Ὁ Μητροπολίτης
Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Ἱερόθεος

9 Μαρτίου 2016
Εἰσήγηση
Ἐνώπιον τῆς ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τήν 9ην Μαρτίου 2016, μέ θέμα:
Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στήν Ἐκπαίδευση
Μ α κ α ρ ι ώ τ α τ ε Π ρ ό ε δ ρ ε,
Σ ε β α σ μ ι ώ τ α τ ο ι Ἱ ε ρ ά ρ χ α ι,
Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τά Μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου πού μοῦ ἀνέθεσαν νά ἀσχοληθῶ μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στήν Μέση Ἐκπαίδευση καί στήν συνέχεια νά εἰσηγηθῶ τό θέμα στήν παροῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος μοῦ ἀνέθεσε νά εἰσηγηθῶ τό θέμα σέ κοινή Συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ τούς Κοσμήτορας καί τούς Προέδρους τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, καί μέ τούς δύο Προέδρους τῶν Συλλόγων τῶν Θεολόγων, ἤτοι τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (ΠΕΘ) καί τόν Πανελλήνιο Θεολογικό Σύνδεσμο «Καιρός», παρόντος καί τοῦ Νομικοῦ Συμβούλου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κ. Θεοδώρου Παπαγεωργίου. Ἡ εἰσήγηση αὐτή υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί ὡς πρός τό περιεχόμενο καί ὡς πρός τήν πρόταση.

1. Ἡ κοινή Συνεδρίαση μεταξύ τῆς Δ.Ι.Σ. καί θεολόγων καθηγητῶν

Στήν εἰσήγησή μου πού πραγματοποιήθηκε στήν κοινή Συνεδρίαση μεταξύ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῶν προαναφερθέντων καθηγητῶν-θεολόγων ἀναλύθηκε, ὅσον τό δυνατόν πληρέστερα στό πλαίσιο μιᾶς εἰσήγησης, τό θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τόσο τοῦ ἰσχύοντος Προγράμματος ὅσο καί τοῦ νέου προτεινομένου Προγράμματος Σπουδῶν.
Ἡ εἰσήγηση συμπεριελάμβανε τέσσερεις ἑνότητες.
Στήν πρώτη ἑνότητα ἔγινε ἀνάλυση γιά τήν κατά καιρούς συζήτηση τοῦ θέματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν Ἱερά Σύνοδο. Πράγματι, πάντοτε, ἀλλά ἰδιαιτέρως τά τελευταῖα χρόνια τό θέμα συνεζητεῖτο στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ἀναγνώσθηκαν ἐμπεριστατωμένες εἰσηγήσεις Ἱεραρχῶν, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος διοργάνωνε ἐπανειλημμένες συσκέψεις μεταξύ τῶν μελῶν της καί τῶν καθηγητῶν τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν Θεολογικῶν Συλλόγων, διοργάνωσε δέ καί Ἡμερίδα ὅπου μελετήθηκε τό θέμα. Ὅμως ἐνῶ συζητοῦσε τό θέμα τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἐν τούτοις δέν εἶχε λάβει κάποια συγκεκριμένη ἀπόφαση.
Στήν δεύτερη ἑνότητα ἔγινε ἀνάλυση τοῦ θέματος τοῦ περιεχομένου τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.
Κατ’ ἀρχάς ἀναλύθηκαν οἱ ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (3356/1995 καί 2176/1998) καί τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων (115/2012), μέ τίς ὁποῖες ἑρμηνεύθηκε τό Σύνταγμα πού ἀναφέρεται «στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης», ὅπως γράφεται στό 16 ἄρθρο του καί τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἑρμηνεύθηκε τό ἄρθρο αὐτό τοῦ Συντάγματος σέ σχέση μέ τό 13ο ἄρθρο γιά τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί τό ἄρθρο 3 πού χαρακτηρίζει τό ὀρθόδοξο δόγμα ὡς «ἐπικρατοῦσα Θρησκεία», πού σημαίνει ὅτι «ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ πρεσβεύει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Εἰδικότερα ἡ Ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων ἀποφάνθηκε ὅτι τό Μάθημα Θρησκευτικῶν ὅπως διδάσκεται μέ τά ἰσχύοντα βιβλία κινεῖται μέσα στήν πλαίσια τοῦ πλουραλισμοῦ, τῆς πολυφωνίας καί τῆς πολυπολιτισμικότητας καί ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές δέν μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅσους λόγους καί ἄν ἐπικαλεσθοῦν, ἀλλά ἐπιτρέπεται νά ἀπαλλαχθοῦν μόνον, ὅπως ἀποφάνθηκε καί τό Σ.τ.Ε., οἱ ἄθρησκοι, οἱ ἀλλόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι μαθητές μέ αὐστηρῶς προδιαγραφόμενες προϋποθέσεις.
Ἔπειτα, ἀναλύθηκε ὅτι δέν ἰσχύουν οἱ χαρακτηρισμοί πού ἔχουν δοθῆ ὅτι τό ἰσχύον μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι κατηχητικό-ὁμολογιακό καί ὅτι τό νέο προτεινόμενο Πρόγραμμα εἶναι θρησκειολογικό ἤ ὑπερβαίνει τόσο τόν κατηχητικό ὅσο καί τόν θρησκειολογικό χαρακτήρα. Στήν πραγματικότητα τό μάθημα, πού διδάσκεται στούς μαθητές εἶναι γνωσιολογικό, πολιτισμικό, μέ θρησκειολογική ἀναφορά, ἐνῶ τό προτεινόμενο Πρόγραμμα εἶναι περισσότερο διαθρησκειακό καί μερικοί τό χαρακτηρίζουν καί συγκρητιστικό, πράγμα τό ὁποῖο ὅσοι τό ἐκπόνησαν τό ἀρνοῦνται.
Στήν συνέχεια ἔγινε ἀνάλυση τόσο τῶν βιβλίων τά ὁποῖα διδάσκονται σήμερα στά Σχολεῖα τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης ὅσο καί τοῦ Προγράμματος Σπουδῶν στήν Στοιχειώδη καί Μέση Ἐκπαίδευση. Ἐπίσης, παρουσιάσθηκαν τά πλεονεκτήματα καί μειονεκτήματα καί τῶν δύο αὐτῶν Προγραμμάτων.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά κατέληξα στήν ἑξῆς συνθετική πρόταση, πού τελικά ἔγινε ἀποδεκτή:
«Ἡ πρότασή μου, λοιπόν, εἶναι νά ἐπικεντρωθῆ τό ἐνδιαφέρον στό τρέχον Πρόγραμμα μέ τήν δική του θεματική μεθοδολογία, στό ὁποῖο ὅμως νά γίνουν μερικές βελτιώσεις, ἐντάσσοντάς το στά σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, ὁπότε νά εἰσαχθοῦν σέ κάθε βιβλίο –ὄχι σέ κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ἀνάλογα μέ τήν θεματολογία τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὅμως δοθῆ προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, ἀλλά καί νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἐφαρμογές καί τά καλά στοιχεῖα τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν.
Αὐτή ἡ πρόταση εἶναι σύμφωνη μέ τό Σύνταγμα, τίς ἀποφάσεις τῶν Ἀνωτάτων Διοικητικῶν Δικαστηρίων τῆς Χώρας μας καί τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς. Ὡστόσο, μόνον οἱ ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι καί οἱ ἄθρησκοι ἔχουν τό συνταγματικό δικαίωμα νά ζητήσουν ἀπαλλαγή ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, γιά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, μέ τήν ὑποχρέωση ὅμως νά διδαχθοῦν ἄλλο μάθημα».
Νομίζω ὅτι ἔχετε ὅλοι λάβει γνώση αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως, διότι ἔχει δημοσιευθῆ εὐρύτατα καί ἔγινε σχετική συζήτηση. Ἁπλῶς νά ἀναφέρω ὅτι τόσο ἡ εἰσήγηση ὅσο καί ἡ πρόταση ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτή ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο. Συγχρόνως ἐπαινέθηκε ἀπ’ ὅλους τούς παρευρισκομένους Κοσμήτορες καί Προέδρους τῶν Τμημάτων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ὅπως καί τοῦ Προέδρου τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Θεολόγων μέ τίς σχετικές παρατηρήσεις, τίς ὁποῖες ἔκανε ὁ καθένας. Πάντως, οἱ ἀνωτέρω προφορικῶς καί μέ γραπτά κείμενα τά ὁποῖα κατέθεσαν στήν Ἱερά Σύνοδο τόνισαν ὅτι κινοῦνται στήν ἴδια προοπτική. Ὁ Πρόεδρος τοῦ Πανελλήνιου Θεολογικοῦ Συνδέσμου Καιρός διατύπωσε τίς ἀπόψεις του καί ὑποστήριξε τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, τό ὁποῖο, ὅπως εἶπε, δέν εἶναι μέν τέλειο, ἀλλά πολύ καλό καί ὁ καθηγητής πού θά τό διδάξη, θά τό βελτιώση. Σημαντική παρέμβαση ἔκανε καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Καισαριανῆς, Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως καί Ἐπιμορφώσεως τοῦ Ἐφημεριακοῦ Κλήρου, ὁ ὁποῖος τόνισε ὅτι ἡ πρόταση αὐτή εἶναι ἀποδεκτή ἀπ’ ὅλους.

2. Τό «Ἀναλυτικό Πρόγραμμα» καί τό «Πρόγραμμα Σπουδῶν»

Κατά καιρούς διάβαζα τά ὅσα γράφονταν γύρω ἀπό τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μάλιστα ὅταν ἤμουν Συνοδικός Ἀρχιερεύς, τήν περίοδο 2009-2010, ἔγινε καί σχετική συζήτηση στήν Ἱερά Σύνοδο. Τελευταῖα, ὅμως, ἡ συζήτηση αὐτή ἔλαβε διαστάσεις, διατυπώθηκαν δύο συγκεκριμένες προτάσεις καί διοργανώθηκαν διάφορα Συνέδρια, ὑποστηρίζοντας τίς ἀπόψεις τῶν διοργανωτῶν τους.
Πρόσφατα, ὅταν ἔγινε μιά σχετική συζήτηση τόν Δεκέμβριο τοῦ 2015 στήν Ἱερά Σύνοδο, τῆς ὁποίας ἔχω τήν τιμή νά εἶμαι μέλος, καί διέβλεψα τήν ἀνησυχία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου καί τῶν Μελῶν τῆς Συνόδου γιά τόν παρατεινόμενο θόρυβο γύρω ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διετύπωσα μερικές ἀπόψεις ἀπό τίς πρῶτες ἐντυπώσεις μου πού ἀπεκόμισα ἀπό τήν μελέτη τῶν βοηθημάτων τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν Μέση Ἐκπαίδευση. Τά ἴδια, βεβαίως, ἰσχύουν καί γιά τά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν στήν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Ἔτσι, ἡ Ἱερά Σύνοδος μοῦ ἀνέθεσε νά εἰσηγηθῶ τό θέμα σέ κοινή Συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ τούς Θεολόγους Καθηγητές, ὅπως προαναφέρθηκε.
