Eκπαίδευση, τιμή και συμβόλαια…

iPaideia.gr

γραφει ο Βασίλειος Αναγνώστου

Το σχολείο ως ανοικτό ενεργητικό σύστημα δέχεται τις επιδράσεις διαφορετικών κοινωνικών ομάδων εντός κι εκτός αυτού, δημιουργεί στοχοθεσίες, ακολουθεί διαδικασίες, διαθέτει δομές, λειτουργεί με βάση τα υλικά και τα οικονομικά μέσα του, ακολουθεί κατευθυντήριες γραμμές της επίσημης αλλά και της άτυπης εκπαιδευτικής πολιτικής, στηρίζεται σε νομοθετικό πλαίσιο, λαμβάνει υπόψη το μικρο- και το μακρο-περιβάλλον ως πλαίσιο αναφοράς του και, πρωτίστως, βασίζεται στις γνωστικές, τις συναισθηματικές και τις κοινωνικές δυνατότητες και αδυναμίες, ικανότητες ή ελλείμματα των ανθρώπων που το συνθέτουν (μαθήτριες/μαθητές, εκπαιδευτικοί, διευθύντρια/ή, μη διδακτικό προσωπικό και γονείς).

Κατά συνέπεια, όποιος εμπλέκεται με την εκπαίδευση οφείλει να λαμβάνει υπόψη κάθε παράμετρο της σχολικής εκπαίδευσης, ιδίως την ανθρώπινη, η οποία τείνει από την φύση της να λειτουργεί ελεύθερα και δημιουργικά, ήδη από την παιδική και την εφηβική ηλικία. Όταν μάλιστα επιχειρείται προσπάθεια ευθυγράμμισης σε παρωχημένες και ιδεολογικά φορτισμένες νόρμες η αποσαφήνιση καθίσταται επιτακτική.

Τις τελευταίες ημέρες δημοσιοποιήθηκαν τα πορίσματα της διαδικασίας του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία· ανάμεσα σε αυτά προτείνεται η εφαρμογή ενός κώδικα συμπεριφοράς των μαθητών με τίτλο «Παιδαγωγικός Κώδικας Δημοκρατικού Ανθρωπισμού». Εκ πρώτης όψεως, ο τίτλος φαίνεται ότι παραπέμπει σε συμπεριφοριστικό κατάλογο «ορθής διαγωγής». Αξίζει όμως κανείς να εξετάσει εκτενέστερα βασικά σημεία της συγκεκριμένης πρότασης καθώς η παρέμβαση του κράτους φαίνεται να συσφίγγει κάθε πτυχή του ευαίσθητου χώρου της παιδείας. Έτσι, ως βασικός στόχος του «Παιδαγωγικού Κώδικα Δημοκρατικού Ανθρωπισμού» ορίζεται η αλλαγή του περιεχομένου της αγωγής της μαθητικής νεολαίας. Μόνον σε απολυταρχικά καθεστώτα συναντάται τέτοιος στόχος.

Οι εισηγητές της εισαγωγής και εφαρμογής του εν λόγω κώδικα στηλιτεύουν την κουλτούρα του καταναλωτικού ναρκισσισμού και την μετάλλαξη του σχολικού χώρου σε πασαρέλα ναρκισσισμού. Πράγματι σε πολλά σχολεία αυτό αληθεύει, φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην προβολή τέτοιων προτύπων από τα ΜΜΕ αλλά, κυρίως, από τους γονείς των παιδιών. Ωστόσο, λησμονείται ότι η ηθική, η κοινωνική και η συναισθηματική ποιότητα κάθε μαθητή δεν κρίνεται από την ενδυμασία στον σχολικό χώρο, αλλά από όσα λέει και πράττει αλλά και από όσα δεν λέει ούτε πράττει αν και θα όφειλε. Παρά ταύτα ένα όριο ενδυμασίας και εν γένει εξωτερικής εικόνας για τους μαθητές εντός σχολικών χώρων για λόγους ευπρέπειας εντός πνευματικών χώρων, όπως το σχολείο, θα έπρεπε να υφίσταται. Σε αλλοτινές εποχές άλλοι θα πρότειναν την επαναφορά της ομοιομορφίας της «μαθητικής ποδιάς» και της γενικότερης εξωτερικής εμφάνισης. Και αυτό το σημείο θυμίζει πρακτικές απολυταρχικών καθεστώτων.

