Πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες έχουν βρεθεί τον τελευταίο έναν χρόνο στην χώρα μας: είκοσι χιλιάδες, περίπου, από αυτούς είναι παιδιά σχολικής ηλικίας, από τα οποία δεκαπέντε χιλιάδες σε ηλικία υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης. Το τελευταίο διάστημα αρχίζει να σχηματοποιείται σε επίπεδο διακηρύξεων του Υπουργείου Παιδείας ένα υβριδικό μοντέλο «διαχείρισης» της σχολικής φοίτησης για τα παιδιά αυτά: ένα μέρος τους θα διοχετευθεί στο επίσημο δημόσιο σχολικό σύστημα, με την ενεργοποίηση των υποστηρικτικών μηχανισμών (Τάξεις Υποδοχής), ενώ, για ένα άλλο –αδιευκρίνιστης έκτασης– τμήμα προδιαγράφεται η λειτουργία «σχολείων» εντός ή πλησίον των κέντρων υποδοχής ή προσωρινής φιλοξενίας.

Θεωρούμε ότι η δεύτερη επιλογή, της δημιουργίας παράλληλων και αποκομμένων από το δημόσιο σχολείο «ειδικών» δομών εκπαίδευσης για συγκεκριμένους πληθυσμούς (στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόσφυγες) οδηγεί κατευθείαν σε μια λογική γκετοποίησης, βρίσκεται σε αντίθεση με τις διακηρύξεις περί διαπολιτισμικότητας και ένταξης και μας πηγαίνει, ως κοινωνία και ως εκπαιδευτική κοινότητα, πάρα πολλά χρόνια πίσω, καταργώντας κεκτημένα δεκαετιών.

Το δημόσιο σχολείο κατάφερε τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, παρά τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις παλινωδίες, να εντάξει περισσότερους από 100.000 αλλόγλωσσους μαθητές και μαθήτριες. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε ένα θεσμικό πλαίσιο και οι αντίστοιχες δομές υποστήριξης (Τάξεις Υποδοχής Ι και ΙΙ, Φροντιστηριακά Τμήματα), επιμορφώθηκαν εκπαιδευτικοί στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας και στις αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, αναπτύχθηκαν παρεμβάσεις και προγράμματα με εθνικούς και διεθνείς πόρους, όπως το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Αλλοδαπών και Παλιννοστούντων Μαθητών, επενδύθηκαν σημαντικοί εθνικοί και ευρωπαϊκοί πόροι. Φαίνεται, επομένως, παράδοξο να αντιμετωπίζεται η στρατηγική για την εκπαιδευτική ένταξη 15.000 προσφύγων μαθητών ως μια «άγνωστη χώρα» ή ως ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ακόμα πιο ανησυχητική φαίνεται η επεξεργασία πολιτικών διαχωρισμού των μαθητών αυτών σε ειδικά σχολεία μέσα στους καταυλισμούς, στο όνομα της προσωρινότητας της παραμονής τους στη χώρα. Ανάλογες πολιτικές εφαρμόστηκαν σποραδικά τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως για μαθητές Ρομά, αλλά και για πρόσφυγες διαμένοντες στο Κέντρο Υποδοχής Λαυρίου την περίοδο 1991-2000. Σε κάθε περίπτωση οι πολιτικές αυτές αξιολογήθηκαν αρνητικά, τόσο ως προς τα εκπαιδευτικά όσο και ως προς τα κοινωνικά τους αποτελέσματα και αντικαταστάθηκαν από πολιτικές και πρακτικές ένταξης και συμπερίληψης.

Η ιδέα ότι η δημιουργία εκπαιδευτικών δομών μέσα ή δίπλα στα Κέντρα Προσωρινής Φιλοξενίας Προσφύγων είναι στη φάση αυτή αναπόφευκτη, κατά τη γνώμη μας αποτελεί μια ατεκμηρίωτη και, ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματά της, καταστροφική διολίσθηση σε πολιτικές διαχωρισμού, για τους εξής, κυρίως, λόγους:

• Οδηγεί στη δημιουργία εκπαιδευτικών δομών –πάρκινγκ: ειδικά σε ό,τι αφορά στη διδασκαλία της γλώσσας της χώρας υποδοχής, η απουσία φυσικού χώρου χρήσης (μέσω της αλληλεπίδρασης με φυσικούς ομιλητές) μειώνει κατακόρυφα τα κίνητρα και το ρυθμό κατάκτησης της γλώσσας. Έτσι, αντί να δημιουργούνται προϋποθέσεις εκπαιδευτικής σύγκλισης με τον πληθυσμό για τον οποίο η γλώσσα του σχολείου είναι μητρική του γλώσσα, αναπτύσσονται ολοένα μεγαλύτερες αποκλίσεις – άρα και συνθήκες έντασης της εκπαιδευτικής ανισότητας.

• Οδηγεί στη «θυματοποίηση» των ίδιων των παιδιών προσφύγων, αναπαράγοντας τη ρητορεία περί «ειδικών αναγκών»: «Η διαμονή τους είναι προσωρινή», «βρίσκονται υπό καθεστώς φόβου», «δεν έχουν σχολική εμπειρία από τη χώρα προέλευσής τους». Στην πραγματικότητα, η εμπειρία με ανάλογους πληθυσμούς τις προηγούμενες δεκαετίες έχει δείξει ότι εντάσσονται αποτελεσματικά και λειτουργικά στο δημόσιο σχολείο, στο βαθμό που υφίστανται και λειτουργούν οι αντίστοιχοι υποστηρικτικοί θεσμοί (Τάξεις Υποδοχής, Φροντιστηριακά Τμήματα).

