Δημήτρης Ματθαίου. Ομότιμος Καθηγητής | Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΕΚΠΑ

Η εκπαιδευτική πολιτική αποτελεί δημοφιλή στόχο αρνητικού σχολιασμού. Οι παραγωγοί της επικρίνονται για πολλά. Γιατί, δεν αξιοποιούν τα πορίσματα της εκπαιδευτικής έρευνας. Γιατί τα χρησιμοποιούν, συχνά, όπως οι μεθυσμένοι τους φανοστάτες: όχι για να φωτίζονται, αλλά για να στηρίζονται -κι ας είναι πολλές φορές οι φανοστάτες ευάριθμοι και το αχνό τους φως φωτίζει επιλεκτικά ορισμένα μόνο σημεία του πεζο-δρόμου της εκπαιδευτικής πραγματικότητας.
Επικρίνονται για τη μεσσιανική διάθεση αυτοπροβολής ορισμένων που επείγονται να αφήσουν το στίγμα τους στη μεταρρυθμιστική ιστορία της εκπαίδευσης -κι ας μην είναι λίγοι οι πολιτικοί αξιωματούχοι που επιθυμούν απλώς να απολαύσουν τις προνομίες του αξιώματός τους χωρίς εμπλοκή σε μεταρρυθμιστικές περιπέτειες.
Επικρίνονται γιατί δεν αφουγκράστηκαν τον αχό των παγκόσμιων εκπαιδευτικών ρευμάτων και δεν επωφελήθηκαν από τις οδηγίες χρήσης της «εργαλειοθήκης» διεθνών οργανισμών∙ της νέας πανάκειας που υποτίθεται ότι θεραπεύει πάσαν εκπαιδευτικήν νόσον…
Επικρίνονται γιατί δεν έτειναν ευήκοον ους στις υποδείξεις πεφωτισμένων κύκλων του χώρου, αν και πολλοί από αυτούς δραστηριοποιούνται εκ των υστέρων, ως κατ’ επάγγελμα (επι)κριτές αλλότριων πολιτικών, χωρίς οι ίδιοι να καταθέτουν τη δική τους συγκροτημένη και πρακτικά εφαρμόσιμη εναλλακτική πρόταση.
Επικρίνονται γιατί δεν προχώρησαν στην έγκαιρη οργάνωση ενός γνησίου διαλόγου πριν από τη διαμόρφωση της μεταρρυθμιστικής τους πρότασης -και ας παραγνωρίζεται ότι συστατικό στοιχείο του δια-λόγου είναι ο λόγος και όχι τα συνθήματα∙ ότι χρήσιμος είναι ο διάλογος όταν οδηγεί σε λειτουργικές συναιρέσεις κι όχι σε επιφανειακές αρμολογήσεις ετερόκλητων θέσεων, τις οποίες δύσκολα μπορεί να αποκρύψει ο διάτρητος μανδύας γενικόλογων διατυπώσεων.
Επικρίνονται για ασύγγνωστη αμέλεια, όταν αποτυγχάνουν να αποδώσουν την πρέπουσα σημασία στις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας μιας πολιτικής: στους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους. Επικρίνονται για…· και ο κατάλογος των επικρίσεων είναι μακρύς.
Εκείνο που περιέργως παραμένει στο περιθώριο του δημοσίου λόγου περί εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η απουσία προβληματισμού για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων. Για το αν τελικά οι αγαθές προθέσεις των μεταρρυθμιστών, οι διαβεβαιώσεις τους και οι προσδοκίες που γέννησαν επιβεβαιώθηκαν στην πράξη. Αν υπήρξαν πράγματι τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αν, ας πούμε, οι πολιτικές επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών βελτίωσαν πράγματι την επαγγελματική τους αποτελεσματικότητα, σε ποιο βαθμό και σε ποια κλίμακα. Αν η διαθεματικότητα των σχολικών προγραμμάτων προήγαγε πράγματι τη μαθησιακή διαδικασία. Αν η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών έφερε πράγματι τον κόσμο της εξωσχολικής γνώσης και της δημιουργικότητας εντός των σχολικών τειχών.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει (OECD: Education Policy Outlook 2015) ότι μόνο 1 στις 10 μεταρρυθμιστικές πολιτικές αξιολογήθηκαν για την αποτελεσματικότητά τους. Ίσως γιατί λόγω του χρόνου που χρειάζεται για να παραχθούν και να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα μιας συγκεκριμένης πολιτικής, οι παραγωγοί της δεν είναι πλέον στο προσκήνιο της δημοσιότητας για να ενδιαφερθούν. Ίσως γιατί οι διάδοχοί τους θέλουν να έχουν τα χέρια του ελεύθερα: Να προβάλλουν τις δικές τους νέες ιδέες και γνώμες, χωρίς τις δεσμεύσεις της αξιολογικής κρίσης μιας προγενέστερης πολιτικής. Από μια τέτοια πρακτική είναι εντούτοις βέβαιο, ότι ούτε η πολιτική θα βγει κερδισμένη, ούτε οι παραγωγοί της θα γίνουν σοφότεροι.
http://indeepanalysis.gr/