Ακόμη, προτείνεται ότι η Πολιτεία μπορεί να επέμβει στη διαμόρφωση του παιδικού και σχολικού Φαντασιακού ενημερώνοντας την κοινωνία, επιβάλλοντας περιορισμούς στα διαφημιστικά μηνύματα των ΜΜΕ με στόχο-κοινό τους μαθητές και τους γονείς τους. Αυτός ο κρατικός έλεγχος με πρόσχημα την προστασία των μαθητών και των γονέων τους αφενός μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην χαλιναγώγηση της σκέψης τους αφετέρου αποσκοπεί στην ψηφοθηρία των γονέων και των μαθητών για το μέλλον.

Αναφορικά με το «Συμβόλαιο Τιμής» του μαθητή, λέγεται ότι θεσπίζεται ως «προαιρετικά υποχρεωτικό» (όπως η ψήφος στις εκλογές…).Πιο συγκεκριμένα, με την έναρξη του σχολικού έτους, οι γονείς των μαθητών/μαθητριών των τάξεων Α’ έως Γ’ του Δημοτικού Σχολείου και, στη συνέχεια, τα ίδια τα παιδιά (“Τώρα που μεγάλωσες…”) εν είδει όρκου καλούνται να υπογράψουν το ακόλουθο συμβόλαιο:

Δίνω τον λόγο της τιμής μου και υπόσχομαι ότι θα σέβομαι το σχολείο, τους δασκάλους και τους συμμαθητές μου, θα φέρομαι ιπποτικά σε όλους και ιδιαίτερα στους πιο αδύναμους, και δεν θα επιτεθώ ποτέ σε αδύναμο, αλλά θα τον υπερασπίσω από επιθέσεις. Θα θεωρώ σωστή μόνο την άμιλλα για τη διάκριση στη μάθηση, στον αθλητισμό, την καλή συμπεριφορά και τα καλά έργα. Δεν θα κάνω ποτέ στον άλλον ό,τι δεν θέλω να κάνουν σε μένα. Και θα θεωρώ ντροπή κάθε παράβαση αυτής της υπόσχεσης που ελεύθερα δίνω σήμερα.”

Η πρόβλεψη για τον «όρκο τιμής» από κάθε μαθήτρια και μαθητή θυμίζει όρκους είτε σε στρατόπεδα ή προσκοπικά συστήματα είτε σε σχολεία αυστηρής προτεσταντικής ή ρωμαιοκαθολικής ηθικής είτε σε πανοπτικά σχολεία απολυταρχικών καθεστώτων δεξιών και αριστερών πολιτικών συστημάτων παλαιότερων εποχών ή όσων έχουν απομείνει και σε καιρούς μετανεωτερικούς επιμένουν σε «κλειστές ορθότητες» εκλαμβάνοντας τους μαθητές και τους γονείς τους ως «tabula rasa».

Με την ανάγνωση αυτού του «Συμβολαίου Τιμής», κάθε εκπαιδευτικός θα μπορούσε να θυμίσει στους εμπνευστές του, τουλάχιστον, τα ακόλουθα για τα υπογραμμισμένα σημεία του και όχι μόνον:

