣΔΕ- σύμφωνα με την πάγια νομολογία αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων». Επίσης, η απόφαση 245/1998 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά την καταχρηστικότητα της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης, η απόφαση 1357/1999 του Συμβουλίου της Επικρατείας ορίζει με σαφήνεια ότι «η απόλυση για να μην κριθεί παράνομη έως καταχρηστική, θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά σε λόγους σχετικούς με την ικανότητα του εκπαιδευτικού».

Τέλος, η απόφαση 622/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας συνοψίζει σε γενικές γραμμές το σύνολο της νομολογίας, αναφέροντας ότι με βάση τη συνταγματική επιταγή θεσπίζεται η εποπτεία του κράτους επί των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και ως προς τις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών αποφαίνεται ότι ο νομοθέτης στη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και στην υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού τους μπορεί να θεσπίζει προϋποθέσεις και όρους ως προς τη σύναψη και τη λύση της εργασιακής σύμβασης που συνδέει τον ιδιοκτήτη. Στην ίδια απόφαση καταληκτικά τονίζεται ότι αυτές οι διατάξεις του Ν. 682 εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς σταθερές εργασιακές σχέσεις, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, ο οποίος έχει αμετάκλητα αναχθεί σε λόγο δημοσίου συμφέροντος.

Η ποιότητα στην εκπαίδευση περνάει μέσα από την προσοχή και την φροντίδα για τον εκπαιδευτικό, θέση η οποία εκφράστηκε και από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών.

Τα νεοφιλελεύθερα διλήμματα «ποιοτική εκπαίδευση για λίγους» ή «μαζική εκπαίδευση χαμηλού επιπέδου», «αριστεία ή δημοκρατία» είναι προσχηματικά και θέλουν να καλύψουν την έλλειψη ενδιαφέροντος για την απόλαυση του αγαθού της Παιδείας από όλους και όλες.

Κρύβουν τη στοχευμένη πολιτική των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση και την παιδεία ως εμπόρευμα και όχι ως κοινωνικό δικαίωμα. Δείχνουν ένα δέντρο, για να μην φανεί ότι πίσω καίγεται το δάσος. Ότι χρόνια υπήρχε η υποχρηματοδότηση της Παιδείας, η οποία θα ήταν εντονότερη αν εφαρμοζόταν το Μεσοπρόθεσμο, που είχαν ψηφίσει. Ότι επιχειρούσαν να χειραγωγήσουν τους εκπαιδευτικούς μέσω της τιμωρητικής αξιολόγησης που οδηγούσε σε δεξαμενή εκπαιδευτικών και δημοσίων υπαλλήλων προς απόλυση, όπως άλλωστε έκαναν με τις 2.000 και πλέον απολύσεις εκπαιδευτικών με μεταπτυχιακά και διδακτορικά, με τη διάλυση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, και την ίδια ώρα μπορούν ανερυθρίαστα να μιλούν για Αριστεία.

Η αξία της γνώσης ήταν πολύ ψηλά πάντοτε στην Αριστερά και στην υπεράσπιση του δικαιώματος αυτού αφιέρωσαν τη ζωή τους χιλιάδες διανοούμενοι και εκπαιδευτικοί της Αριστεράς. Παραφράζοντας, λοιπόν, τη ρήση του Γληνού, θα έλεγα: «Kάτω λοιπόν τα ψέμματα όλα. Είμαστε σύμφωνοι. Tο σχολείο το θέλετε σεις όργανο της κυριαρχίας σας». Kαι μεις αγωνιζόμαστε, ώστε το σχολείο να συμβάλλει σε μια δικαιότερη και ανθρωπινότερη κοινωνία, λιγότερο υποκριτική, λιγότερο απάνθρωπη.

Σε πείσμα των καιρών που ζούμε, οφείλουμε vα προστατέψουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να εφαρμόσουμε μια νέα εκπαιδευτική πολιτική που θα επενδύει στην εκπαίδευση, για έξοδο από την κρίση, για μια κοινωνία καμωμένη με τα ιδανικά του ανθρωπισμού και για ένα μέλλον αξιοπρέπειας και ίσων ευκαιριών για όλους, κόντρα στις μετανεωτερικές αντιλήψεις που ήθελαν τις μεταρρυθμίσεις με μοναδικό στόχο την εργαλειακή αξιοποίηση της γνώσης για την υπηρέτηση των αναγκών της αγοράς εργασίας, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την εκπαίδευση. Σε ένα σχολείο που θα μπορεί να γίνει αυτό που έλεγε ο Καζαντζάκης:
«Ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντας το μαθητή του να φτιάξει τις δικές του γέφυρες».