Στό σημεῖο αὐτό, κρίνω σκόπιμο νά κάνω τήν διάκριση μεταξύ τοῦ «Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος» καί τοῦ «Προγράμματος Σπουδῶν». Σέ κείμενο τοῦ Ἰωάννου Φύκαρη, καθηγητοῦ τῆς Διδακτικῆς Μεθοδολογίας τοῦ Παιδαγωγικοῦ Τμήματος Δημοτικῆς Ἐκπαίδευσης τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, μέ θέμα «Δομική προσέγγιση τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στό ἑλληνικό Σχολεῖο: Κοινωνικο-διδακτικοί προσδιορισμοί καί ἐρωτήματα», ἀνευρίσκει κανείς σημαντικές παρατηρήσεις γιά τό θέμα αὐτό.
Στήν ἀρχή τοῦ ἐπιστημονικοῦ αὐτοῦ κειμένου τίθεται τό ἐρώτημα: «Ἀναλυτικό Πρόγραμμα» ἤ «Πρόγραμμα Σπουδῶν»; Καί ἀναλύεται διεξοδικά ἡ διαφορά μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο τύπων διδασκαλίας.
Μέ τόν ὅρο «Ἀναλυτικά Προγράμματα» πού ἰσχύουν μέχρι τώρα καί βάσει αὐτῶν ἐγράφησαν τά βιβλία τά ὁποῖα διδάσκονται καί σήμερα οἱ μαθητές, «νοεῖται ὁ λεπτομερής σχεδιασμός συγκεκριμένης διδασκαλίας, ἡ ὁποία βασίζεται σέ τεκμηριωμένους καί σαφῶς διατυπωμένους στόχους μάθησης, πού βρίσκονται σέ πλήρη συνάρτηση μεταξύ τους καί ἡ πραγμάτωσή τους μπορεῖ νά ἐλεγχθεῖ». Ἀντίθετα, τό Πρόγραμμα Σπουδῶν σχετίζεται μέ τό «Πρόγραμμα Διαδικασίας», τό ὁποῖο «παύει νά εἶναι ἀναλυτικό ἀλλά γενικευτικοῦ χαρακτήρα, μέ γενικές προσεγγίσεις καί πολυεπίπεδες ἐπιλογές, πού ὑπερβαίνει τήν τυποποίηση καί καθίσταται περισσότερο Πρόγραμμα μάθησης ἤ ὅπως ὁρίζεται στήν παιδαγωγική ἐπιστήμη “Πρόγραμμα Σπουδῶν”». Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Πρόγραμμα Σπουδῶν διαφοροποιεῖται ἀπό τά ἕως τώρα ὑπάρχοντα «Ἀναλυτικά Προγράμματα».
Γενικά, τό «Πρόγραμμα Σπουδῶν» στηρίζεται στήν θεωρία τῆς «κοινωνικῆς ἀναδόμησης». Ἔτσι, «ἡ κυρία στόχευση τῆς θεωρητικῆς αὐτῆς τεκμηρίωσης εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῶν “ἀνεπιθύμητων” πτυχῶν τῆς κουλτούρας μιᾶς κοινωνίας καί τῆς ἀντικατάστασής τους μέ ἄλλες, περισσότερο κατά τήν περίπτωση “ἐπιθυμητές”. Ἐπιχειρεῖται οὐσιαστικά ἡ ἀναδόμηση τῆς κουλτούρας, ἔτσι ὥστε οἱ μαθητές νά ἐπιτύχουν τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν πού προκαλοῦνται, προωθοῦνται ἤ ἀναδεικνύονται στήν ἑκάστοτε κοινωνία ἀναφορᾶς».
Ὁ καθηγητής Φύκαρης ἐπισημαίνει ὅτι «ἄλλο εἶναι ἡ πολυπολιτισμική ἀποδοχή καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀναδόμηση τοῦ πολιτισμικοῦ προφίλ μιᾶς κοινωνίας ἤ ἑνός ἔθνους». Ἄλλο εἶναι «ἡ ἀποδοχή τῆς “διαφορετικότητας”, ὡς σύνολο ἰδιαίτερων χαρακτηριστικῶν, πού πρέπει νά λαμβάνονται ὑπόψη ἀπό τό ἐκπαιδευτικό σύστημα καί τόν ἐκπαιδευτικό, καί ἄλλο ἡ ὁλική ἀνατροπή τῶν δομικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς κοινωνίας, στήν ὁποία ἐπιθυμεῖ νά ἐνταχθεῖ τό ἄτομο, τό ὁποῖο φέρει ἰδιαίτερα κοινωνικά ἤ πολιτισμικά χαρακτηριστικά».
Στό κείμενο αὐτό γίνεται μιά εὐρύτερη ἀναφορά στό γιατί γίνεται αὐτή ἡ ἀλλαγή, καί γιατί τό Ἵδρυμα Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων πέρασε ἀπό τό «Ἀναλυτικό Πρόγραμμα» πού ἴσχυε μέχρι τώρα στό «Πρόγραμμα Σπουδῶν», συγχρόνως δίνει σημαντικά παραδείγματα ἀπό τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, πού δείχνει αὐτήν τήν ἀλλαγή. Ἐπισημαίνει δέ ὅτι: «Ἐξ ἀφορμῆς ὅλων αὐτῶν τῶν ἐξελίξεων ἐπισημάνθηκε καί ἐπισημαίνεται ἐντός τοῦ νέου ΠΣ τοῦ ΜτΘ ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ μιά προσωπική ἐμπειρία καί, ὡς ἐκ τούτου, προτείνεται ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος νά μήν δομεῖται στή βάση τῆς “ἀντικειμενικῆς” τῆς Βίβλου καί τῶν Δογμάτων, ἀλλά πάνω στίς “ὑποκειμενικές” ἐμπειρίες ζωῆς τῶν μαθητῶν».
Μελέτησα καί τά δύο αὐτά Προγράμματα καί κατέληξα σέ μερικές παρατηρήσεις.
Τά ἰσχύοντα βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν γιά τά Δημοτικά καί τά Γυμνάσια συγγράφηκαν μέ τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα πού εἶχε ἐκπονηθεῖ τό 2003 καί εἰσήχθησαν στά σχολεῖα τά ἔτη 2005-2007, δηλαδή σχετικά πρόσφατα. Ἀλλά τό ἔτος 2010-2011 οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας προχώρησαν στήν ἐκπόνηση νέων Προγραμμάτων, πού δέν εἶναι ἀναλυτικά, ἀλλά θεματικά καί ἐφαρμόσθηκαν πιλοτικά σέ 68 Γυμνάσια στήν Ἐπικράτεια, τό ἔτος 2011-2014. Αὐτό σημαίνει ὅτι τώρα διδάσκεται σέ ὅλα τά Γυμνάσια τό ἰσχύον Πρόγραμμα καί ἐπίκειται αὐτό πού ἐφαρμόσθηκε πιλοτικά νά ἐπεκταθῆ σέ ὅλα τά Γυμνάσια τῆς Χώρας. Τό ἴδιο συμβαίνει γιά τό Πρόγραμμα στά Δημοτικά Σχολεῖα.
Τά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν πού ἰσχύουν σήμερα γιά τά Λύκεια συγγράφηκαν τό ἔτος 1999 ἀπό ἱκανούς καί γνωστούς θεολόγους, ὅπως οἱ: Γκότσης, Μεταλληνός, Φίλιας, Μόσχος, Δρίτσας, Παπαλεξανδρόπουλος, Μπέγζος, Παπαθανασίου.
Ὅμως, τό ἔτος 2015 ἐκπονήθηκε τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τά Λύκεια, τό ὁποῖο δέν ἔχει ἀκόμη ἐφαρμοσθῆ πιλοτικά σέ κάποιον ἀριθμό Λυκείων καί δέν γνωρίζω ποιά εἶναι ἡ πρόθεση καί ὁ σκοπός τῶν ὑπευθύνων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας γιά τά περαιτέρω, δηλαδή ἄν θά ἐφαρμοσθῆ πιλοτικά σέ μερικά Λύκεια καί στήν συνέχεια νά γενικευθῆ ἡ ἐφαρμογή του σέ ὅλα τά Λύκεια.
Θά πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ἐνῶ τό ἰσχύον Πρόγραμμα, χωρίς νά ἀξιολογηθῆ ἀρκούντως ἀπό μαθητές, θεολόγους Καθηγητές, Σχολικούς Συμβούλους, γιά νά ἀπορριφθῆ ὡς ἀκατάλληλο –ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Περιφερείας Ἠπείρου Τριαντάφυλλος Σιούλης, διδάκτωρ Φιλολογίας-θεολόγος– ἐν τούτοις ἐκπονήθηκαν νέα Προγράμματα Σπουδῶν, καί γιά ὅλα τά μαθήματα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, καί ἐντάχθηκαν στό ΕΣΠΑ τό 2010, καί σύμφωνα μέ τήν δημοσίευση «δράσεις γιά τό “νέο Σχολεῖο” (Σχολεῖο 21ου αἰῶνος): Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν Πιλοτική-Ἐφαρμογή-Γενίκευση ἐφαρμογῆς», ἔχει προϋπολογισμό 113.919.001, 06 Εὐρώ».
Διαβάζοντας, λοιπόν, καί τά δύο Προγράμματα (τό ἰσχύον καί τό νέο) αἰσθάνθηκα μερικές ἐκπλήξεις.
Ἡ πρώτη ἔκπληξη ἦταν ὅτι τό ἰσχύον Ἀναλυτικό Πρόγραμμα δέν εἶναι ὁμολογιακό-κατηχητικό, ὅπως διατείνονται μερικοί, ἀλλά εἶναι γνωσιολογικό, πολιτισμικό μέ θρησκειολογική προοπτική. Συγκεκριμένα, ἡ θεματολογία τῶν βιβλίων τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: Α΄ Γυμνασίου «Παλαιά Διαθήκη, προϊστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ»∙ Β΄ Γυμνασίου: «Καινή Διαθήκη, ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό ἔργο του»∙ Γ΄Γυμνασίου: «Θέματα ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας»∙ Α΄ Γενικοῦ Λυκείου: «Ὀρθόδοξη πίστη καί λατρεία»∙ Β΄ Γενικοῦ Λυκείου: «Χριστιανισμός καί Θρησκεύματα»∙ Γ΄Γενικοῦ Λυκείου: «Θέματα Χριστιανικῆς ἠθικῆς».
Διαβάζοντας κανείς τά περιεχόμενα τῶν βιβλίων αὐτῶν παρατηρεῖ ὅτι ὑπάρχει μιά ἱστορική διάρθρωση τῆς ὕλης, μιά μεθοδολογία πού ἀναπτύσσεται στήν ἱστορική ἐξέλιξή της, καθώς ἐπίσης ἀναπτύσσονται τά θέματα μέ ρεαλισμό, πλουραλισμό καί μέ ἄνοιγμα σέ ἄλλες ἀπόψεις. Πλήρη ἀνάλυση τῶν περιεχομένων ἔκανα στήν προηγούμενη εἰσήγησή μου στήν κοινή Συνεδρίαση Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί Καθηγητῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί Θεολογικῶν Συλλόγων.