  1. Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 12 ετών διαθέτουν συγκεκριμένη σκέψη και γι’ αυτό δεν γνωρίζουν καν ότι διαθέτουν «λόγο τιμής» και ότι θα τον δίνουν.
  2. Η «ιπποτική συμπεριφορά» σε παιδιά παράδοσης όπως η ελληνική τους είναι ανοίκεια. Αυτή η έννοια αφορά παιδιά της δυτικής Ευρώπης.
  3. Το να βάζει κανείς τα παιδιά να νιώθουν ντροπή εφόσον παραβαίνουν αυτό το «συμβόλαιο τιμής» καθιστά ενοχικά εσαεί όλα τα παιδιά με επιθετική ή παρόμοια συμπεριφορά στο σχολείο για την οποία ποικίλοι παράγοντες τα ωθούν να την εκδηλώνουν σε βάρος άλλων παιδιών ή του εαυτού τους.
  4. Η υπόσχεση αυτή προφανώς δεν δίδεται ελεύθερα, αλλά επιβάλλεται, καθώς δηλώνεται το οξύμωρο ότι είναι «προαιρετικά υποχρεωτικό». Επιπλέον, τα παιδιά αυτών των ηλικιών την ίδια στιγμή που υπόσχονται να είναι «καλά παιδιά», μετά από δευτερόλεπτα μπορεί να πουν ή να κάνουν κάτι αντίθετο. Η «αιδώς» στους ανθρώπους πρέπει να καλλιεργείται διότι ελευθερώνει εντός ευθύνης, ενώ η «ντροπή» τα κλείνει σε νευρώσεις ή ψυχώσεις.

Κατά συνέπεια, και μόνον από αυτά τα στοιχεία φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος όρκος αποτελεί είτε άκριτη εισαγωγή από εκπαιδευτικά συστήματα της αλλοδαπής είτε αποσκοπεί σε «παιδαγωγική ορθότητα» κλειστών ανθρώπων. Επιπλέον, πώς μπορεί να επιζητείται τέτοιος όρκος ορθότητας από ανήλικους μαθητές όταν Έλληνες πολιτικοί είτε διχάζουν τους πολίτες με εμφυλιοπολεμική διάθεση σε όσους ψήφισαν στο πρόσφατο δημοψήφισμα «Ναι» ή «Όχι» είτε απειλούν συμπολίτες τους ότι θα τους θάψουν τρία μέτρα κάτω από τη γη είτε όταν εκπροσωπούν την χώρα σε διεθνείς οργανισμούς δηλώνουν δημοσίως ότι έχουν μαγνητοφωνήσει κρυφά άλλους αλλοδαπούς πολιτικούς προσβάλλοντας συλλήβδην το κύρος όλων των συμπολιτών τους και της ίδιας της χώρας τους;

Προβληματισμό για πλήρη εποπτεία και έλεγχο εκ μέρους του κράτους αποτελεί το πρόσχημα της αγωγής των γονέων με την ευαισθητοποίηση και την ενημέρωσή τους από ειδικούς (π.χ. μαιευτήρες, μαίες, παιδιάτρους, διαμορφωτές γνώμης…), ατομικά ή σε ομάδες, καθώς προβλέπεται και «σχολή γονέων». Ωστόσο, ό,τι συμβαίνει στην εκπαίδευση συνιστά πολιτική πράξη σε συγκεκριμένο συγκείμενο και με συγκεκριμένη στόχευση και δεν αποσαφηνίζεται ποιου είδους διαμόρφωση γνώμης θα ασκούν οι «διαμορφωτές γνώμης» στους γονείς και μέσω αυτών στα παιδιά τους. Σε κάθε περίπτωση, η επιστημονική βιβλιογραφία, ελληνική και διεθνής, παρέχει πλήθος αποτελεσματικών παρεμβάσεων ώστε να ενισχύονται οι γονείς στο απαιτητικό έργο της αγωγής των παιδιών τους και, παράλληλα, να ενδυναμώνεται η συνεργασία σχολείου-οικογενείας.

Οι εμπνευστές του «Κώδικα Δημοκρατικού Ανθρωπισμού» υποστηρίζουν ότι αυτός εμπεριέχει αρχές τις οποίες θα μεταδίδουν οι γονείς ώστε να προετοιμάζουν τα παιδιά τους ως μαθητές/μαθήτριες στην σχολική τους ζωή και ως δημοκρατικοί πολίτες στην ενήλικη ζωή τους. Πράγματι, ο άνθρωπος ως μαθητής και αργότερα ως δημοκρατικός πολίτης οφείλεται να λάβει αγωγή με ανάλογες αρχές. Ως τέτοιες ο εν λόγω Κώδικας ορίζει τις ακόλουθες:

«1. Το παιδί καθενός είναι μοναδικό και ξεχωριστό για τον ίδιο. Ωστόσο, είναι ένα παιδί ανθρώπων όπως κάθε παιδί ανθρώπων: Διαφορετικό αλλά ίσο με τα άλλα, και όχι πριγκίπισσα ή βασιλόπουλο.