• Ο εκπαιδευτικός διαχωρισμός δημιουργεί ένα περιβάλλον αποκλεισμού και γκετοποίησης με προφανείς κινδύνους ως προς τη μελλοντική, βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη, κοινωνική πορεία των ομάδων που περιθωριοποιούνται. Η ανάπτυξη της παραβατικότητας και του κοινωνικού μίσους βρίσκονται ανάμεσα στις προβλεπόμενες στάσεις και συμπεριφορές.

• Για την «πλειονοτική» ομάδα (μαθητές, εκπαιδευτικούς, γονείς και ευρύτερη κοινότητα) ο διαχωρισμός συντελεί στην εδραίωση στερεοτύπων και προκαταλήψεων, στη δαιμονοποίηση του «άλλου» και στην διάχυση των πρακτικών διάκρισης και σε άλλους κοινωνικούς χώρους: αφού δεν είναι στο ίδιο σχολείο με το παιδί μου, γιατί να είναι στο ίδιο νοσοκομείο, στο ίδιο πάρκο, στον ίδιο εργασιακό χώρο αύριο; Απομακρύνεται, έτσι, η προοπτική διαμόρφωσης ενός κοινωνικού συμβολαίου που να βασίζεται στον αμοιβαία εμπλουτιστικό σεβασμό και στην πολιτισμική αλληλεπίδραση και εδραιώνεται η πεποίθηση ότι το σχολείο στην Ελλάδα οφείλει να είναι μονοπολιτισμικό – μονογλωσσικό.

Το γεγονός ότι τα «παρασυστήματα», που, τελικά, οδηγούν σε ιδιότυπα «μειονοτικά σχολεία», δεν ωφέλησαν ούτε τις κοινωνίες υποδοχής ούτε τους πληθυσμούς προς ένταξη, επιβεβαιώνεται από την εγκατάλειψη αυτών των πολιτικών από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου, που από το 1996 εγκαταλείπει τη λογική των «ελληνικών σχολείων» για την ομογένεια ως καταστροφική για τις προοπτικές ένταξής της στις κοινωνίες υποδοχής και ως αίτιο διαιώνισης της κατώτερης κοινωνικής της θέσης. Με την έννοια αυτή, θεωρούμε ότι:

• Είναι επιτακτική ανάγκη να επιβεβαιωθεί έμπρακτα η εστίαση στις πολιτικές ένταξης στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, με πρόβλεψη για ανάλογους υποστηρικτικούς θεσμούς μέσα στο σχολείο (Τάξεις Υποδοχής και Φροντιστηριακά Τμήματα), κατάλληλα στελεχωμένους με δυναμικό εξειδικευμένο στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας και στις αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Να σχεδιαστεί, σε τοπικό επίπεδο, η μεταφορά των μαθητών σε μια ευρύτερη ζώνη σχολείων των όμορων Δήμων.

• Επείγουσα ανάγκη υπάρχει, επίσης, για στοχευμένη, με βιωματικό-συμμετοχικό χαρακτήρα, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και των στελεχών της εκπαίδευσης σε ζητήματα ταυτότητας-ετερότητας, διαπολιτισμικής αλληλεπίδρασης και σεβασμού των δικαιωμάτων.

• Σε περίπτωση που δημιουργηθούν εκπαιδευτικές δομές εντός ή πλησίον των καταυλισμών

Α. Σε καμία περίπτωση να μη χαρακτηρίζονται και να μην αποτελέσουν «σχολεία», αλλά «δομές πρώτης σχολικής υποδοχής».

Β. Να διασφαλιστεί η προσωρινότητα φοίτησης στις δομές αυτές και να προτεραιοποιηθούν οι οικογένειες με παιδιά σχολικής φοίτησης για την ένταξη σε προγράμματα εύρεσης κατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό να υπάρξει συντονισμός με τα συναρμόδια υπουργεία για τη διασφάλιση της δυνατότητας μετάβασης των οικογενειών αυτών σε μικρότερες δομές φιλοξενίας, όπου θα υπάρχει η δυνατότητα εγγραφής και φοίτησης στα σχολεία της περιοχής ή κοντινών περιοχών.

Γ. Να διασφαλιστεί, επίσης, ότι ανάλογες δομές δε θα αποτελέσουν «όχημα» γενίκευσης του διαχωρισμού των μαθητών προσφύγων, ακόμα κι αν για τη μετάβασή τους προϋποτίθεται η πρόβλεψη μεταφοράς με αστικές συγκοινωνίες.

Κατά τη γνώμη μας είναι απολύτως απαραίτητο να διευκρινιστεί, στο βαθμό που θα δημιουργηθούν ανάλογες δομές, ότι αυτές δε συνιστούν ένα παράλληλο-ισότιμο σύστημα («προσφυγοσχολεία»), αλλά μια έκτακτη – προσωρινή και με προσδιορισμένο ορίζοντα λειτουργίας (το πολύ τρεις μήνες για κάθε μαθητή/ρια) δομή, μέχρι τη διασφάλιση της μετάβασης των παιδιών αυτών στις δομές κοινού για όλους δημόσιου σχολείου.

Ε.Ε.Ε.Δ/Ξ.Γ. Ένωση Εκπαιδευτικών της Ελληνικής ως Δεύτερης/Ξένης Γλώσσας