Τό Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί Θρησκευμάτων στήν συνοπτική ἱστορική ἀναδρομή τῆς πορείας τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, γράφει γιά τά ἰσχύοντα ἀναλυτικά Προγράμματα, τά ὁποῖο γράφηκαν μέ βάση τίς ἀρχές τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης τοῦ 2003.
«Ἡ σκοποθεσία τῶν νέων ΑΠ παρουσιάζεται ἀρκετά ἐκσυγχρονισμένη, ἀφοῦ ἀναδεικνύει τή συμβολή τοῦ Χριστιανισμοῦ στή συνοχή τοῦ σύγχρονου κόσμου καί στήν ποιότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς∙ ἐπιδιώκει τήν εὐαισθητοποίηση καί ἔμπρακτη δέσμευση τῶν μαθητῶν ἀπέναντι στούς σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς∙ ὑπογραμμίζει τόν ὑπερφυλετικό, ὑπερεθνικό καί οἰκουμενικό χαρακτήρα τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, τίς διαπιστώσεις γύρω ἀπό τήν πολυπολιτισμική, πολυφυλετική καί πολυθρησκευτική δομή τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν καί, τέλος, καταλήγει στή συνειδητοποίηση τῆς ἀνάγκης γιά διαχριστιανική καί διαθρησκειακή ἐπικοινωνία. Τό ΜτΘ ἀπομακρύνεται ἀπό τόν κατηχητικό χαρακτήρα του καί μετατρέπεται σέ ἕνα μάθημα ἐγκεντρισμένο μέν στήν Ὀρθόδοξη παράδοση ἀλλά μέ σαφῆ γνωσιακό, μορφωτικό καί παιδαγωγικό χαρακτήρα. … Στά διδακτικά αὐτά βιβλία (Δημοτικοῦ καί Γυμνασίου πού γράφτηκαν ἀπό τό 2003 ἕως τό 2006) ἡ θρησκευτική ὕλη προσεγγίζεται μέ πνεῦμα διαλόγου, ἐλευθερίας καί καταλλαγῆς, χωρίς ὁμολογιακή ἐμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ἤ μισαλλοδοξία».
Ἑπομένως, κακῶς καί παραπλανητικῶς ἰσχυρίζονται μερικοί ὑπέρμαχοι τῆς ἀλλαγῆς στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὅτι τό ἰσχύον Πρόγραμμα προσδιορίζεται ἀπό τό κατηχητικό καί ὁμολογιακό περιεχόμενο.
Ἡ δεύτερη ἔκπληξη ἦταν ὅτι τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν δέν εἶναι θρησκειολογικό, ὅπως ὑποστηρίζουν ἄλλοι, ἀλλά διαθρησκειακό, ἐμπνεόμενο ἀπό τήν συγκριτική θρησκειολογία, ἐνῶ ἄλλοι τό χαρακτηρίζουν συγκρητιστικό καί ἀπό τούς δημιουργούς του θεωρεῖται κατ’ ἐξοχήν βιωματικό. Κατά τήν γνώμη μου, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ βιωματική ἐμπέδωση, προσεγγίζει σέ πολύ μεγάλο βαθμό μεθοδολογικά αὐτό πού γίνεται στήν κατήχηση, δηλαδή τήν ἐφαρμογή θρησκευτικῶν πρακτικῶν.
Εἶναι ἐκφραστικό ἕνα παράδειγμα: Στήν Α΄Λυκείου, ὅπου γίνεται λόγος γιά προσευχή, καί ἐπιλέγεται ἡ βιωματική μέθοδος, γράφεται: «Μέ ἀφορμή ἕνα κομποσχοίνι καί μία ἱστορία ἀπό τό γεροντικ΄ό, ἀκολουθεῖ “κατευθυνόμενος διάλογος” γιά τήν προσευχή ὡς ἐπικοινωνία καί γιά τήν ἀδιάλειπτο προσευχή. Τίθεται ἡ ἐρώτηση ἄν κάτι ἀνάλογο ὑπάρχει καί σέ ἄλλες θρησκεῖες καί ἄν ἡ προσευχή εἶναι συστατικό γνώρισμα τῆς θρησκείας (ἰδίως τῶν μυστικῶν ἐκδοχῶν της)».
Διαβάζοντας κανείς τά Προγράμματα τοῦ νέου Σχολείου, πού προβάλλεται ὡς Σχολεῖο τοῦ 21ου αἰώνα, βλέπει μερικά θετικά στοιχεῖα, δηλαδή παρουσιάζονται μερικές ἐσωτερικές πλευρές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Γιά παράδειγμα∙ γιά τήν διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου εἰκόνας ὡς ἐνδεικτικές δραστηριότητες προτείνονται ἡ προβολή ἐπιλεγμένων σκηνῶν ἀπό τίς ταινίες τοῦ Ἀντρέϊ Ταρκόφσκι, «Ἀντρέϊ Ρουμπλιώφ», τοῦ Γιάννη Σμαραγδῆ «El Greco», τῆς Μαρίας Χατζημιχάλη-Παπαλιοῦ «Ἐγώ, ὁ Πανσέληνος, ἕνας φανταστικός βίος». Ἐπίσης, προτείνεται τό «Βαλιτσάκι τοῦ Βυζαντινοῦ ζωγράφου. Ἀνακαλύπτοντας τά ὑλικά του», «Ἡ προετοιμασία τοῦ ἁγιογράφου, σύμφωνα μέ τίς προτροπές τοῦ Φώτη Κόντογλου», «Ἡ παρουσίαση τῶν εἰκονογραφικῶν κύκλων ἀπό τό εἰκονικό Μουσεῖο τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὁρμύλια Χαλκιδικῆς», κ.ἄ. (Β΄ Γυμνασίου). Αὐτά εἶναι θετικά, ἀλλά τό πρόβλημα ὅμως εἶναι ὅτι ἀναμειγνύονται ταυτόχρονα στό ἴδιο μάθημα ἀπόψεις ὅλων τῶν Θρησκειῶν καί αὐτό προκαλεῖ σύγχυση.
Ἐπίσης, πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθῆ, δέν προβλέπεται νά ἔχη βιβλία, ἀλλά προτείνεται ἕνα εὐρύ φάσμα ὑλικοῦ, ἀπό τό ὁποῖο θά ἀντλήση ὁ καθηγητής θεολόγος καί θά τό προσαρμόση στήν κάθε τάξη. Ἔτσι, ἀφήνεται ὁ καθηγητής ἐλεύθερος στό νά προσαρμόζη τό θέμα ἀνάλογα μέ τούς μαθητές. Ἔχω ὅμως τήν πληροφορία ὅτι ὑπάρχει σκέψη νά γραφοῦν βιβλία.
Πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ἀνωτέρω θέλω νά σημειώσω ὅτι τόν τελευταῖο καιρό διάβασα μιά σημαντική διατριβή τῆς Ἰωάννας Κομνηνοῦ, ἡ ὁποία κατά τόν καθηγητή Κωνσταντῖνο Δεληκωσταντῆ «εἶναι πιστοποιημένη ἐκπαιδεύτρια ἐνηλίκων, ἔχει πολυετῆ ἐμπλοκή στήν ἐπιμόρφωση ἐκπαιδευτικῶν καί εἶναι μέλος ἐπιτροπῶν ἀξιολόγησης ἐκπαιδευτικοῦ ἔργου σέ ἐθνικό καί εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο». Ἡ διατριβή αὐτή ἔχει τόν τίτλο «Ἡ εὐρωπαϊκή διάσταση τῆς σχολικῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς» καί ἀναφέρεται στήν θρησκευτική ἀγωγή καί τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὅπως διδάσκεται σέ δεκαέξι Εὐρωπαϊκές χῶρες καί στήν Ἑλλάδα.
Στό πρῶτο μέρος τῆς διατριβῆς γίνεται ἀναφορά στήν θρησκευτική ἀγωγή πού ἐπικρατεῖ στήν Εὐρώπη καί γίνεται μιά ἐπισκόπηση «τῆς παρουσίας τῆς θρησκείας στήν Εὐρώπη καί τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ἡ θρησκεία συνδέεται μέ τήν ἐξέλιξη τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ». Στό δεύτερο μέρος ἀναφέρεται διεξοδικά στήν «εὐρωπαϊκή διάσταση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν» καί ἀναλύει «ὅτι οἱ διδακτικές προσεγγίσεις εἶναι τόσες, ὅσες καί οἱ χῶρες πού ἀναφέρονται». Φαίνεται ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στήν Εὐρώπη ἔχει ἕνα διαπολιτιστικό περιεχόμενο καί τά ἐκπαιδευτικά συστήματα ἀνταποκρίνονται «στίς ἀνάγκες τοῦ πληθυσμοῦ πού δέν ἦταν πιά οὔτε πολιτιστικά οὔτε θρησκευτικά ὁμοιογενής». Καί στό τρίτο μέρος τῆς διατριβῆς γίνεται ἀνάλυση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν Ἑλλάδα, ἰδιαίτερα γίνεται ἔρευνα στά σχολικά ἐγχειρίδια «τῆς ὑποχρεωτικῆς ἐκπαίδευσης πού γράφτηκαν μέ βάση τίς ἀρχές τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης τοῦ 2003», δηλαδή ἀναφέρεται στά βιβλία τά ὁποῖα διδάσκονται σήμερα μέ τό ἰσχύον πρόγραμμα οἱ μαθητές τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι στήν διατριβή αὐτή ἀποδεικνύεται μέ σημαντικά στοιχεῖα ὅτι τά βιβλία τά ὁποῖα διδάσκονται σήμερα στήν ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση στήν Ἑλλάδα ἀνταποκρίνονται πλήρως στήν εὐρωπαϊκή προοπτική. Αὐτό σημαίνει ὅτι στά σχολικά αὐτά ἐγχειρίδια προωθεῖται «ἡ πολλαπλή ταυτότητα, ἐθνική, εὐρωπαϊκή, παγκόσμια, πολιτιστική, θρησκευτική» καί μάλιστα «σέ μιά δυναμική ἀλληλεπίδραση μεταξύ τους». Ἐπίσης, μέ τά βιβλία αὐτά προάγεται «ἡ κοινωνική συνοχή μέσα ἀπό τόν διάλογο μέ τήν διαφορετικότητα», «ἐνισχύεται ἡ κοινωνική κατανόηση», «στιγματίζεται ἡ κοινωνική ἀδικία, ἡ βία, ὁ ρατσισμός καί ὁ θρησκευτικός φανατισμός», ἀλλά καί «ἐνισχύονται ἡ ἀδελφοσύνη καί ἡ ἀλληλεγγύη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους».
Τό συμπέρασμα τῆς διατριβῆς εἶναι: «Ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν Ἑλλάδα, σύμφωνα μέ τίς ἀλλαγές πού ἔγιναν κατά τήν ἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση τοῦ 2003, ἔχει ἀναδείξει σέ σημαντικό βαθμό τήν εὐρωπαϊκή διάσταση τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος, γιατί θεωροῦμε ὅτι συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν δημιουργία ἐνεργῶν καί ὑπευθύνων πολιτῶν, πού θά σκέφτονται καί θά ἐνεργοῦν μέ βάση κοινά ἀποδεκτές ἀνθρωπιστικές ἀξίες, τόν σεβασμό τῶν δημοκρατικῶν διαδικασιῶν καί τήν περιφρούρηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων».