2. Στο σχολείο (ο όρος περιλαμβάνει και την προσχολική αγωγή) πηγαίνουμε επειδή το σχολείο είναι σαν δεύτερο σπίτι μας. Εκεί συναντάμε πολλά άλλα παιδιά και μαθαίνουμε να ζούμε μαζί και να κάνουμε πράγματα μαζί που είναι ευχάριστα και χρήσιμα για όλους και δεν ενοχλούν κανέναν.

3. Στο σχολείο δεν πάμε για επίδειξη, αλλά για γνώση και χαρακτήρα. Για να μάθουμε πράγματα και τρόπους και να γίνουμε άνθρωποι καλοί κι αγαπητοί. Για να γίνει κάθε παιδί ένας ξεχωριστός άνθρωπος για τους άλλους.

4. “Είναι ντροπή και γελοίο να κάνεις επίδειξη ότι έχεις χρήματα και πράγματα, όταν άλλα παιδάκια στερούνται και υποφέρουν. Και είναι τιμή και ωραίο να νοιάζεσαι για τον άλλον και να τον βοηθάς όπως μπορείς.»

Επ’ αυτών επισημαίνεται κατ’ ελάχιστον ότι:

Στο πρώτο σημείο πρέπει να προστεθεί ότι όλα τα παιδιά έχουν ίσα δικαιώματα, αλλά συνιστούν διαφορετικοί κόσμοι τόσο ως προς όλα τα έμφυτα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους.

Στο δεύτερο σημείο τα παιδιά δεν πηγαίνουν στο σχολείο «επειδή είναι σαν δεύτερο σπίτι τους». Για να το αισθάνονται ως «δεύτερο σπίτι τους» αλλά και για να μαθαίνουν τα παιδιά να ζούνε μαζί με άλλα παιδιά και να κάνουν ομαδοσυνεργατικά ευχάριστα και χρήσιμα πράγματα για όλους δίχως να ενοχλούν κανέναν πρέπει οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς να το κατανοήσουν πρώτοι και να συνεργήσουν ώστε να μετατραπεί το σχολείο σε «δεύτερο σπίτι τους».

Στο σχολείο, ορθώς τονίζεται ότι δενπάμε για επίδειξη, αλλά για γνώση και χαρακτήρα. Όμως ο «Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία» δεν ασχολήθηκε με ζητήματα «οφθαλμοφανή» όπως η τριπλή γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη κάθε παιδιού συνιστώντας την προσωπική του αριστεία.

Tέλος, στο τέταρτο σημείο αναφέρεται ορθώς ότι η επίδειξη χρημάτων ή υλικών ειδών (ρούχα, παιχνίδια και άλλα) στενοχωρούν τα παιδιά από ασθενείς οικονομικά οικογένειες και ότι η αλληλοβοήθεια και η μέριμνα για τον συνάνθρωπο συνιστούν ανθρωπισμό, στοιχεία τα οποία μάθαμε από τον Σοφοκλή μέσω της Αντιγόνης αλλά και από τον Χριστιανισμό, άλλες θρησκείες, φιλοσοφικά ή πολιτικά συστήματα. Ωστόσο, οι εκφράσεις «είναι ντροπή και γελοίο» και «είναι τιμή και ωραίο» παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές αυστηρού παιδαγωγισμού.

Ακόμη, προβλέπεται η σύσταση ενός νέου φορέα, το «Εθνικό Συμβούλιο για τη Σχολική Ψυχολογία» (ΕΣΣΨ), για να αναλάβει την υλοποίηση του εγχειρήματος, ενώ προτείνεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Παιδείας να προβαίνουν σε τακτικά διαγγέλματα προς το λαό ώστε να επιτευχθεί η εφαρμογή του «Παιδαγωγικού Κώδικα Δημοκρατικού Ανθρωπισμού». Ουσιαστικά, επιδιώκεται η δημιουργία ενός ακόμη φορέα ο οποίος δεν χρειάζεται. Υπάρχουν αρκετά Εθνικά Συμβούλια για διάφορους τομείς οι οποίοι δεν παρέχουν ουσιαστικό έργο. Η ενεργοποίηση της σχολικής κοινότητας όπου με την βοήθεια του οικείου σχολικού συμβούλου, των κοινωνικών λειτουργών του δήμου, το Παρατηρητήριο για την Σχολική Βία, ΜΚΟ όπως «Το Χαμόγελο του Παιδιού», η ΕΨΥΠΕ και άλλες, ο διευθυντής, οι σύλλογοι διδασκόντων και οι σύλλογοι γονέων μπορούν να λειτουργήσουν με αίσθημα ευθύνης και συνεργασίας και να καταρτίσουν πλάνο δράσης και συγκεκριμένες εσωσχολικές πολιτικές.

