Με χιλιάδες κενά σε εκπαιδευτικούς θα ανοίξουν και φέτος τα σχολεία, σηματοδοτώντας ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με αρνητικές συνέπειες στη μόρφωση των παιδιών των λαϊκών οικογενειών. Το υπουργείο Παιδείας επαναλαμβάνει ότι ζήτησε να προσληφθούν 22.500 αναπληρωτές, αλλά θα προσληφθούν 19.500, δηλαδή τα σίγουρα κενά θα είναι 3.000. Επιχειρεί δε να εμφανίσει την κυνική αυτή ομολογία σαν «άθλο» της κυβέρνησης, που, τάχα, παρά τις δυσκολίες, εξασφάλισε πιστώσεις. Προσπαθεί έτσι να διασκεδάσει τη δικαιολογημένη αγανάκτηση που γεννά αυτή η αντιμετώπιση των παιδιών, να αποφύγει το να στραφούν οι εργαζόμενοι ενάντια στο σύνολο της πολιτικής που γεννά τα προβλήματα και στην Παιδεία.

Τα κενά σε εκπαιδευτικούς δεν είναι αποτέλεσμα ατυχών επιλογών, λανθασμένης διαχείρισης, παρέκκλισης στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής. Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης πολιτικής. Για να λειτουργήσουν τα σχολεία, απαιτούνται μαζικοί διορισμοί εκπαιδευτικών, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες. Η πολιτική δραστικών περικοπών από τον κρατικό προϋπολογισμό των δαπανών για τομείς, όπως η Παιδεία, στο όνομα αντιμετώπισης των ελλειμμάτων και των χρεών, δηλαδή για τη διαχείριση σε όφελος του κεφαλαίου, ωθεί και σε μείωση εκπαιδευτικών και σε συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων. Αυτό όμως αποβαίνει σε βάρος της μόρφωσης των παιδιών.

Η σχολική χρονιά που έφυγε έχει δώσει πλούσια εμπειρία για το επίπεδο στο οποίο πέφτει το σχολείο. Είδαμε στα Δημοτικά μαθητές να περιπλανώνται από τμήμα σε τμήμα και να περνούν την ώρα τους ζωγραφίζοντας, προκειμένου να έχουν κάτι να κάνουν τις ώρες του σχολείου, κλείσιμο ολοήμερων τμημάτων, για να αξιοποιηθεί ο εκπαιδευτικός στο πρωινό πρόγραμμα. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα έμεναν επί μήνες αδίδακτα, «τρέξιμο» της ύλης όταν έρθει τελικά ο αναπληρωτής χωρίς να καλύπτονται κενά και απορίες των μαθητών. Άλλωστε, και οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις στην εκπαίδευση, το τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών που διαλύει τη ζωή τους, έχουν την αντανάκλασή τους στη μορφωτική διαδικασία. Κάθε χρόνο, χιλιάδες εκπαιδευτικοί, αναπληρωτές, με μπλοκάκι, ωρομίσθιοι κ.λπ., απολύονται με τη λήξη της σχολικής χρονιάς, χωρίς να γνωρίζουν πού και αν θα έχουν δουλειά το χειμώνα. Αντίστοιχα, τα σχολεία κάθε χρόνο αναζητούν εκπαιδευτικούς, προκειμένου να λειτουργήσουν, αφού το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό υποκαθίσταται σταδιακά εδώ και πολλά χρόνια με εκπαιδευτικούς που εργάζονται με ελαστικές εργασιακές σχέσεις.

Αυτή η κατάσταση εντάσσεται σε ένα εκπαιδευτικό τοπίο που χτίζεται βήμα βήμα. Φορτώνει δεξιότητες, διαμορφώνει συνειδήσεις και συγκεκριμένη στάση απέναντι και στην ίδια την κατάκτηση της γνώσης. Αντιμετωπίζει τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας, που βασίζονται στο δημόσιο σχολείο για τη μόρφωσή τους, σαν μελλοντικούς απασχολήσιμους, για τους οποίους το σύστημα θεωρεί ότι δε χρειάζονται ολόπλευρη μόρφωση. Άρα τους ωθεί έξω από το σχολείο, τους καταρτίζει μαζικά σε υποβαθμισμένα τεχνικοεπαγγελματικά σχολεία, τους φορτώνει με δεξιότητες και αντιλήψεις στα μέτρα των εκμεταλλευτών. Έτσι υψώνει ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση για τα παιδιά της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών – λαϊκών στρωμάτων. Επομένως, οι τεράστιες ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς είναι συνυφασμένες με το μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου, που είναι κομμένο και ραμμένο στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχεδιασμών.

Είναι χρέος όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς, αλλά για όλους τους εργαζόμενους να φέρουν με όρους μαζικής πολιτικής πάλης στο προσκήνιο τις ανάγκες των παιδιών των λαϊκών οικογενειών, να διεκδικήσουν την ικανοποίησή τους με προσανατολισμό μια Παιδεία που θα διαμορφώνει ολοκληρωμένες προσωπικότητες, που θα ανταποκρίνεται στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι των κερδών των καπιταλιστών.

Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από τη στήλη του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 20 Αυγούστου 2014.