Ἀπό τήν ἔρευνα αὐτή διαπιστώνεται ὅτι τά ἐγχειρίδια τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται σήμερα γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα ἀνταποκρίνονται πλήρως στίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις τῶν εὐρωπαϊκῶν προγραμμάτων καί ἑπομένως κακῶς ὑποστηρίζεται ἀπό μερικούς ὅτι πρέπει νά ἀντικατασταθοῦν γιατί δῆθεν εἶναι ὁμολογιακά καί κατηχητικά βιβλία. Ἡ ἄποψη αὐτή εἶναι ἀντιεπιστημονική καί ἐνδεχομένως παραπλανητική.
Τό ἐνδιαφέρον τῆς ὅλης διατριβῆς εἶναι ὅτι παρουσιάζονται τά τρία μοντέλα διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα πού κυριαρχοῦν στήν Εὐρώπη.
Τό πρῶτο μοντέλο εἶναι τό ὁμολογιακό, τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς «διδασκαλία τῆςθρησκείας» πού συνδέει τήν διδασκαλία μέ τήν πίστη μιᾶς ἤ πολλῶν θρησκειῶν. Εἶναι ἕνα μοντέλο τό ὁποῖο διαμορφώνει τήν προσωπική ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν διακρίνει τήν διαφορά μεταξύ τοῦ σχολικοῦ μαθήματος καί τῆς κατήχησης, ὅπως γίνεται σέ μιά πολυπολιτισμική κοινωνία.
Τό δεύτερο μοντέλο διδασκαλίας εἶναι τό θρησκειολογικό, πού χαρακτηρίζεται ὡς «μαθαίνοντας γιά τήν θρησκεία». Πρόκειται γιά περισσότερο ἀνθρωπιστικό καί θρησκειολογικό μάθημα, παρά ὁμολογιακό. Τά παιδιά βοηθοῦνται στό «νά κατανοήσουν τή σύγχρονη πλουραλιστική, διαπολιτισμική καί πολυθρησκευτική κοινωνία».
Τό τρίτο μοντέλο διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι περισσότερο τόπολυπολιτισμικό-ἠθικό πού χαρακτηρίζεται ὡς «μαθαίνοντας ἀπό τήν θρησκεία», ὅταν οἱ μαθητές «δέν μαθαίνουν μιά θρησκεία (ὁμολογιακό μοντέλο) ἤ πολλές θρησκεῖες (θρησκειολογικό μοντέλο), ἀλλά μέσα ἀπό τίς δικές τους ἐμπειρίες καί ἀναζητήσεις ἀντιμετωπίζουν κριτικά τό θρησκευτικό φαινόμενο καί διαμορφ΄ώνουν τήν προσωπική τους ἄποψη καί κατανόηση τοῦ κόσμου.
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν ὅλα αὐτά, φαίνεται ὅτι τά βιβλία τά ὁποῖα εἶναι ἀκόμη σέ χρήση στήν Ἑλλάδα –στήν Στοιχειώδη καί τήν Μέση Ἐκπαίδευση– προσδιορίζονται κυρίως ἀπό τόν δημιουργικό συνδυασμό τοῦ πρώτου καί τοῦ δευτέρου μοντέλου καί ἀνταποκρίνονται στίς σύγχρονες ἐκπαιδευτικές ἀνάγκες στήν Ἑλλάδα, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τήν εὐρωπαϊκή προοπτική. Ἀντίθετα, τό προτεινόμενο Πρόγραμμα Σπουδῶν στό Δημοτικό-Γυμνάσιο καί τό Λύκειο ἀναφέρεται στό τρίτο μοντέλο, «μαθαίνοντας ἀπό τήν θρησκεία».
Σέ ἄλλο κείμενό της ἡ ἴδια ἐρευνήτρια, ἔχοντας ἐπιστημονική ἐπάρκεια στό ἀντικείμενο αὐτό, ἀναλύει διεξοδικά τό προτεινόμενο Πρόγραμμα Σπουδῶν στήν Μέση Ἐκπαίδευση καί σημειώνει ὅτι ἐφαρμόζει τό τρίτο μοντέλο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἐνῶ ἐν τῷ μεταξύ στήν Εὐρώπη καί ἰδιαίτερα στό Ἡνωμένο Βασίλειο ἔχουν ἐντοπισθῆ τά μειονεκτήματα αὐτοῦ τοῦ συστήματος καί ἔχει γίνει κριτική ἀπό εἰδικούς ἐπιστήμονες. Ἑπομένως, στήν σύνταξη τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν γιά τά Θρησκετικά στήν Ἑλλάδα στά πλαίσια τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, διαπιστώνονται διάφορα προβλήματα.
Μεταξύ αὐτῶν τῶν προβλημάτων εἶναι «ἡ θολή ἐννοιολόγηση τῆς θρησκείας», ἀλλά καί «ὁ τρόπος ἀνάπτυξης τῶν χρησιμοποιημένων ἐννοιῶν», καί ὅπως παρατηρεῖται «ἡ ἐπιφανειακή καί πρόχειρη διασύνδεση τῶν ἐννοιῶν στίς διάφορες θρησκεῖες ἀναδεικνύει ἕνα ἐπιπρόσθετο πρόβλημα, αὐτό τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ». Ἑπομένως, τό τρίτο αὐτό μοντέλο θρησκευτικοῦ μαθήματος, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, δημιουργεῖ «σύγχυση στόν μαθητή», καί ἕνα «θολό τοπίο» καί ταυτόχρονα δημιουργεῖ μιά «ἀτομική θρησκεία», «ὅπου ὁ καθένας ἐπιλέγει ἀπό κάθε θρησκεία ὅ,τι θέλει καί δημιουργεῖ τή δική του θρησκεία».
Ἡ ἴδια, μάλιστα, ἦταν ἀξιολογήτρια γιά τά ἀναλυτικά Προγράμματα τοῦ Λυκείου πού ἐκπονήθηκαν τό 2015, στήν πενταμελῆ Ἐπιτροπή, καί δέν ἐνέκρινε τά Προγράμματα αὐτά, καταγράφοντας τίς ἐπιστημονικές της ἀπόψεις σέ σχετικό ἄρθρο.
Ὁ καθηγητής Κωνσταντῖνος Δεληκωνσταντῆς στό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἡ σχολική θρησκευτική ἀγωγή» καί ὑπότιτλο «Μεταξύ παιδαγωγικῆς καί θεολογίας» ἀναφέρει τόν Hans Küng πού κάνει λόγο γιά «μετασχηματισμό τῆς θρησκείας», γιά «ἐξατομίκευση» καί «πλουραλιστικοποίηση» τῆς θρησκευτικότητας, πού «προχωρεῖ μέ ὅλο καί πιό γρήγορους ρυθμούς». Αὐτό δίνει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα «νά ξεφεύγει ἀπό τή θεσμοποιημένη καί τυποποιημένη θρησκεία, νά βρίσκει τόν δικό του δρόμο καί τίς δικές του ἀπαντήσεις». Μέ αὐτή τήν νοοτροπία οἱ ἄνθρωποι κατασκευάζουν μιά «ἰδιωτική θρησκεία» «ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τους, μέ πολλά γνήσια θρησκευτικά ἀλλά καί παραθρησκευτικά ἤ ψευδοθρησκευτικά στοιχεῖα».
Ὁ Hans Küng παρατηρεῖ: «Ἡ θρησκεία “χρησιμοποιεῖται” σύμφωνα μέ τό νόμο τῆς ἀγορᾶς, ἤ μᾶλλον σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ σουπερμάρκετ. Οἱ ἄνθρωποι ἐπιλέγουν, αὐτοεξυπηρετοῦνται ἀνάλογα μέ τίς προκαθορισμένες πνευματικές τους ἀνάγκες. Φτιάχνει ὁ καθένας τό δικό του πρότυπο, κατά τό δοκοῦν. Ἐπιλέγει καί ἀπορρίπτει. Καί ἀφοῦ ἔχει ἀπορρίψει κάτι, συνεχίζει νά ἀναζητᾶ νέες προσφορές. Καί οἱ προσφορές εἶναι ὄντως πολυάριθμες».
Ἕνας γνωστός μου καθηγητής τῶν Θρησκευτικῶν στό Γυμνάσιο, ὁ ὁποῖος ἐκπαιδεύτηκε στό προτεινόμενο Πρόγραμμα Σπουδῶν καί τό ἐφήρμοσε στήν πράξη, ἔχει ἐπισημάνει τά μειονεκτήματα αὐτοῦ τοῦ συστήματος γράφοντας:
«Τά μειονεκτήματα τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν εἶναι: α) Ἡ ἐννοιολογική σύγχυση πού θά προκύψη στά παιδιά ἀπό τήν σύγκριση ταυτοχρόνως πολλαπλῶν ἰδεολογιῶν, θρησκειῶν, φιλοσοφικῶν ρευμάτων∙ β) ὁ διδακτικός αὐτοσχεδιασμός σέ πλαίσιο ἡμιμάθειας ἀπό τήν στιγμή πού δέν ὑπάρχουν ἱκανές πηγές νά βοηθοῦν τούς διδάσκοντες∙ γ) ἡ ἀντικατάσταση ἐπιστημονικῶν ἀπόψεων γιά τά θρησκευτικά φαινόμενα ἀπό τά ὑποκειμενικά βιώματα πού προκύπτουν σέ κάθε παιδί γιά τά θρησκευτικά θέματα στό πλαίσιο τοῦ γνωσιολογικοῦ σχετικισμοῦ καί τῆς ἀπροϋπόθετης βιωματικῆς πρόσληψης κάθε πληροφορίας∙ δ) ἡ κατάργηση κάθε ἱστορικῆς λογικῆς στό πλαίσιο μιᾶς ἑλκυστικῆς παρουσίασης τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία μεταπηδᾶ ἀπό τό ἕνα θέμα στό ἄλλο, ἀπό τόν ἕνα αἰῶνα στόν ἄλλο μέ περισσή εὐκολία, καταργώντας τά ἱστορικοφιλολογικά δεδομένα, πού θά δημιουργήση μιά ἰδιότυπη σύγχυση».
Ὅταν διαβάση κανείς τά Προγράμματα Σπουδῶν πού προτείνονται γιά τά Θρησκευτικά τοῦ Δημοτικοῦ-Γυμνασίου καί τοῦ Λυκείου, τότε μπορεῖ νά σταχυολογήση πολλά παραδείγματα πού ἐπιβεβαιώνουν τό διαθρησκειακό καί συγκρητιστικό περιεχόμενό τους.
