Της Χαράς Καλημέρη

«Γερασμένο» είναι το εκπαιδευτικό προσωπικό στην Ελλάδα. Οι τρεις στους τέσσερις καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι ηλικίας άνω των 40 ετών, την ίδια ώρα που, ελλείψει κονδυλίων, η ανανέωση του εκπαιδευτικού προσωπικού φαίνεται να αποτελεί άπιαστο στόχο για τα επόμενα πολλά χρόνια.

Ειδικά σε ό, τι αφορά τη νέα σχολική χρονιά, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν όχι μόνο οι 3.000 διορισμοί μόνιμων εκπαιδευτικών που έχει υποσχεθεί η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αλλά ακόμη και οι προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών αφού απαιτούνται κονδύλια του ΕΣΠΑ. Έτσι, υπολογίζεται ότι τον Σεπτέμβριο οι κενές θέσεις δασκάλων και καθηγητών στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας θα ξεπεράσουν τις 25.000.

Ειδικότερα, έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προοπτικές που έχει το επάγγελμα του εκπαιδευτικού στην Ευρώπη υπογραμμίζει ότι από τη μία το πρόβλημα της γήρανσης των διδασκόντων σε πολλές χώρες κι από την άλλη η πρόβλεψη για «κύμα» συνταξιοδοτήσεων τα επόμενα χρόνια είναι πιθανό να οδηγήσει σε έλλειψη εκπαιδευτικών.

Στην έκθεση, μάλιστα, προβλέπεται ότι περίπου το 40% των καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα συνταξιοδοτηθούν μέσα στα επόμενα 15 χρόνια και απευθύνεται σύσταση προς τα κράτη -μέλη της Ευρώπης να λάβουν μέτρα ώστε να εισέλθουν στα εκπαιδευτικά τους συστήματα νέοι και προσοντούχοι εκπαιδευτικοί.

Στη χώρα μας, λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών τα τελευταία χρόνια, οι εκπαιδευτικοί σχηματίζουν «ουρά» για να βγουν στη σύνταξη. Στοιχεία των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών που αφορούν τα έτη 2010-2014 δείχνουν ότι από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση έχουν αποχωρήσει περισσότεροι από 10.000 δάσκαλοι και νηπιαγωγοί, ενώ από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχουν συνταξιοδοτηθεί περί τους 15.000 καθηγητές.

Στον αντίποδα, έχουν γίνει ελάχιστοι διορισμοί νέων εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να συγκαταλέγεται στις χώρες με το γηραιότερο προσωπικό. Εκτός από τη χώρα μας, τα σχολεία στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία και την Αυστρία είναι, επίσης, στελεχωμένα σε χαμηλό ποσοστό (μικρότερο του 25% ) με τριαντάρηδες, όταν ο μέσος όρος των εκπαιδευτικών κάτω των 40 ετών στην Ε.Ε. είναι 33,6%.

Στον αντίποδα, οι χώρες με τους νεότερους εκπαιδευτικούς είναι το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς είναι ηλικίας κάτω των 40.

Η «ασφάλεια» του Δημοσίου

Αν και η Ελλάδα έχει «παγώσει» τους μόνιμους διορισμούς στην εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια και καλύπτει τα κενά στα σχολεία με προσλήψεις αναπληρωτών, ωστόσο παραμένει από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη -μαζί με την Ισπανία, τη Γαλλία και την Κύπρο- που παρέχει στους εκπαιδευτικούς καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου. Στις περισσότερες χώρες, οι εκπαιδευτικοί είναι εργαζόμενοι με σύμβαση απασχόλησης.

Επίσης, η χώρα μας είναι από τις λίγες στην Ευρώπη που οργανώνει διαδικασίες διαγωνισμού, δημόσιους και κεντρικά προκηρυσσόμενους, για την επιλογή υποψηφίων εκπαιδευτικών. Στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στη Μάλτα, στο Λιχτενστάιν και στην Τουρκία, η μέθοδος αυτή είναι η μόνη μέθοδος πρόσληψης εκπαιδευτικού προσωπικού. Στις περισσότερες χώρες, οι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται μέσω ανοικτών διαδικασιών πρόσληψης, με εργοδότες οι οποίοι είναι συχνά σχολεία ή τοπικές εκπαιδευτικές αρχές.

Οι συμβάσεις των καθηγητών καθορίζουν, σε σημαντικό βαθμό, τον αριθμό των ωρών που απαιτούνται για να διδάξουν. Έτσι, το εβδομαδιαίο ωράριο των εκπαιδευτικών ποικίλλει σημαντικά. Σε γενικές γραμμές, οι ώρες διδασκαλίας των εκπαιδευτικών είναι περισσότερες στην προσχολική εκπαίδευση, κατόπιν μειώνονται σε έναν μέσο όρο περίπου 20 ωρών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και, τέλος, είναι λιγότερες από 20 ώρες στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, η διδασκαλία αποτελεί το 44% του συνολικού χρόνου εργασίας ενός εκπαιδευτικού, ενώ στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό παρουσιάζει μεγάλη απόκλιση καθώς φθάνει το 77%. Επίσης, στην περίπτωση των Ελλήνων εκπαιδευτικών οι απαιτήσεις διδασκαλίας ποικίλλουν ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας τους.

Τι συμβαίνει με την αξιολόγηση

Η εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης εκπαιδευτικών σε τακτική βάση αποτελεί τον «κανόνα» στην Ευρώπη. Στη χώρα μας, ωστόσο, η εφαρμογή της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών έχει «παγώσει». Οι διαδικασίες, οι οποίες ξεκίνησαν για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2014 και αφορούσαν αρχικώς σε σχολικούς συμβούλους και σε διευθυντές σχολείων, ακυρώθηκαν από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας παρότι κόστισαν περί τα 4 εκατ. ευρώ στο ελληνικό κράτος.

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ο διευθυντής του σχολείου έχει την ευθύνη της αξιολόγησης των επιδόσεων των εκπαιδευτικών. Μάλιστα, σε περισσότερες από τις μισές ευρωπαϊκές χώρες, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διεξάγεται σε τακτική βάση.

Ενδεικτικά, στην Ολλανδία, το διοικητικό συμβούλιο του σχολείου είναι εκείνο το οποίο διεξάγει την ατομική αξιολόγηση του προσωπικού. Η συστηματική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εκ μέρους του διευθυντή του σχολείου έχει ανακτήσει έδαφος στη Σλοβενία και στο Λιχτενστάιν

Στο Βέλγιο (Γαλλόφωνη Κοινότητα), στην Ελλάδα, στην Πολωνία και στην Τουρκία, ο διευθυντής του σχολείου παρεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Στο Βέλγιο (Γαλλόφωνη Κοινότητα) για παράδειγμα, η αξιολόγηση από τον διευθυντή του σχολείου ισχύει κυρίως για εκπαιδευτικούς απασχολούμενους με συμβόλαια ορισμένου χρόνου. Στην Πολωνία, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διεξάγεται από τον διευθυντή του σχολείου, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εκπαιδευτικός υποβάλει αίτηση προαγωγής σε ανώτερο βαθμό.

Πηγή ΗΜΕΡΗΣΙΑ