Τέλος, ο εν λόγω Κώδικας προβλέπει ηθικές ανταμοιβές για στάσεις και πράξεις παιδιών και παιδαγωγών «που εικονογραφούν παραδειγματικά την τήρησή του: «Λεκτικός έπαινος στην τάξη ή στο σχολείο, αναγνώριση και προβολή στην τοπική κοινωνία, ευρύτερη προβολή, ετήσια εθνικά βραβεία (όπως της Ακαδημίας…)» θυμίζοντας «αριστεία» ολοκληρωτικού τύπου όπου ο καλύτερος μαθητής, ο δάσκαλος, ο εργάτης, ο μηχανικός, ο αγρότης κ.ά. βραβεύονται δημοσίως διότι αρίστευαν σε σχετική αξιολόγησή τους για να παραδειγματίζεται ο λαός με σκοπό τον συναγωνισμό για αύξηση της παραγωγής βαθμών, προγραμμάτων, έργων ή προϊόντων.

Κλείνοντας, διαπιστώνεται ότι ο «Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία» δεν έθεσε ουσιαστικά ερωτήματα για την εκπαίδευση αλλά ούτε την γνωστική, την ηθική, την κοινωνική και την συναισθηματική ανάπτυξη των μαθητών/μαθητριών ως βασικούς πυλώνες στόχευσης της εκπαιδευτικής πολιτικής ώστε αυτοί να αποκτούν αυτογνωσία, θετική αυτοεικόνα, να μαθαίνουν να διακρίνουν το κοινωνικό από το ατομικό συμφέρον, να σέβονται τους νόμους και τους θεσμούς της δημοκρατίας, να τεκμηριώνουν τις απόψεις τους, να ανέχονται απόψεις με τις οποίες διαφωνούν και να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα λόγια και τα έργα τους. Γι’ αυτό προτείνεται αντί του αυστηρού κρατικού παρεμβατισμού και των «συμβολαίων τιμής» να ενεργοποιείται η σχολική κοινότητα λαμβάνοντας αποφάσεις και να τις εφαρμόζει, αρκεί το σχολείο να είναι «ανοικτό» στους γονείς και οι γονείς από την πλευρά τους να σέβονται τους εκπαιδευτικούς επ’ ωφελεία όλων και κυρίως των μαθητών. Έτσι, η σχολική μονάδα θα οδηγείται σταδιακά στην παιδαγωγική αυτονομία της και στην πλήρη ανάληψη των ευθυνών από όλους τους μετέχοντες της παιδευτικής διαδικασίας σε αυτήν. Όταν αυτό δεν κατανοείται γρήγορα, η ίδια η σχολική εκπαίδευση θα απομείνει δίχως «τιμή», η κοινωνία θα συνεχίζει να εκτελεί ακριβά «συμβόλαια»-μνημόνια σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης δραστηριότητας σε αυτό τον τόπο και οι πολίτες σαν κακομαθημένα παιδιά φοβούμενοι να αναλαμβάνουν τις δικές τους ευθύνες θα συσπειρώνονται σε κομματικές ομάδες τρεπόμενοι σε μονομερώς σκεπτόμενους κομματικοποιημένους και κρατικοδίαιτους υπαλλήλους είτε θα ζουν απολίτικη ζωή πάντα απαθείς, πάντα φοβισμένοι και πάντα αγανακτισμένοι· μόνο με τους άλλους, ποτέ με τον εαυτό τους… …