Ἤδη ἀπό τήν Γ΄Τάξη τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου παρατηρεῖται αὐτή ἡ προοπτική. Ἐνῶ θά περίμενε κανείς οἱ μαθητές τῆς Γ΄Τάξης τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἡλικίας 9-10 ἐτῶν, νά μάθουν τήν παράδοση τῆς χώρας τους καί νά τήν ἑρμηνεύουν, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά μαθαίνουν ταυτοχρόνως καί ἄλλες παραδόσεις. Καί ἐνῶ θά περίμενε κανείς ἀκόμη καί οἱ μετανάστες σέ αὐτήν τήν μικρή ἡλικία, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά γνωρίσουν τήν παράδοση τῆς χώρας πού τούς φιλοξενεῖ καί πολλοί ἀπό αὐτούς νά ἐνσωματωθοῦν σέ αὐτήν τήν παράδοση, ἐν τούτοις δέχονται ἄλλες πολυπολιτισμικές πληροφορίες καί ἀποπροσανατολίζονται.
Γιά παράδειγμα, στήν Γ΄Τάξη τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τά πρῶτα τρία δίωρα ἀφιερώνονται στήν ἑνότητα «ζοῦμε μαζί», ὅπου γίνεται λόγος γιά τό θέμα «οἱ ἄλλοι καί ἐγώ», χρησιμοποιοῦνται διηγήσεις ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως γιά τόν Ἠσαῦ-Ἰακώβ, τόν Ἰωσήφ καί τά ἀδέλφια του, τόν Δαβίδ καί τόν Σαούλ, τόν Δαβίδ καί τόν Ἰωνάθαν καί ἀπό τήν Καινή Διαθήκη γιά τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Ποιμένα καί τοῦ σπλαχνικοῦ Πατέρα. Ὅμως στά ἀμέσως ἑπόμενα τρία δίωρα μέ τίτλο «ἡ χαρά τῆς γιορτῆς» γίνεται λόγος γιά τίς γιορτές τῶν Χριστιανῶν, τίς γιορτές τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, ὅπως τῶν Ἑβραίων καί τῶν Μουσουλμάνων, ἀναγνωρίζονται τά σύμβολα καί τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Χριστιανισμό, τόν Ἰουδαϊσμό, τόν Μουσουλμανισμό, τόν Ἰνδουϊσμό, τόν Ταοϊσμό καί τόν Βουδισμό, καί τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ τῶν Μουσουλμάνων καί τῶν Ἑβραίων.
Ἑπομένως, ἤδη ἀπό τήν Γ΄ Τάξη τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου γίνεται λόγος γιά ἕξι Θρησκεῖες καί ἄν προσθέσουμε καί τίς Ὁμολογίες, ἀνέρχονται σέ ἐννέα Θρησκεῖες καί Ὁμολογίες. Μάλιστα, προτείνεται στίς ἐνδεικτικές δραστηριότητες νά βρίσκουν τά παιδιά τούς πολιούχους ἁγίους τῶν ἑλληνικῶν πόλεων, τήν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τά σύμβολα τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί κάθε μαθητής πρέπει νά ἐπιλέγη ἕνα ἀπό αὐτά, νά τά χρωματίζη ὅπως θέλει, στό βάθος νά ἀκούγεται ἡ ἀνάλογη μουσική καί στήν συνέχεια νά ἐκφράζουν γύρω ἀπό τά χρώματα πού διάλεξαν τά συναισθήματα καί τίς σκέψεις τους κ.π.ἄ. Καί αὐτά θά γίνονται στήν ἡλικία τῶν 9-10 ἐτῶν.
Τό ἴδιο συνεχίζεται καί στήν Α’ Γυμνασίου. Στίς πρῶτες ἑνότητες γίνεται ἀναφορά στήν ἐμφάνιση καί ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, τήν συνάντηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό, τήν πρόταση τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας μπροστά στά ἐρωτήματα γιά τήν ζωή. Ἀμέσως μετά ἀκολουθοῦν πέντε δίωρα γιά τίς μονοθεϊστικές θρησκεῖες Ἰουδαϊσμό καί Ἰσλάμ, ὅπου γίνεται λόγος γιά τίς γιορτές, γιά τά πρόσωπα, γιά τούς ἀρχηγούς τους, γιά τό ὅτι ὁ Ἀλλάχ εἶναι «ἐλεήμων καί φιλεύσπλαχνος, ὁ κύριος τοῦ κόσμου», γιά τόν Τζελαλαντίν Ρουμί, πού εἶναι ὁ ὑμνητής τοῦ «ἠγαπημένου». Στήν συνέχεια γίνεται λόγος γιά τίς θρησκευτικές ἀναζητήσεις τῆς μακρινῆς Ἀνατολῆς, καί οἱ μαθητές μαθαίνουν γιά τόν Ἰνδουϊσμό, γιά τόν Βουδισμό, γιά τόν Ταοϊσμό, γιά τόν Κομφουκιανισμό, καί γιά πρόσωπα, κείμενα καί ἀξίες τῶν Θρησκειῶν αὐτῶν.
Ἡ ἴδια τακτική ἐφαρμόζεται καί στό Λύκειο, ἀλλά μέ τήν διερευνητική καί κυρίως τήν «βιωματική» μέθοδο. Γιά παράδειγμα: Στήν Α΄ Λυκείου καί στήν ἑνότητα «ἐπικοινωνία» (3ο δίωρο), ἀκούγεται ἕνα τραγούδι ἤ παραμύθι ἤ λογοτεχνικό ἀφήγημα μέ θέμα τήν ἐπικοινωνία, παίζεται ἕνα θεατρικό παιχνίδι καί ἀναλύοντας τό θέμα χρησιμοποιεῖται «ἡ προσευχή, ἡ λατρεία, ἡ θεογνωσία καί ἡ θεολογία ὡς ἐπικοινωνία στόν Χριστιανισμό καί σέ ἄλλες θρησκευτικές παραδόσεις», «οἱ μαθητές κυκλικά μελετοῦν διάφορες ὄψεις ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό καί συμπληρώνουν ἐρωτήσεις σέ φύλλο ἐργασίας: μυστικιστικά ρεύματα (θεῖος ἔρωτας κλπ.), Ἆσμα Ἀσμάτων, προσευχή, πίνακας ζωγραφικῆς, τραγούδι, ἀσκητισμός (σέ διάφορες θρησκεῖες)». Ἔτσι, τό ἐκπαιδευτικό ὑλικό πού προτείνεται νά συλλεγῆ ἀπό ἱστοσελίδες εἶναι βουδιστές μοναχοί, ἰνδουϊσμός-μοναχισμός, κινέζοι μοναχοί, ὀρθόδοξοι ἀσκητές, Σούφι-Δερβίσηδες.
Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Φύκαρης κάνει μιά σημαντική παρατήρηση, ὅτι ὁ μαθητής χαρακτηρίζεται μέ τήν λέξη αὐτή –μαθητής– «διότι τώρα μαθαίνει συστηματοποιώντας καί κατ’ ἐπέκταση κατανοώντας τήν ἐπίσημα θεσμοθετημένη γνώση». Συγχρόνως ὅμως ὁ κάθε μαθητής «βρίσκεται σέ ἕνα ἀναπτυξιακό ἐπίπεδο διαμόρφωσης δεδομένων, θέσεων καί ἀπόψεων». Ἑπομένως, «δέν ἔχει ἀκόμη διαμορφώσει πλήρη συνείδηση τῶν δεδομένων τόσο τῆς ἀτομικότητάς του, ὅσο καί τοῦ περιβάλλοντός του, ἀλλά καί τοῦ κόσμου γενικότερα». Ἀλλά καί ὅσες ἀπόψεις ἔχει σχηματοποιήσει ἔχουν «τό στοιχεῖο τοῦ εὐμετάβλητου καί γιά τόν λόγο αὐτό τό Σχολεῖο ὀφείλει ἐξελικτικά νά συμβάλει στήν ἀποσαφήνιση τῶν διαστρεβλωμένων ἤ συγκεχυμένων ἀπόψεων πού ἔχει στήν σκέψη του ὁ κάθε μαθητής». Αὐτό δείχνει τήν ὑπευθυνότητα μέ τήν ὁποία πρέπει νά διακρίνεται ὁ καθηγητής καί βεβαίως τήν παρουσίαση ἐπιστημονικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ προγράμματος στούς μαθητές.

3. Ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός»

Τό Πρόγραμμα Σπουδῶν σχεδιάσθηκε καί στηρίχθηκε πάνω στήν βασική ἀρχή τοῦ λεγομένου «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ».
Ὁ ὅρος γραμματισμός εἶναι μεταφορά τοῦ ἀγγλικοῦ ὅρου literacy, ὁ ὁποῖος σημαίνει «ἱκανότητα ἀνάγνωσης καί γραφῆς, στοιχειώδης παιδεία, μόρφωση, παιδεία». Στήν οὐσία ξεκινᾶ ἀπό τήν μεθοδολογία τῆς γλώσσας καί δηλώνει τό πῶς τά γράμματα μιᾶς γλώσσας ἑνώνονται καί ἀποτελοῦν τίς λέξεις καί τίς προτάσεις καί πῶς μαθαίνει κανείς τήν γλώσσα. Εἶναι γνωστόν ὅτι πρῶτα διδασκόμαστε τήν γλώσσα τῆς οἰκογένειας στήν ὁποία γεννηθήκαμε, τήν λεγομένη μητρική γλώσσα, καί ἔπειτα μαθαίνουμε καί ἄλλες γλῶσσες πού συναντᾶμε στό περιβάλλον μας. Καί γνωρίζουμε ὅτι κάθε γλώσσα ἔχει τά δικά της γράμματα καί δέν μπορεῖ κανείς νά λάβη γράμματα ἀπό διάφορες γλῶσσες καί νά καταρτίση μιά ἄλλη τρίτη γλώσσα.
Στό θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Θρησκευτικοῦ Μαθήματος στήν λέξη γραμματισμός προστίθεται καί ἡ λέξη θρησκευτικός, ὁπότε γίνεται λόγος γιά «θρησκευτικό γραμματισμό».
Ὁ ἐπίκουρος καθηγητής Σχολικῆς Παιδαγωγικῆς καί Διδακτικῆς Μεθοδολογίας τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Ἀθανάσιος Στογιαννίδης σέ κείμενό του μέ τίτλο «Ὁ Θρησκευτικός Γραμματισμός στό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό Ἑλληνικό Λύκειο. Μιά κριτική προσέγγιση στό ἔργο τοῦ Andrew Wright» δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τό θέμα τοῦ θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ.
Ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός» εἶναι μιά θεωρία πού ἀνέπτυξε ὁ Andrew Wright καί ἀναφέρεται στό πολυθρησκευτικό μοντέλο πού ἀναπτύχθηκε στήν Μεγάλη Βρετανία στήν δεκαετία τοῦ ’90 «στόν ἀντίποδα τῆς φιλελεύθερης θεώρησης τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς» τοῦ Robert Jackson. Ἔτσι, ὑπάρχουν δύο θεωρίες γύρω ἀπό τήν θρησκευτική ἀγωγή τῶν μαθητῶν, ἡ μία εἶναι ἡ «φιλελεύθερη θρησκευτική ἀγωγή» καί ἡ ἄλλη εἶναι ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός».
