Με αφορμή την απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή Κεντρικής Μακεδονίας για τον ορισμό ως αναπληρωτή Προϊστάμενου Εκπαιδευτικών Θεμάτων στη Διεύθυνση Β/θμιας Εκπ/σης Δυτικής Θεσσαλονίκης εκπαιδευτικού αποσπασμένου στη Δ/νση Εκπ/σης, το Δ.Σ. της Π.Ο.Σ.Υ.Π. εκτόξευσε ύβρεις κατά των εκπαιδευτικών που υπηρετούν ως αποσπασμένοι στις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης τις οποίες μάλιστα χαρακτηρίζει ως «υπηρεσίες μας», λες και οι υπηρεσίες ανήκουν στην Π.Ο.Σ.Υ.Π.

ΔΟΕ

Στη συνέχεια η Π.Ο.Σ.Υ.Π. απευθύνθηκε προς την Α.Δ.Ε.Δ.Υ. για ν’ αναδείξει τα «πρωτοφανή περιστατικά» και να ενημερώσει ότι έχει καταθέσει υπόμνημα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το οποίο καταγγέλλει τον «αποκλεισμό» καθώς και ότι πρόκειται να προσφύγει στο ΣτΕ κατά του Ν. 4547/2018 ως προς το μέρος που αφορά την Π.Ο.Σ.Υ.Π.

Με νέο έγγραφό της στις 10 Οκτωβρίου προς τον Υπουργό Παιδείας μέσω, πολιτικής κριτικής που αν δεν έκρυβε συντεχνιακές σκοπιμότητες θα ήταν (ως προς την ανάγκη μετατάξεων αντί αποσπάσεων) μια σοβαρή βάση συζήτησης, επιλέγει να επιτεθεί, για μια ακόμη φορά, στους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν αποσπασμένοι σε υπηρεσίες και φορείς του ΥΠΠΕΘ φορτώνοντας τους, έμμεσα, τη ρετσινιά της αδιαφάνειας και του ρουσφετιού. Όλα τα παραπάνω για να φτάσει στην ουσία, τον «αποκλεισμό των διοικητικών υπαλλήλων από τις διευθυντικές θέσεις των ίδιων των υπηρεσιών τους (!!!)».

Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε., απαντώντας στο σχετικό έγγραφο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. (και όχι σε αυτό της Π.Ο.Σ.Υ.Π) που ζητά να καταθέσουμε την άποψή μας, τονίζει:

Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας δεν ανήκουν στους διοικητικούς υπαλλήλους όπως και σε κανέναν άλλο υπάλληλο.
Το αίτημα για ανάληψη των θέσεων Περιφερειακών Διευθυντών, Διευθυντών Εκπαίδευσης καθώς και των αντίστοιχων θέσεων στο Υπουργείο Παιδείας από διοικητικούς υπαλλήλους και όχι από εκπαιδευτικούς, είναι μια συντεχνιακή διεκδίκηση ξεκομμένη από τις ανάγκες της διοίκησης της εκπαίδευσης αλλά και της δημόσιας διοίκησης γενικά, των οποίων η ιστορική διαδρομή αποδεικνύει ότι μόνον αυτοί που πραγματικά γνωρίζουν εκ των σπουδών και της επιστημονικής -επαγγελματικής τους συγκρότησης και εμπειρίας ένα αντικείμενο μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις ανάγκες του. Στις θέσεις αυτές μόνον οι εκπαιδευτικοί έχουν ανταποκριθεί και ανταποκρίνονται αποτελεσματικά.
Το αίτημα για κατάληψη θέσεων Διευθυντών Εκπαίδευσης και Περιφερειακών Διευθυντών και από διοικητικούς υπαλλήλους δείχνει την παντελή άγνοια της Π.Ο.Σ.Υ.Π. σχετικά με τα καθήκοντα και τον ρόλο των ως άνω στελεχών, τα οποία πρωτίστως έχουν εκπαιδευτικό ρόλο και δευτερευόντως διοικητικό. Πώς αλήθεια θα μπορεί να συμμετέχει ένας διοικητικός υπάλληλος σε επιτροπές αξιολόγησης για την παράλληλη στήριξη, την ειδική αγωγή, τα τμήματα ένταξης, τη λειτουργία των ολοήμερων κλπ. όταν δεν γνωρίζει και δεν έχει ασκήσει ποτέ εκπαιδευτικά καθήκοντα; Γι’ αυτό τον λόγο ο νομοθέτης από συστάσεως του ελληνικού κράτους, αλλά και πρόσφατα από την καθιέρωση των θεσμών των Διευθυντών Εκπαίδευσης (1982) και των Περιφερειακών Διευθυντών (2002) προβλέπει οι θέσεις αυτές να καταλαμβάνονται από εκπαιδευτικούς. Ο νομοθέτης έκανε το αυτονόητο, που συμβαίνει σε όλες τις χώρες, και νομοθέτησε προς όφελος των παιδιών κι όχι των εκπαιδευτικών. Η «απαίτηση» της Π.Ο.Σ.Υ.Π. είναι ανιστόρητη, αντιπαιδαγωγική και πρωτοφανής. Ίσως αύριο ζητήσουν να διδάσκουν και στα σχολεία αφού ασχολούνται με τα διοικητικά της εκπαίδευσης.
Το παραπάνω αίτημα είναι επικίνδυνο και πολιτικά, αφού ανοίγει διάπλατα την όρεξη και την πόρτα σε όλους όσους ονειρεύονται την τοποθέτηση μάνατζερ και όχι εκπαιδευτικών στη θέση του διευθυντή σε σχολεία «επιχειρήσεις».

Είναι, τέλος, αυτονόητο ότι στην όποια περίπτωση προσφυγής της Π.Ο.Σ.Υ.Π. στη δικαιοσύνη για την επίτευξη των επιδιώξεών της, η Δ.Ο.Ε. θα υπερασπιστεί το αυτονόητο για τη σωστή λειτουργία της εκπαίδευσης.