Κατά τήν «φιλελεύθερη θεώρηση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς», τήν ὁποία ἀνέπτυξε ὁ Robert Jackson, ἡ ὕψιστη φιλελεύθερη ἐκδοχή τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς εἶναι «ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου καί ἡ ἀνοχή ἀπέναντι στό διαφορετικό, ἐνῶ οἱ ἐπιμέρους πεποιθήσεις πού καλλιεργοῦν οἱ θρησκευτικές παραδόσεις εἶναι δευτερεύουσας σημασίας». Σύμφωνα μέ αὐτήν τήν θεώρηση ὅλες οἱ θρησκευτικές παραδόσεις ἔχουν κοινά καί ὅμοια χαρακτηριστικά, πού ἐκφράζουν αὐτήν τήν κοινή ἐμπειρία.
Ὁ Andrew Wright ὅμως ἀντιτάχθηκε σέ αὐτήν τήν «φιλελεύθερη θρησκευτική ἀγωγή», διότι αὐτό τό μοντέλο «ὁδηγεῖ στόν συγκρητισμό καί τελικά στήν ἀδυναμία ἑνός οὐσιαστικοῦ διαπολιτισμικοῦ διαλόγου», διότι τόσο ἡ ἐλευθερία ὅσο καί ἡ ἀνοχή στόν ἄλλον «εἶναι ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἀλλιῶς ἑρμηνεύονται στόν Χριστιανισμό, διαφορετικά στό Ἰσλάμ καί μέ ἄλλο τρόπο στόν Βουδισμό».
Ἔτσι, ὁ Andrew Wright ἀνέπτυξε τό μοντέλο τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ», τό ὁποῖο ἔχει τρεῖς βασικούς στόχους. Ὁ πρῶτος, νά ἀναπτύξη τήν δεξιότητα, ὥστε «οἱ μαθητές νά συνειδητοποιοῦν καί νά διατυπώνουν τά βασικά στοιχεῖα τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων πού ἀποδέχονται». Ὁ δεύτερος στόχος εἶναι «οἱ μαθητές νά παρουσιάζουν τεκμηριωμένα τούς λόγους, γιά τούς ὁποίους ἔχουν ἐπιλέξει συνειδητά νά ἀσπάζονται τήν χ ἤ ψ θρησκευτική πεποίθηση». Καί ὁ τρίτος στόχος εἶναι ἡ ἀνάπτυξη στήν δεξιότητας, ὥστε οἱ μαθητές «νά διαλέγονται ἐπιχειρηματολογώντας μέ διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις». Ἄν ὁ ὅρος «γραμματισμός» μεταφρασθῆ μέ τήν λέξη «ἀλφαβητάρι», τότε ὁ ὅρος «θρησκευτικός γραμματισμός» τοῦ Wright «ἐπιδιώκει νά ὁδηγήσει στό νά οἰκειωθοῦν οἱ μαθητές, πρῶτον, τό ἀλφαβητάρι τῆς πίστης τους, δεύτερον, τό ἀλφαβητάρι γιά τήν σημασία πού ἔχει ἡ πίστη στήν ζωή του, τρίτον, τό ἀλφαβητάρι τοῦ διαλόγου μέ τήν πίστη τοῦ ἄλλου».
Αὐτό σημαίνει ὅτι σύμφωνα μέ τήν θεωρία τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» ὁ μαθητής μαθαίνει «τό ἀλφάβητο» τῆς δικῆς του πίστης, διακρίνει τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀπό τήν πίστη ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, ἔστω καί ἄν ἔχουν τίς ἴδιες βασικές ἀρχές, δηλαδή πιστεύουν στόν Χριστό, καθώς ἐπίσης μαθαίνει τό «ἀλφάβητο» τῶν ἄλλων Θρησκειῶν, διακρίνει καί τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων πού ἀνήκουν σέ ἄλλες Θρησκεῖες. Μέ ἄλλα λόγια ὁ μαθητής πού δέχεται μιά θρησκευτική ἀγωγή σύμφωνα μέ τόν «θρησκευτικό γραμματισμό» δέν ἀναμειγνύει «τά ἀλφάβητα» ὅλων τῶν Θρησκειῶν γιά νά δημιουργήση μιά «κοινή γλώσσα», ἐφόσον δέν νοεῖται ἕνας κοινός θρησκευτικός γραμματισμός γιά ὅλες τίς Θρησκεῖες.
Ἕνας ἄνθρωπος πού θεωρεῖται θρησκευτικά «ἐγγράμματος» σημαίνει: Πρῶτον, ἔχει κατανοήσει, στά βασικά τους στοιχεῖα, τήν ἱστορία, τά κεντρικά-ἱερά κείμενα, τήν πίστη, τίς πρακτικές τῶν θρησκειῶν, ὅπως αὐτά ἀναδεικνύονται καί ἐξελίσσονται μέσα σέ συγκεκριμένα κοινωνικά, ἱστορικά καί πολιτιστικά περιβάλλοντα. Δεύτερον, ἔχει ἀναπτύξει τήν ἱκανότητα νά διακρίνη τίς θρησκευτικές προεκτάσεις σέ πολιτικές, κοινωνικές καί πολιτισμικές ἐκφράσεις, ὅπως ἐκφράζονται σέ χρόνο καί χῶρο. Συνεπῶς, ὄχι μόνο κάθε θρησκεία ἔχει τή δική της «ἀνάγνωση», ἀλλά αὐτή κατανοεῖται μέσα σέ συγκεκριμένο πολιτικό, κοινωνικό καί πολιτισμικό συγκείμενο, μέ χρονικές καί χωρικές συνιστῶσες.
Ἑπομένως, ἄλλο εἶναι ἡ «φιλελεύθερη θεώρηση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς», ὅπως τήν παρουσίασε ὁ Robert Jackson, καί ἄλλο εἶναι ἡ θεωρία τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ», ὅπως τήν ἀνέπτυξε ὁ Andrew Wright.
Διαβάζοντας τά εἰσαγωγικά γιά τό Πρόγραμμα Σπουδῶν στά θρησκευτικά τοῦ Λυκείου στό θέμα τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» φαίνεται ὅτι δέν ἀκολουθεῖται ἡ μέθοδος τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» ὅπως τήν ἀνέπτυξε ὁ Andrew Wright, ἀλλά γίνεται μιά «ἰδιότυπη μείξη δύο ἀφετηριακά ἀντίθετων θεωρήσεων» καί κατά τήν ἄποψή μου, πού μπορεῖ νά εἶναι ὑπερβολική, περισσότερο φαίνεται ὅτι ἀκολουθῆται ἡ «φιλελεύθερη ἐκδοχή τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς» καί ὄχι ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός». Ὑπάρχουν πολλά παραδείγματα, πού μέ ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα αὐτό, ἀλλά λόγῳ ἐλλείψεως χώρου δέν τά ἀναφέρω.
Ἁπλῶς νά σημειώσω ὅτι στήν φιλοσοφία τοῦ Προγράμματος Σπουδῶν γράφεται: «Ὁ θρησκευτικός γραμματισμός ἀποτελεῖ μέρος τῶν “πολυγραμματισμῶν” μέ τήν ἔννοια πού ἀποδίδεται σήμερα στόν ἐπιστημονικό γραμματισμό. Ὁ ἐπιστημονικός γραμματισμός ἀπαρτίζεται ἀπό τά κοινά στοιχεῖα τῶν διαφόρων γραμματισμῶν τῶν ἐπιμέρους ἐπιστημονικῶν κλάδων, ὅπως ἡ Ἱστορία (History literacy), τά μαθηματικά (Mathematics literacy), ἡ Γεωγραφία (Geography literacy), ἡ τεχνολογία (Technology literacy), οἱ ἠλεκτρονικοί ὑπολογιστές (Computer literacy) κ.ἄ.».
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφεται: «Ὁ Stephen Prothero, στό βιβλίο του μέ τίτλο “Religious Literacy”, χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο κατ’ ἀναλογία τοῦ πολιτιστικοῦ γραμματισμοῦ τοῦ Hirsch καί ἀναφέρει ὅτι στόχος του “εἶναι νά βοηθήσει τούς πολίτες νά συμμετέχουν πλήρως στήν κοινωνική, πολιτική καί οἰκονομική ζωή τοῦ ἔθνους καί σέ ἕνα κόσμο στόν ὁποῖο ἡ θρησκεία μετράει”. Συνεπῶς, ὁ θρησκευτικός γραμματισμός εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό τό νά γνωρίζει κάποιος γιά τή θρησκεία τοῦ ἄλλου, ἂν καί αὐτό θεωρεῖται σημαντικό βῆμα. Τό σπουδαῖο εἶναι νά μάθει νά σέβεται τή θρησκεία τῶν ἄλλων καί νά ἀντιλαμβάνεται τή συνεισφορά τους στήν κοινωνική ζωή. Μάλιστα, ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη ὅτι ἕνας τύπος θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ πού θά ἀποφεύγει τά λάθη τῆς ὁμολογιακῆς καί τῆς μή ὁμολογιακῆς προσέγγισης, μπορεῖ καί πρέπει νά προωθηθεῖ σέ κοινά σχολεῖα, ὄχι μόνο γιά νά ὑπάρχει ἕνας συμβιβασμός, ἀλλά γιατί εἶναι ἀπαραίτητος σέ μιά φιλελεύθερη ἐκπαίδευση».
Διαβάζοντας αὐτό τό ἀπόσπασμα καί προσέχοντας τίς φράσεις «νά γνωρίζη κάποιος γιά τήν θρησκεία τοῦ ἄλλου», καί «νά ἀντιλαμβάνεται τήν συνεισφορά τους στήν κοινωνική ζωή» καί ἀκόμη ὅτι «ὁ θρησκευτικός γραμματισμός» «εἶναι ἀπαραίτητος σέ μιά φιλελεύθερη ἐκπαίδευση» καί ὅτι ὁ μαθητής πρέπει νά «ἀποφεύγει τά λάθη τῆς ὁμολογιακῆς καί τῆς μή ὁμολογιακῆς προσέγγισης», ἀντιλαμβάνεται ὅτι πρόκειται γιά μιά μείξη μεταξύ τῶν δύο θεωρήσεων τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς πού ἀναφέρθηκαν προηγουμένως καί ἴσως προσεγγίζει τήν «φιλελεύθερη θεώρηση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς» πού βρίσκεται στόν ἀντίποδα τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ».
Αὐτό φαίνεται καί ἀπό μιά ἑπόμενη ἑνότητα, στήν ὁποία γράφεται:
«Ἡ θρησκευτική ἐκπαίδευση στό σχολεῖο χρειάζεται, διότι προσφέρει τή “θρησκευτική” γλώσσα καί τή γραμματική της πού εἶναι πολύτιμα ἐφόδια αὐτο-γνωσίας, αὐτο-προσδιορισμοῦ, αὐτο-βελτίωσης καί αὐθυπέρβασης, σέ σχέση μέ τούς ἄλλους. Συγχρόνως, προσφέρει τίς ἱκανότητες καί δεξιότητες γνωριμίας, ἐπικοινωνίας καί ἀλληλοκατανόησης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί ἀνάλυσης καί ἑρμηνείας τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ. Δέν ἀποτελεῖ μία ἱστορική, ἁπλῶς, ἀναφορά στήν παρουσία τῆς θρησκείας στή ζωή καί στόν κόσμο, ἀλλά μία ἐπικοινωνιακή καί βιωματική ἐμπειρία γιά μιά ζωή».
Κατά τόν καθηγητή Ἀθανάσιο Στογιαννίδη, στόν «θρησκευτικό γραμματισμό», ὅπως παρατηρεῖται στό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό Λύκειο στήν Ἑλλάδα, «αὐτό πού ἐξετάζεται δέν εἶναι οἱ θρησκεῖες, ἀλλά τό θρησκευτικό φαινόμενο», «δέν εἶναι ἡ πολυπλοκότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἀλλά ἡ κοινότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας». Καί ὁ καθηγητής παρατηρεῖ: «Εἶναι, πραγματικά ἄξιο ἀπορίας, πῶς εἶναι δυνατόν, οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ προγράμματος νά ἐπικαλοῦνται ὡς θεωρητικά τους θεμέλια τήν φαινομενολογική-διερμηνευτική καί φιλελεύθερη προοπτική πού ὑποστηρίζει ὁ Robert Jackson, καί ταυτόχρονα τό μοντέλο τοῦ Θρησκευτικοῦ Γραμματισμοῦ, τό ὁποῖο ἀνέπτυξε ὁ Wright, καί τό ὁποῖο εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο μέ τό μοντέλο τῆς φαινομενολογικῆς θεώρησης».
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη ὅλα αὐτά ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἡ θεωρία τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ», ὅπως τήν ἀνέπτυξε ὁ Andrew Wright, περισσότερο πλησιάζει στά ἰσχύοντα βιβλία πού γράφηκαν βάσει τῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων, ἐνῶ ἡ θεωρία τοῦ «φιλελευθερισμοῦ στήν θρησκευτική ἀγωγή» ἐπηρεάζει ἐν πολλοῖς τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, μέ τό ὁποῖο γίνεται προσπάθεια νά βρεθοῦν τά κοινά σημεῖα ὅλων τῶν θρησκειῶν καί νά δημιουργηθῆ μιά «ἰδιωτική θρησκευτική πίστη», δηλαδή εἶναι περισσότερο «διαθρησκειακός γραμματισμός». Ἄλλωστε, αὐτό δείχνει ἡ φράση ὅτι ὁ μαθητής πρέπει νά ἀποκτήση πολύτιμα ἐφόδια «αὐτογνωσίας», «αὐτοπροσδιορισμοῦ», «αὐτοβελτίωσης», καί «αὐθυπέρβασης» «σέ σχέση μέ τούς ἄλλους».

4. Ἡ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου

Μελετώντας, λοιπόν, τά Προγράμματα (τό ἰσχύον καί τό προτεινόμενο) τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν Ἐκπαίδευση καί διαβάζοντας χιλιάδες σελίδες, στίς ὁποῖες καταγράφονται διάφορες ἀπόψεις, κατέληξα στήν πρόταση νά λάβη συγκεκριμένη θέση ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, ἤτοι νά παραμείνη ὡς βάση ὑπόθεσης ἐργασίας τό ἰσχύον Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, μέ τά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν πού ὑπάρχουν σήμερα.
Βέβαια, γνωρίζω ὅτι ὑπάρχει μιά ἄποψη, πού λέγεται καλοπροαίρετα, ὅτι θά πρέπει νά ζητήσουμε ἀπό τήν Πολιτεία τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά ἀποκτήση τόν ὁμολογιακό-κατηχητικό χαρακτήρα. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι εὔκολο νά πραγματοποιηθῆ, ἀφοῦ ποτέ στήν Ἑλλάδα τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἦταν ὁμολογιακό-κατηχητικό. Καί τότε πού τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πλησίαζε περισσότερο στό λεγόμενο ὁμολογιακό, στήν πραγματικότητα εἶχε στοιχεῖα ἀπό τήν σχολαστική θεολογία (Ἄνσελμος Καντερβουρίας – Θωμᾶς Ἀκινάτης) καί τήν προτεσταντική θεολογία. Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία τήν κατήχησή της δέν μπορεῖ νά τήν ἐμπιστευθῆ νά τήν διδάσκουν ἄνθρωποι πού δέν τούς γνωρίζει καί δέν τούς ἐμπιστεύεται. Τό ὁμολογιακό-κατηχητικό μάθημα ὅπου ὑπάρχει στόν Εὐρωπαϊκό χῶρο εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν συγκρούσεων μεταξύ τῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί δέν ἔχει σχέση μέ τήν Ὀρθόδοξη θεολογία.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τά Κατηχητικά της μπορεῖ νά βοηθήση καί νά προσφέρη στά παιδιά πού ζοῦν μέσα στόν χῶρο της ὀρθόδοξη – ἐκκλησιαστική παιδεία καί νά τά μορφώση κατά Χριστόν μέσα στά πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Πάντως, ἡ πρόταση πού κατέθεσα καί ἔγινε ἀποδεκτή στό σύνολό της ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ὡς κατάλληλη γιά τήν περίοδο αὐτή, σχολιάσθηκε ἀρνητικῶς ἀπό μερικούς συντηρητικούς κύκλους. Ὅμως, αὐτοί ἀγνοοῦν ἤ παραθεωροῦν ὅτι τό ἰσχύον Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ἔχει σέ μεγάλο ποσοστό θρησκειολογικά στοιχεῖα, ἔχει πολλές φιλελεύθερες ἀπόψεις σέ ἐκκλησιαστικά θέματα καί ὅτι δέν μπορεῖ νά εἰσαχθῆ στά Σχολεῖα κατηχητικό καί ὁμολογιακό μάθημα, γιατί αὐτό θά ἔχη καί ἄλλες συνέπειες, ἤτοι θά ζητήσουν καί ὅσοι ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες ἤ ὁμολογίες νά εἰσαχθοῦν ὁμολογιακά βιβλία ἤ θά αὐξηθοῦν οἱ αἰτήσεις ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Στό Δελτίο Τύπου τῆς 13ης Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. δημοσιεύθηκε ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Μέ βάση αὐτήν τήν ἀπόφαση συνετάγη ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πρός τόν Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων. Ἐπειδή τό Δελτίον Τύπου εἶναι γνωστό, θά δημοσιοποιήσω τό ἔγγραφο πρός τόν Ὑπουργό Παιδείας πού ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Κύριε Ὑπουργέ,
Μέ Συνοδική Ἀπόφαση ἡ ὁποία ἐλήφθη στή Συνεδρία τῆς 13ης μηνός Ἰανουαρίου τ.ἔ., σᾶς γνωρίζουμε ὅτι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατόπιν ἐνδελεχοῦς μελέτης τῶν ζητημάτων πού τέθηκαν τόν τελευταῖο καιρό γύρω ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἀποφάσισε νά σᾶς γνωστοποιήσει σχετικές της ἐνέργειες καί τίς ἀντίστοιχες θέσεις.
Κατόπιν τῶν πρόσφατων δηλώσεών σας γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἀλλά καί τήν ἔναρξη τοῦ Ἐθνικοῦ Διαλόγου γιά τήν Παιδεία, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συνῆλθε σέ ἀπογευματινή Συνεδρίαση τήν 12.1.2016 ἀπό κοινοῦ μέ τούς Κοσμήτορες καί Προέδρους τῶν Τμημάτων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, καθώς καί ἐκπροσώπους τῶν ἐπιστημονικῶν Ἑνώσεων τῶν Θεολόγων, γιά νά συζητήσουν τό θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στή Μέση Ἐκπαίδευση. Στή Συνεδρίαση εἰσηγήθηκε τό θέμα ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος ἐπικέντρωσε τήν εἰσήγησή του στό χαρακτήρα καί τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, παρουσίασε τά δύο Προγράμματα Σπουδῶν ἐπί τῶν ὁποίων γίνεται συζήτηση (τό ἰσχύον καί τό πιλοτικό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδῶν), καί κατέληξε σέ συνθετική πρόταση, κατά τήν ὁποία πρέπει νά ἐπικεντρωθεῖ ἡ προσπάθεια στή βελτίωση τοῦ ἰσχύοντος Προγράμματος Σπουδῶν μέ προσθῆκες σέ ἐπιστημονική βάση ἀπό τά καλά στοιχεῖα τοῦ πιλοτικοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος Σπουδῶν. Οἱ παριστάμενοι ἐκπρόσωποι τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἑνώσεων τῶν Θεολόγων ἐπαίνεσαν τήν εἰσήγηση ὡς συγκροτημένη καί κατάλληλη γιά τήν περίσταση.
Στήν Συνεδρίαση τῆς Διαρκοῦς Συνόδου τῆς 13.1.2016 κατόπιν ἐκτενοῦς συζήτησης μεταξύ τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων ἐπί τῆς πρότασης τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, καθώς καί τῶν ὅσων ἀκούσθηκαν ὡς ἀπόψεις τῶν φορέων πού παρευρέθησαν στήν ἀπογευματινή Συνεδρία τῆς 12.1.2016, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπεδέχθη τήν ἀνωτέρω εἰσήγηση καί κατέληξε στά ἑξῆς:
1. Ἡ διαδιδόμενη ἄποψη ὅτι τά βιβλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι κατηχητικά καί ὁμολογιακά εἶναι ἐσφαλμένη ἕως καί παραπλανητική. Ὁ χαρακτήρας τῶν σύγχρονων βιβλίων στή χώρα μας εἶναι γνωσιολογικός καί πολιτιστικός μέ θρησκειολογική κατεύθυνση. Ἤδη ἡ διδακτική ὕλη γιά τούς νέους τῆς μετεφηβικῆς ἡλικίας εἶναι σημαντικά ἐμπλουτισμένη στίς τάξεις τοῦ Λυκείου μέ γνωστικό ὑλικό γιά ἄλλα θρησκεύματα καί δόγματα καί μέ εὐκαιρίες προβληματισμοῦ γιά τίς θρησκευτικές καί ἠθικές διαστάσεις σύγχρονων προβλημάτων (π.χ. σχέσεις δύο φύλων, οἰκογένεια, βιοϊατρική, ἀλλοτρίωση, ὑποτίμηση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ναρκωτικά, κοινωνία τῆς πληροφορίας, οἰκολογικό πρόβλημα).
2. Τό γεγονός ὅτι στό σημερινό μάθημα προηγεῖται ἡ παροχή γνώσεων γύρω ἀπό τήν ὀρθόδοξη θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου δέν σημασιοδοτεῖ διαδικασία κατηχήσεως τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν ἤ προσηλυτισμοῦ τῶν μή ὀρθοδόξων μαθητῶν, καθώς τό μάθημα δέν ἀπευθύνεται μόνο σέ ὀρθόδοξους μαθητές. Ἰσχυρισμοί περί δῆθεν ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρα τοῦ μαθήματος ἐκκινοῦν ἀπό ἀρνητική προϊδέαση γιά τό ἴδιο τό μάθημα καί τό ρόλο τῶν ἐκπαιδευτικῶν, ἐπιστημόνων θεολόγων, ὡς φορέων θρησκευτικοῦ μισσιοναρισμοῦ μέσα στό ἑλληνικό σχολεῖο. Ἐξάλλου, ὁ ἀντικειμενικός χαρακτήρας τοῦ μαθήματος δέν θίγεται ἀπό τήν κατά προτεραιότητα παράθεση τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς παράδοσης, ἀφοῦ κατ’ ἀνάγκην τό μάθημα πρέπει νά λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τά τοπικά, ἱστορικά, θρησκευτικά καί πληθυσμιακά συμφραζόμενα τῆς ἑλληνικῆς σχολικῆς τάξης, ἀλλά καί τόν στόχο τῆς ὁμαλῆς ἔνταξης τοῦ μαθητῆ, ἀσχέτως θρησκεύματος, στήν ἑλληνική κοινωνία, ἡ ὁποία κατά πλειοψηφία ἀσπάζεται τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό δόγμα.
3. Παλαιές καί πρόσφατες ἀποφάσεις διοικητικῶν δικαστηρίων, πού ἑρμηνεύουν τά σχετικά ἄρθρα τοῦ Συντάγματος, ἀποφαίνονται ὁμόφωνα ὑπέρ τῆς ὑποχρεωτικῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μέ κύρια βάση τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση καί μέ δικαίωμα ἀπαλλαγῆς γιά ὅσους δέν εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Παράλληλα, ὅπως ἔχει ἐξηγήσει τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως καί ὅλα τά σχολικά μαθήματα, πρέπει νά διέπεται ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἀντικειμενικότητας καί τοῦ πλουραλισμοῦ, ἀλλά οἱ ἀρχές αὐτές δέν παραβιάζονται μόνο καί μόνο ἐπειδή τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀναφέρεται κατά κύριο λόγο στήν κυρίαρχη θρησκευτική παράδοση τοῦ οἰκείου κράτους, ἱκανοποιώντας καί τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων τῶν μαθητῶν.
4. Ἡ παρέλευση μερικῶν ἐτῶν ἀπό τότε πού ἐγράφησαν τά βιβλία πού διδάσκονται στήν Μέση Ἐκπαίδευση δικαιολογεῖ τήν ἐπικαιροποίησή τους. Παραμένοντας στήν ἴδια μεθοδολογία τοῦ ἰσχύοντος Προγράμματος Σπουδῶν, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἱστορική ὀργάνωση τῆς ὕλης, εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν προσθῆκες, οἱ ὁποῖες διευρύνουν τό θρησκειολογικό, ἰδεολογικό καί πολιτιστικό πεδίο τῆς ὕλης μέ σκοπό τήν ἐπαύξηση τῆς μορφωτικῆς ἀξίας καί συμβολῆς του στήν ἐκπαίδευση τῶν νέων. Προτείνεται αὐτές οἱ προσθῆκες νά γίνουν στό τέλος κάθε βιβλίου, ὥστε οἱ μαθητές, τῶν ὁποίων ἡ πλειοψηφία ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅσοι μή ὀρθόδοξοι μαθητές ἐπιθυμοῦν νά ἀποκτήσουν γνώσεις γιά τήν θρησκευτική καί πολιτιστική παράδοση τοῦ τόπου μας, νά ἀποκτήσουν συγκροτημένη εἰκόνα.
5. Στήν ἐποχή μας, κατά τήν ὁποία ἰσχυροποιοῦνται φονταμενταλιστικές ἀπόψεις ἄλλων θρησκειῶν καί ἀντικοινωνικές τάσεις διαφόρων παραθρησκευτικῶν φαινομένων καί ἐπικίνδυνων σεκτῶν, ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἡ ὁποία διακρίνεται γιά τήν ἀγάπη, τήν ἀνεκτικότητα, τήν εἰρηνική διάθεση καί εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό φονταμενταλισμούς καί ρατσισμούς, θά βοηθήσει ἀρκούντως καί στήν κοινωνική συνοχή. Στό θέμα αὐτό δέν πρέπει νά ἐπικρατοῦν οἱ ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος. Τό σχολεῖο καί ἡ σχολική κοινότητα δέν εἶναι χώρος ἐπιβεβαίωσης καμίας πολιτικῆς συνθηματολογίας, τά σχολικά μαθήματα δέν μποροῦν νά διαχωρίζονται σέ «προοδευτικά» καί «συντηρητικά», οὔτε ἐπιτρέπεται ἡ διεξαγωγή ὁποιουδήποτε ἄτυπου δημοψηφίσματος φρονημάτων στήν πλάτη τῶν μαθητῶν, ὅπως ἐπιχειρήθηκε μέ τίς ὑποσχέσεις περί ἀναιτιολόγητης ἀπαλλαγῆς ἀπό αὐτό.
Μέ στόχο τήν ἀναλυτική παρουσίαση τῶν ὅσων ἀνωτέρω ἐτέθησαν, ἀποστέλλεται συνημμένως στήν παροῦσα ἐπιστολή καί ἡ ἀναλυτική εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, ἔγκριτου ἐπιστήμονα θεολόγου καί συγγραφέα, πρός τόν σκοπό ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὡς μητέρα καί πνευματική τροφός, νά συμβάλει στόν Ἐθνικό Διάλογο γιά τήν παιδεία καί τή λήψη τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων ἀπό τό Ὑπουργεῖο σας, τή συνεργασία μέ τό ὁποῖο ἄλλωστε ὡς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἐπιβάλλει καί ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἄρθρο 9 παρ. 1 περ. ε΄ Ν. 590/1977). Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προτίθεται νά συνεργαστεῖ περαιτέρω, στή βάση τῆς ἐπιστημονικῆς βελτίωσης τοῦ ὑπάρχοντος μαθήματος καί τῆς στήριξης τῶν καθηγητῶν του. Ἀντιτίθεται στήν κατάργηση καί ἀντικατάστασή του ἀπό ἕνα μάθημα «γεωγραφίας τῶν θρησκειῶν» ἤ «θρησκευτικοῦ ἐγκυκλοπαιδισμοῦ» μέ κάποια ἁπλῶς ἰδιαίτερη παρουσίαση τῆς παρουσίας τῆς Ὀρθοδοξίας στόν ἑλλαδικό χῶρο. Ἡ ἰδέα τῆς ποσοτικῆς ἐξίσωσης τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης μέ τίς ἄλλες θρησκευτικές παραδόσεις, ὥστε νά γίνει τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν «πολιτικά ὀρθότερο» κινεῖται μακράν τῶν νομικῶν δεσμεύσεων καί ἐκπαιδευτικῶν στόχων τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (ἄρθρο 16 παρ. 2) καί τῆς κείμενης νομοθεσίας (ἄρθρα 1 Ν. 1566/1985, 1 παρ. 2 περ. γ΄ Ν. 4186/2013) σέ χώρα μέ ἰσχυρά πλειοψηφοῦντες τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς, συγκεκριμένο πολιτιστικό κεφάλαιο καί δεδομένη θρησκευτική ἱστορία καί συγχρονία τοῦ Λαοῦ μας.
Ἐν κατακλεῖδι ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀποφάσισε ὡς πρότασή της πρός τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων ὡς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, νά ἐπικεντρωθεῖ τό ἐνδιαφέρον στό ἰσχύον Πρόγραμμα Σπουδῶν μέ τήν δική του θεματική μεθοδολογία, στό ὁποῖο ὅμως θά γίνουν μερικές βελτιώσεις, ἐντασσοντάς το στά σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, ὁπότε νά εἰσαχθοῦν σέ κάθε βιβλίο -ὄχι σέ κάθε μάθημα- μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ἀνάλογα μέ τήν θεματολογία τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὅμως δοθεῖ προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν ἑλλήνων πολιτῶν, ἀλλά καί νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἐφαρμογές καί τά καλά στοιχεῖα τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν.
Μέ τήν πεποίθηση ὅτι θά ἀποδώσετε τήν ἁρμόζουσα βαρύτητα στή σαφῆ καί συγκεκριμένη πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀνταποκρινόμενος θετικά, σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ τῶν προτέρων, εὐχόμενοι ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ καί νά σᾶς ἐνισχύει στά εὐθυνοφόρα καθήκοντά σας».
Ἔτσι, μέ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου συγκροτήθηκε Ἐπιτροπή ἀπό τούς Μητροπολίτες Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, Καστορίας κ. Σεραφείμ, Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγο καί τόν Νομικό Σύμβουλο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κ. Θεόδωρο Παπαγεωργίου πού ἐπισκεφθήκαμε τόν Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Νίκο Φίλη καί τοῦ ἐπιδώσαμε ἔγγραφο μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἔγινε εὐρύτατη συζήτηση μεταξύ τῆς Ἐπιτροπῆς μας καί τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Νικολάου Φίλη, παρόντων τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως Θρησκευμάτων κ. Γεωργίου Καλαϊτζῆ καί τοῦ Προέδρου τοῦ Ἰνστιτούτου Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς κ. Γερασίμου Κουζέλη, καί ἀπό τήν συζήτηση διεφάνη ὅτι ὑπάρχει διαφορετική ἀφετηρία καί προοπτική. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπεφάσισε νά προτείνη τήν παραμονή τοῦ ἰσχύοντος Προγράμματος Σπουδῶν καί νά γίνουν μερικές προσαρμογές, ὥστε τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά γίνη ὑποχρεωτικό γιά ὅλους, ἐκτός ἀπό ἐκείνους πού θέλουν νά ζητήσουν ἀπαλλαγή, καταγράφοντας ὅμως τούς λόγους τῆς ἀπαλλαγῆς, ἐνῶ τό Ὑπουργεῖο Παιδείας προτίθεται νά ἐφαρμόση τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, στό ὁποῖο νά γίνουν μερικές βελτιώσεις.
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος θεώρησε ὅτι τό θέμα αὐτό εἶναι μεῖζον, γιατί συνδέεται μέ τήν θρησκευτική-ἐκκλησιαστική ἀγωγή τῶν μαθητῶν πού εἶναι ὀρθόδοξοι, καί γι’ αὐτό ἀποφάσισε νά τό φέρη στήν Ἱεραρχία, ὥστε ἡ ἀπόφαση νά εἶναι ὑπεύθυνη καί συλλογική.
Ἑπομένως, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἁρμόδια νά λάβη συγκεκριμένη ἀπόφαση γιά τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Ἡ συνθετική τῶν διαφόρων ἀπόψεων ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι:
«Νά ἐπικεντρωθῆ τό ἐνδιαφέρον στό τρέχον Πρόγραμμα μέ τήν δική του θεματική μεθοδολογία, στό ὁποῖο ὅμως νά γίνουν μερικές βελτιώσεις, ἐντάσσοντάς το στά σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, ὁπότε νά εἰσαχθοῦν σέ κάθε βιβλίο –ὄχι σέ κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ἀνάλογα μέ τήν θεματολογία τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὅμως δοθῆ προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, ἀλλά καί νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἐφαρμογές καί τά καλά στοιχεῖα τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν».