ΣΥΝ­ΤΟ­ΜΗ Α­ΠΟ­ΤΙ­ΜΗ­ΣΗ ΤΗΣ «Α­ΓΙ­ΑΣ ΚΑΙ ΜΕ­ΓΑ­ΛΗΣΣΥ­ΝΟ­ΔΟΥ»
ΣΤΟ ΚΟ­ΛΥΜ­ΠΑ­ΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗ­ΤΗΣ(19-26/7/2016)
Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Πρό­ε­δρε,
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι ρ­χι­ε­ρες,
Σς ἀ­πο­στέλ­λω, εὐ­λα­βς, μιά πε­ρι­ε­κτι­κή ἀ­πο­τί­μη­ση γιά τήν «Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο» καί Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, νά κά­νε­τε τόν κό­πο νά τήν με­λε­τή­σε­τε, ἐ­πει­δή πι­στεύ­ω,
ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά βο­η­θή­σει, κά­πως, στήν ὑ­πεύ­θυ­νησυ­ζή­τη­ση πούθά γί­νει στή Σύ­νο­δο τς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τς κ­κλη­σί­ας μας, ὅ­ταν αὐ­τή συ­νέλ­θει.
Ἡ ἀ­πο­τί­μη­σή μας θά κι­νη­θεσέ δύ­ο ἐ­πί­πε­δα. Τό πρῶ­το ἐ­πί­πε­δο θά ἀ­φο­ρτήν ἀ­πο­τί­μη­ση ς πρός τό τυ­πι­κό καί Κα­νο­νι­κό μέ­ρος τς Συ­νό­δου, ἐ­ντό δεύ­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο θά ἀ­φο­ρτήν ἀ­πο­τί­μη­ση ς πρός τό οὐ­σι­α­στι­κό μέ­ρος της.
ς πρός τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τυ­πι­κό­τη­τα καί Κα­νο­νι­κό­τη­τά της, ἡ λε­γο­μέ­νη «Ἁ­γί­α καί Με­γά­ληΣύ­νο­δος» –θε­ο­λο­γι­κά κρι­νό­με­νη– δέν εἶ­ναι «Ἁ­γί­α», κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή δέν εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τος ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», οὔ­τε τυ­πι­κς οὔ­τε οὐ­σι­α­στι­κς, ὅ­πως θά γί­νει φα­νε­ρό μέ ὅ­σα θά ποῦ­με στή συ­νέ­χεια. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως καί«Με­γά­λη», ὄ­χι μό­νον ἐ­πει­δή δέν ἦ­ταν πα­ροῦ­σες ὅ­λες οΑὐ­το­κέ­φα­λες κ­κλη­σί­ες, ἀλ­λά κυ­ρί­ως, για­τί ἦ­ταν σέ αὐ­τήν πο­λύ μι­κρή καί ἐ­πι­λεγ­μέ­νη ἡ ἀν­τι­προ­σώ­πευ­σή τους ἀ­πό τούς κα­τά τό­πους ρ­χι­ε­ρες. Τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο, ὅ­μως, ἐν προ­κει­μέ­νῳ εἶ­ναι, ὅ­τι ἡ «Σύ­να­ξη» αὐ­τή τν ρ­χι­ε­ρέ­ων δέν μπο­ρενά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ -μέ αὐ­στη­ρά θε­ο­λο­γι­κά κρι­τή­ριαοὔ­τε κν ς μί­α Το­πι­κή Σύ­νο­δος. Πρό­κει­ται, μλ­λον, γιά μιά ἰ­δι­ό­τυ­πη, δι­ηυ­ρυ­μέ­νη, «Προ­συ­νο­δι­κή Δι­ά­σκε­ψη ρ­χι­ε­ρέ­ων» μέ δέ­κα Προ­κα­θη­μέ­νους, ἤ γιά ἕ­να «Συ­νέ­δριο» δέ­κασυγ­κε­κρι­μέ­νων Αὐ­το­κε­φά­λων κ­κλη­σι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ν­τι­προ­σω­πεύ­τη­καν ἀ­πό τούς Προ­κα­θη­μέ­νους τους καί τό πο­λύ ἀ­πό 24 κα­τ’ ἐ­πι­λο­γήν ρ­χι­ε­ρες.
Εἴ­πα­με, ὅ­τι ἡ ἐν λό­γῳ «Δι­ά­σκε­ψη» ἤ τό «Συ­νέ­δριο» αὐ­τό δέν εἶ­ναι κν μί­α Το­πι­κή Σύ­νο­δος, για­τί στήν Το­πι­κήΣύ­νο­δο συ­νέρ­χον­ται καί ψη­φί­ζουν ὅ­λοι ομε­τέ­χον­τες σαὐ­τήν ρ­χι­ε­ρες. Στήν πα­ροῦ­σα ὅ­μως «Δι­ά­σκε­ψηΣυ­νέ­δριο», σύμ­φω­να μέτόν Κα­νο­νι­σμό Λει­τουρ­γί­ας της, ψῆ­φοεἶ­χαν μό­νο οπα­ρόν­τες δέ­κα Προ­κα­θή­με­νοι. Ἡ πρά­ξη αὐ­τή εἶ­ναιπρω­το­φα­νής στήν κ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α καί αὐ­θαί­ρε­τη καίδέν συ­νά­δεικα­θό­λου μέ τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα πρα­κτι­κή τν ἕ­ως σή­με­ρα ρ­θο­δό­ξων Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­εςπρο­ϋ­πο­θέ­τουν τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἰ­σό­τη­τα ὅ­λων τν ρ­χι­ε­ρέ­ων, πργ­μα πού μ­φαί­νε­ται στήν ἰ­σό­τι­μη ψῆ­φο τους. Κα­νείς ἀ­πο­λύ­τως Ἐ­πί­σκο­πος μη­δέ τοΠρο­έ­δρου τς Συ­νό­δου ἐ­ξαι­ρου­μέ­νου– δέν εἶ­ναι «ἄ­νευ ἴ­σων» συ­νε­πι­σκό­πων του. Αὐ­τό πού ἴ­σχυ­σε στήν πα­ροῦ­σα «Δι­ά­σκε­ψη» πα­ρα­πέμ­πει μ­μέ­σως σέ μί­α σα­φῆ μορ­φήΠα­πι­σμοῦ, ἔ­στω κι ν ψῆ­φος τν Προ­κα­θη­μέ­νων ἔ­χει συλ­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα.
Κα­τάσυ­νέ­πεια, οἱ ἀ­πο­φά­σεις τς πα­ρα­πά­νω «Προ­συ­νο­δι­κς Δι­ά­σκε­ψης», ἤ τοῦ πα­ρα­πά­νω «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου», δέν ἔ­χουν δε­σμευ­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα. Ἄ­ρα καί καμ­μί­α ἰ­σχύ, ὄ­χιμό­νο γιά ὅ­λη τήν κ­κλη­σί­α, ἀλ­λά καίγιά τίς Το­πι­κέςΑὐ­το­κέ­φα­λες κ­κλη­σί­ες, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­τη­καν στό «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κό» αὐ­τό «Συ­νέ­δριο» -ὅ­λως ἀ­θέ­σμως-, ἀ­φοομε­τέ­χον­τες ρ­χι­ε­ρες δέν εἶ­χαν δι­καί­ω­μα ψή­φου. Ἀλ­λά οἱ ἀ­πο­φά­σεις εἶ­ναι ἄ­κυ­ρες καί γιά τόν πρό­σθε­το λό­γο τς ρ­χς τς Ὁ­μο­φω­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­βι­ά­στη­κε μέ τήν μή πα­ρου­σί­α τν τεσ­σά­ρων Πα­τρι­αρ­χεί­ων (Ἀν­τι­ο­χεί­ας, Ρω­σί­ας, Βουλ­γα­ρί­ας, Γε­ωρ­γί­ας).
Ἐ­πι­προ­σθέ­τως οἱ ἀ­πο­φά­σεις τς ἰ­δι­όρ­ρυθ­μης «Συ­νό­δου» τοῦ Κο­λυμ­πα­ρί­ου δέν εἶ­ναιδε­σμευ­τι­κές γιά τήν Ἑλ­λα­δι­κή κ­κλη­σί­α καίγιά ἕ­ναν πρό­σθε­το λό­γο. Ὁ Προ­κα­θή­με­νος τς κ­κλη­σί­ας μας, ἀν­τί νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει τήν ὁ­μό­φω­νη θέ­ση τς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τς κ­κλη­σί­ας μας στό Στ΄ Κεί­με­νο, εἰ­ση­γή­θη­κε λ­λη θέ­ση, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτή ἀ­πό τίς ν­νέ­α λ­λες Αὐ­το­κέ­φα­λες κ­κλη­σί­ες. Πρα­κτι­κς, αὐ­τό ση­μαί­νει, ὅ­τι θέ­ση τοΣώ­μα­τος τς λ­λα­δι­κς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας δέν κ­προ­σω­πή­θη­κε, ὁ­πό­τε μέ βά­ση τόν Κα­νο­νι­σμό Λει­τουρ­γί­ας τς «Δι­ά­σκε­ψης», στό Στ΄ Κεί­με­νο δέν ὑ­πρ­ξε ὁ­μο­φω­νί­α. Ἄ­ρα, τό Κεί­με­νοεἶ­ναι ἄ­κυ­ρο.
Καί τώ­ρα, ἡ ἀ­πο­τί­μη­ση τοοὐ­σι­α­στι­κοῦ μέ­ρους τς ἰ­δι­ό­τυ­πης «Συ­νό­δου». Κα­τ’ ἀρ­χήν, ὀ­φεί­λου­με νά ποῦ­μεγε­νι­κς, ὅ­τι στή λε­γό­με­νη «Σύ­νο­δο» τοῦ Κο­λυμ­πα­ρί­ου τς Κρή­της ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε μιά θε­σμι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα πνευ­μα­τι­κή κ­πτω­ση ἀ­πό τή δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τς κ­κλη­σί­ας. [Λέ­με, ὅ­τι ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε, ἐ­πει­δή μέ βά­ση ὅ­σαεἴ­πα­με νω­ρί­τε­ρα– δέν προσ­δί­δου­με θε­σμι­κό ρό­λο στίς ἀ­πο­φά­σεις τς πα­ρα­πά­νω «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κς Δι­α­σκέ­ψε­ως»­]. Στήν Κρή­τη ὄ­χιμό­νο δέν κα­τα­δι­κά­σθη­κε καμ­μί­α ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α (αἵ­ρε­ση), ἀλ­λά καί ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε μιά φο­βε­ρή, θε­σμι­κς, ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τήν συ­νο­δι­κς ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τς κ­κλη­σί­ας, μιά ἔκ­πτω­ση οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­πό τόν «Ὅ­ρο Πί­στε­ως» τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κς Συ­νό­δου. Συγ­κε­κρι­μέ­να, πρό­κει­ται γιάτήν κ­πτω­ση ἀ­πό τήν δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοΣυμ­βό­λου τς Πί­στε­ως, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ταυ­τό­τη­τα τς κ­κλη­σί­ας, κα­θ’ ἑ­αυ­τήν.
Στό Σύμ­βο­λο τς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «ες Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν καί Ἀ­πο­στο­λι­κήν κ­κλη­σί­αν». Ὅ­μως, στή «Δι­ά­σκε­ψη» τῆς Κρή­της, δέ­κα Αὐ­το­κέ­φα­λες κ­κλη­σί­ες, με­τα­ξύ τν ὁ­ποί­ων καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τς λ­λά­δος, ἀ­πο­δέ­χθη­καν ἀ­θε­ο­λό­γη­τα τήν «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α» καί ἔμ­με­σα τήν «Θε­ω­ρί­α τν Κλά­δων», ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας ς κ­κλη­σί­ες τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, τούς Μα­ρω­νῖ­τες, τούς Νε­στο­ρια­νούς, τούς Μο­νο­φυ­σῖ­τες ν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους, τούς Μο­νο­θε­λῆ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τα­δι­κά­στη­καν γιά τήν χρι­στο­λο­γι­κή τους αἵ­ρε­ση ἀ­πόσει­ρά Οἰ­κου­με­νι­κν Συ­νό­δων (ἀ­πό τήν Τρί­τη ἕ­ως καί τήν Ἕ­κτη), ἀλ­λά καί τήν παν­σπερ­μί­α τν Προ­τε­σταν­τν, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ον­ται στό Παγ­κό­σμιο Συμ­βού­λιο τν λε­γο­μέ­νων κ­κλη­σι­ῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ πνευ­μα­τι­κήπα­ρα­φρο­σύ­νη καί πνευ­μα­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα πρά­ξη τς ἀ­πό­πει­ρας γιά Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση στό Κο­λυμ­πά­ρι πρός ἀ­να­γνώ­ρι­ση ς κ­κλη­σι­ῶν τν κα­τα­δι­κα­σθέν­των αἱ­ρε­τι­κν ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Αὐ­τό, στήν πρά­ξη, εἶ­ναι συγ­κρη­τι­σμός καί Οἰ­κου­με­νι­σμός. Δέν κι­νή­θη­κε θυ­μός τό λ­λο­γο νεῦ­ρο τς ψυ­χς– τῶν «Συ­νο­δι­κν» Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων πρόςτούς νο­η­τούςλύ­κους τς κ­κλη­σί­ας. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, οἱ «λύ­κοι» ὀ­νο­μά­στη­καν «πρό­βα­τα» τῆς μί­ας καί μό­νης λο­γι­κς ποί­μνης, τῆς κ­κλη­σί­ας. Ἐκ τοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος συμ­πε­ραί­νου­με, ὅ­τι στήν Κρή­τη δέν ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἀ­πό τό εὐ­λα­βές πλή­ρω­μα τς κ­κλη­σί­ας «σύ­σκε­ψη» τῶν «Συ­νο­δι­κν» Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων μέ τό Ἅ­γιοΠνεῦ­μα, οὔ­τε καί λει­τούρ­γη­σε ἡ «σφεν­δό­νη» τοῦ Ἁ­γί­ουΠνεύ­μα­τος γιά τήν ἐκ νέ­ου κα­τα­δί­κη τν αἱ­ρε­τι­κν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, γιά τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, λε­κτι­κς, ὁ­μο­λο­γή­σα­με τήν πί­στη μας στόν Ὅ­ρο τς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κς Συ­νό­δου, πρα­κτι­κς ὅ­μως ἀ­κυ­ρώ­σα­με αὐ­τήν τήν πί­στη, ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας ς κ­κλη­σί­ες, ὄ­χι μό­νοναὐ­τούς, ἀλ­λά καί λ­λες Χρι­στι­α­νι­κές Κοι­νό­τη­τες, πού ἀν­τί­κειν­ται στόν Ὅ­ροαὐ­τό, διά τοῦ f­i­l­i­o­q­ue. Ὡς γνω­στόν, ἡ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε προ­σθή­κη στό Σύμ­βο­λο τς Πί­στε­ως -ἀ­κό­μη καί ἡ ἑρ­μη­νευ­τι­κς σω­στήκα­τα­δι­κά­ζε­ται ἀ­πό ὅ­λες τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους με­τά τήνΓ΄ (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης) καί ὅ­σοι τό κά­νουν, ὁ­ρί­ζε­ται νά κα­θαι­ρον­ται καίνά ἀ­φο­ρί­ζον­ται ἀ­πό τήν κ­κλη­σί­α. Σα­φς, λοι­πόν, τό f­i­l­i­o­q­ue, ὡς προ­σθή­κη, κα­τα­δι­κά­ζε­ται -ἔμ­με­σα, αὐ­το­μά­τως καί ἑ­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να– ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, ὡς αἵ­ρε­ση, ἀ­φοῦ ἐκ­πί­πτουν ἀ­πό τήν κ­κλη­σί­α, ὅ­σοι τό υἱ­ο­θε­τον, ὡς προ­σθή­κη, κα­τά τήν ἀ­πό­φα­ση τν ἀ­νω­τέ­ρω Συ­νό­δων. Γι’ αὐ­τό καί ἡ ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α τοf­i­l­i­o­q­ueτν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κν καί ὅ­λων τν Προ­τε­σταν­τν εἶ­ναι κα­τε­γνω­σμέ­νη αἵ­ρε­ση.
λ­λω­στε, ἡ προ­σθή­κη τοf­i­l­i­o­q­ueκα­τα­δι­κά­στη­κε ἐ­πίΜε­γά­λου Φω­τί­ου στήν Σύ­νο­δο τοῦ 879/80 (Η΄ Οἰ­κου­με­νι­κή), ὅ­που με­τεῖ­χε καί ν­τι­προ­σω­πεί­α τς κ­κλη­σί­ας τς Ρώ­μης, ἐ­νῶ κα­τα­δι­κά­στη­καν καί λ­λεςκα­κο­δο­ξί­ες τοΡω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμογιά τήν ταύ­τι­ση οὐ­σί­ας καί ἐ­νερ­γεί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί γιά τόν κτι­στόχα­ρα­κτῆ­ρα τς θεί­ας Χά­ρι­τος, στίς Συ­νό­δους τοῦ 1331 καί 1351. Ἀλ­λά καί Προ­τε­σταν­τι­σμόςκα­τα­δι­κά­στη­κε ἀ­πόσει­ρά Συ­νό­δων στήν ρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή (1638, 1642, 1691).
Κα­τάσυ­νέ­πεια, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν σέ ἕ­να Συ­νο­δι­κό δογ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα Κεί­με­νο νά μήν ὑ­πάρ­χειθε­ο­λο­γι­κή ἀ­κρί­βεια καίοἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι νά ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ς κ­κλη­σί­ες. Αὐ­τό θά σή­μαι­νε, ἤ ὅ­τι γί­νε­ταισυ­νει­δη­τή κ­πτω­ση στό κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό δόγ­μα, ἤ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει δι­γλωσ­σί­α, μέ ὅ,τι αὐ­τό συ­νε­πά­γε­ται.
Μέ τήν ψή­φι­ση τοῦ Στ΄ Κει­μέ­νου, πού χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται γιά τίς σκό­πι­μες ἀ­σά­φει­ες καί ἰ­δι­αί­τε­ρα γιάτίς θε­ο­λο­γι­κές ν­τι­φά­σεις του, ἡ «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Δι­ά­σκε­ψη» στήν Κρή­τη κα­το­χύ­ρω­σε θε­σμι­κά τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό, εἰ­σά­γον­τας ἔ­τσι καί προ­ω­θών­τας τήν κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή σύγ­χυ­ση στίς συ­νει­δή­σεις τν πι­στν. Ὑ­πεν­θυ­μί­ζω συγ­κε­κρι­μέ­να τήν πα­ρά­γρα­φο 16, ὅ­που ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξς: «Ἕν κ τῶν κυ­ρί­ων ρ­γά­νων ν τῇ Ἱ­στο­ρί­ᾳ τς Οἰ­κου­με­νι­κς κι­νή­σε­ως εἶ­ναι τό Παγ­κό­σμιον Συμ­βού­λιον κ­κλη­σι­ῶν (ΠΣΕ)­.­.. Πα­ραλ­λή­λως, ὑ­φί­σταν­ται καί λ­λοιδι­α­χρι­στι­α­νι­κοί ρ­γα­νι­σμοί καί πε­ρι­φε­ρεια­κά ρ­γα­να, ὡς ἡ «Δι­ά­σκε­ψις τν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κν κ­κλη­σι­ῶν» (ΚΕΚ), τό «Συμ­βού­λιον κ­κλη­σι­ῶν Μέ­σης Ἀ­να­το­λς (ΣΕ­ΜΑ) καί τό «Πα­να­φρι­κα­νι­κόν Συμ­βού­λιον κ­κλη­σι­ῶν». Ταῦ­τα με­τά τοΠαγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου κ­κλη­σι­ῶν τη­ρον ση­μαν­τι­κήν ἀ­πο­στο­λήν διά τήν προ­ώ­θη­σιν τς ἑ­νό­τη­τος τοχρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου».
Τήν ἀ­πο­δο­χή τοῦ ὅ­ρου «Ἐκ­κλη­σί­α», γιά τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τούς Προ­τε­στάν­τες, συ­ναν­τοῦ­με κα­τά κό­ρον καί στίς πα­ρα­γρά­φους 19 καί 21, στό ἴ­διο Κεί­με­νο. Ἡ πα­ρα­πά­νω δι­α­τύ­πω­ση ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­μες, ὡς ρ­θό­δο­ξη κ­κλη­σί­α, συμ­φω­νοῦ­με πώςοἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοιαἱ­ρε­τι­κοί συμ­βάλ­λουν ση­μαν­τι­κά στήν προ­ώ­θη­ση τς ἑ­νό­τη­τας τοχρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου! Ἀ­πό ἐ­δῶ πι­στο­ποι­εῖ­ται, ὅ­τι, ὅ­σοι ψή­φι­σαν καί ὅ­σοι ὑ­πέ­γρα­ψαν αὐ­τό τό Κεί­με­νο, δέν συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν σί­γου­ρα, ὅ­τι «ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ἔ­χειπνεῦ­μα πο­νη­ρί­ας καί κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πό ἀ­κά­θαρ­ταπνεύ­μα­τα», κα­τά τήν χα­ρι­σμα­τι­κή μ­πει­ρί­α τομα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τος Ἐ­φραίμ τοΚα­του­να­κι­ώ­τη. Ἡ θε­με­λια­κή θέ­ση τοΟἰ­κου­με­νι­σμοῦ εἶ­ναι δογ­μα­τι­κός πλου­ρα­λι­σμός. Αὐ­τόση­μαί­νει, πρα­κτι­κά, τήν δογ­μα­τι­κά νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη συ­νύ­παρ­ξη δι­α­φο­ρε­τι­κν δογ­μα­τι­κς πί­στε­ων. Ὅ­ποι­ος μ­φι­σβη­τετόν δογ­μα­τι­κό αὐ­τό πλου­ρα­λι­σμό, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται φα­να­τι­κός καί φον­τα­μεν­τα­λι­στής. Πα­ράλ­λη­λα, οἱ Οἰ­κου­με­νι­στές δέν ἐ­πι­τρέ­πουν ἀ­ξι­ο­λο­γι­κές κρί­σεις γιά τήν ὀρ­θό­τη­τα, τήν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα ἤ τήν κα­τω­τε­ρό­τη­τα τν δι­α­φό­ρων θρη­σκει­ῶν. Στόν Οἰ­κου­με­νι­σμό ὅ­λοι χω­ρον. Για­τί ἡ ἑ­νό­τη­τα σαὐ­τόν δέν μ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πό τήν ποι­κι­λί­α τν δι­α­φο­ρε­τι­κν πί­στε­ων, πργ­μα πού εἶ­ναι κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πα­ρά­δε­κτο ἀ­πό ρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη.
ς δογ­μα­το­λό­γος τς ρ­θό­δο­ξης κ­κλη­σί­ας, ἔ­χω τήν βα­θύ­τα­τη πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι Οἰ­κου­με­νι­σμός εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρη κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή αἵ­ρε­ση, ἀλ­λά καί ἡ ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τε­ρη πο­λυ­αί­ρε­ση, πού ἐμ­φα­νί­στη­κε πο­τέ στήν Ἱ­στο­ρί­α τς κ­κλη­σί­ας. Καί τοῦ­το, για­τί Οἰ­κου­με­νι­σμός, ἐ­ξαι­τί­ας τοσυγ­κρη­τι­στι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα του, συ­νι­σττήν πιό δό­λια μ­φι­σβή­τη­ση τς πί­στε­ως τς κ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά καί τήν πιό σο­βα­ρή νό­θευ­σή της. Ἀμ­βλύ­νει σέ ἀ­πα­ρά­δε­κτο βαθ­μό τήν δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοπλη­ρώ­μα­τος τς κ­κλη­σί­ας καί δη­μι­ουρ­γεῖ σύγ­χυ­ση γύ­ρω ἀ­πό τήν ταυ­τό­τη­τα τς Πί­στε­ώς μας. Κε­νώ­νειπο­νη­ρά τήν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τς σώ­ζου­σας Πί­στε­ως τς κ­κλη­σί­αςπργ­μα πού ἔ­χει ὀ­λέ­θρι­ες σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες– μέ τό νά θε­ω­ρεῖ ὅ­λες τίς θρη­σκευ­τι­κές πί­στειςνό­μι­μες σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κς, ὅ­ταν ὑ­πο­στη­ρί­ζει, ὅ­τι ὅ­λες οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξες καί ἑ­τε­ρό­θρη­σκεςπί­στεις εἶ­ναι ὁ­δοί, πού ὁ­δη­γον στήν ἴ­δια σω­τη­ρί­α.
λ­λά, μέ ὅ­σα ν­τι­φα­τι­κά, ὡς πρός τήν Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, γρά­φον­ται στό Στ΄ Κεί­με­νο, δί­νε­ται ἡ ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι χρι­στια­νοί μ­παί­ζον­ται, ἀ­φοστήν ρ­χήκα­το­νο­μά­ζον­ται ς «ἑ­τε­ρό­δο­ξες κ­κλη­σί­ες», δη­λα­δή αἱ­ρε­τι­κοί, καί στή συ­νέ­χεια ὀ­νο­μά­ζον­ται κ­κλη­σί­ες. Δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ὑ­πο­τι­μοῦ­με τή νο­η­μο­σύ­νη τους. Κα­τα­λα­βαί­νουνκα­λς, ὅ­τι δέντούς ἀ­γα­ποῦ­με ἀ­λη­θι­νά, για­τί δέντούς λέ­με τήν ἀ­λή­θεια κα­θα­ρά. Τούς λέ­μεψέ­μα­τα, πώς εἶ­ναι κ­κλη­σί­ες. Καί μέ τόν τρό­πο αὐ­τό δέν τούς βο­η­θοῦ­με, για­τί δέν τούς κα­λοῦ­με σέ με­τά­νοι­α καί ρ­νη­ση τν δογ­μα­τι­κν πλα­νν τους, ὥ­στε νά ν­τα­χθον στήν μό­νη ἀ­λη­θι­νή κ­κλη­σί­α, τήν ρ­θό­δο­ξη. Εὐ­τυ­χς, ἀρ­κε­τοί ρ­χι­ε­ρες δέν ὑ­πέ­γρα­ψαν αὐ­τό τό Κεί­με­νο γιά δογ­μα­τι­κούς λό­γους.
Στό Κεί­με­νο γιά «Τό Μυ­στή­ριον τοΓά­μου καί τά Κω­λύ­μα­τα αὐ­τοῦ», δέν θά ἐ­πα­να­λά­βω, ὅ­σασχε­τι­κά ἔ­γρα­ψα στήν πρώ­τη μου Ἐ­πι­στο­λή πρόςτήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, στίς 3-2-2016, γιά νά μή Σς κου­ρά­ζω. Θά προ­σθέ­σωμό­νο, ὅ­τι, ἐ­νῶ ὁ 72οςΚα­νό­νας τς Πεν­θέ­κτηςΟἰ­κου­με­νι­κς Συ­νό­δου, θέ­τει τίς κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές δογ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιάτήν ὕ­παρ­ξη τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μυ­στη­ρί­ου τογά­μου, ἡ ἀ­πό­φα­ση τς «Δι­α­σκέ­ψε­ως» τῶν ρ­χι­ε­ρέ­ων στό Κο­λυμ­πά­ρι τς Κρή­της -ὅ­λως ν­τιΚα­νο­νι­κς καί ἀ­ναρ­μο­δί­ωςδί­νει τήν δυ­να­τό­τη­τα στίς Το­πι­κέςΑὐ­το­κέ­φα­λες κ­κλη­σί­ες νά ἀ­πο­κλί­νουν ἀ­πό τήν πε­ρί τν μυ­στη­ρί­ων δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τς κ­κλη­σί­ας. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἡ προ­τα­θεῖ­σα εἰ­σή­γη­ση τν μι­κτν γά­μων ς οἰ­κο­νο­μί­α πέ­ρα ἀ­πό τήν ν­τι­κα­νο­νι­κό­τη­τα καί τήν πα­ρα­νο­μί­α της, ἀλ­λά καί τό ὀ­ξύ­μω­ρο τς σχε­τι­κο­ποι­ή­σε­ως ἑ­νός Κα­νό­να (72) Οἰ­κου­με­νι­κς Συ­νό­δου (Πεν­θέ­κτης) ἀ­πό σ­σο­να «Σύ­νο­δο», στήν ὁ­ποί­α πα­ρα­πέμ­πει τό θέ­μα εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­θε­ο­λό­γη­τη, ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κς. Γι’ αὐ­τό, ἄλ­λω­στε, συ­νι­στᾶ­ται αὐ­στη­ρς ἀ­πό τόν72ο Κα­νό­να ἡ ἀ­κύ­ρω­ση καί δι­ά­λυ­ση αὐ­τοτογά­μου, ὡς πα­ρά­νο­μη κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κς συμ­βί­ω­ση. Ἡ πε­ραι­τέ­ρω μά­λι­στα θε­ο­λο­γι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση τοΚα­νό­να, δέν ἀ­φή­νει κα­θό­λου πε­ρι­θώ­ρια γιά ὁ­ποι­α­δή­πο­τε οἰ­κο­νο­μί­α. «Οὐ γάρ χρή τά ἄ­μι­κτα μι­γνῦ­ναι», ση­μει­ώ­νει Κα­νό­νας, «οὐ­δέ τπρο­βά­ττόν λύ­κον συμ­πλέ­κε­σθαι, καί τῇ τοῦ Χρι­στοῦ με­ρί­δι τόν τῶν ἁ­μαρ­τω­λν κλῆ­ρον· εἰ δέ πα­ρα­βτις τά πα­ρ’ ἡ­μν ὁ­ρι­σθέν­τα, ἀ­φο­ρι­ζέ­σθω». Δέν εἰ­ση­γεῖ­ται, δη­λα­δή, ὁ 72ος Κα­νό­νας οἰ­κο­νο­μί­α, ἀλ­λά ἐ­φι­σττήν προ­σο­χή γιά τήν σο­βα­ρό­τα­τη πα­ρα­νο­μί­α. Ἡ πα­ρέκ­κλι­ση ἀ­πό τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Κα­νό­νασυ­νι­στᾶ σο­βα­ρό­τα­τη Κα­νο­νι­κή πα­ρα­νο­μί­α καί «πα­ρα­οι­κο­νο­μί­α», πού ἔ­χει, ἐ­πί­σης, σο­βα­ρό­τα­τες κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες, ἀ­φοῦ ἀ­να­μει­γνύ­ει τά ἄ­μι­κτα σέ«ἄ­μι­κτη μί­ξη», «συμ­πλέ­κει» ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κς τό «πρό­βα­το» μέ τόν «λύ­κο» καί τήν «με­ρί­δα» τοῦ Χρι­στομέ τόν «κλῆ­ρο» τῶν ἁ­μαρ­τω­λν. Τέ­τοι­α, ὅ­μως, μί­ξη εἶ­ναι κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κς ἀ­δι­α­νό­η­τη καί θε­ο­λο­γι­κς καί πνευ­μα­τι­κς ἀ­πα­ρά­δε­κτη.
Στό Κεί­με­νο: «Ἡ Ἀ­πο­στο­λή τς ρ­θο­δό­ξου κ­κλη­σί­ας ες τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον», δί­νε­ται ἡ ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ὁ ἐγ­κι­βω­τι­σμός ρ­θο­δό­ξων καί ἑ­τε­ρο­δό­ξων, ἐ­νί­ο­τε καί ἑ­τε­ρο­θρή­σκων. Τοῦ­το εἶ­ναι μ­φα­νές, ὅ­ταν τά σχε­τι­ζό­με­να μέ τήν εἰ­ρή­νη, ἡ ὁ­ποί­αβι­ώ­νε­ται στήν ρ­θό­δο­ξη κ­κλη­σί­α ς καρ­πός τοῦ Ἁ­γί­ουΠνεύ­μα­τος, λέ­γον­ται ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τα καί γιά τούς ἐ­κτός αὐ­τς. Αὐ­τό, ὅ­μως, κε­νώ­νει στήν πρά­ξη τήν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοΘε­οῦ Λό­γου καί τήν ἴ­δια τήν κ­κλη­σί­α, ἐ­νό­σῳ ἀ­φή­νει νά ν­νο­η­θεῖ, ὅ­τι εἰ­ρή­νη τοΧρι­στοῦ, ὡς ἄ­κτι­στη ἐ­νέρ­γειά Του, μπο­ρενά κα­τορ­θώ­νε­ται καί νά οἰ­κει­ώ­νε­ται καί ἐ­κτός αὐ­τς ἀ­πό ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἑ­τε­ρο­θρή­σκους καί ν­θρώ­πους ἁ­πλς «κα­λς θε­λή­σε­ως», ἐν­δε­χο­μέ­νως τό­τε καί ἀ­πό ἀ­θέ­ους. Αὐ­τό ὄ­χι μό­νομαρ­τυ­ρί­α δέν συ­νι­στᾶ, ἀλ­λά προ­κα­λεκαί σύγ­χυ­ση ἀ­νά­με­σα στούς πι­στούς γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τς κ­κλη­σί­ας καίτῆς δε­δω­ρη­μέ­νης σ΄ αὐ­τήν «ἄ­νω­θεν εἰ­ρή­νης».
ς πρός τό ζή­τη­μα τς ρ­θο­δό­ξου Δι­α­σπο­ρς, ἔ­χου­με τήν γνώ­μη, ὅ­τι μέ τήν ἐν λό­γῳ «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Δι­ά­σκε­ψη» ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε ἡ ἀν­τι­κα­νο­νι­κή -ἔ­στω καί πρό­σκαι­ρηλύ­ση τν Ἐ­πι­σκο­πι­κν Συ­νε­λεύ­σε­ων, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὄ­χιμό­νο δέν θε­ρα­πεύ­ουν, ἀλ­λά δι­αι­ω­νί­ζουν τόν ἤ­δησυ­νο­δι­κς κα­τα­δι­κα­σμέ­νο ἐ­θνο­φυ­λε­τι­σμό (1872).
Με­τά τή«Σύ­νο­δο» τῆς Κρή­της κ­δό­θη­κε ἡ «Ἐγ­κύ­κλιος τς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τς ρ­θο­δό­ξου κ­κλη­σί­ας» (Κρή­τη, 2016), ἡ ὁ­ποί­α πα­ρου­σιά­ζειθε­ο­λο­γι­κές ν­τι­φά­σεις. Γιαὐ­τό καί θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά σαὐ­τές. Συγ­κε­κρι­μέ­να, στήν δεύ­τε­ρηπα­ρά­γρα­φοση­μει­ώ­νε­ται τό ἑ­ξς: «Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κς καί Ἀ­πο­στο­λι­κς κ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­θεν­τι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν τς πί­στε­ως ες τόν θε­άν­θρω­πονΧρι­στόν.­.­.­». Ἐ­δῶ, γεν­νᾶ­ται εὔ­λο­γα τό λο­γι­κό καί θε­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα: Πῶς «ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κς καί Ἀ­πο­στο­λι­κς κ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­θεν­τι­κήνμαρ­τυ­ρί­αν τς πί­στε­ως ες τόν θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν», ὅ­ταν αὐ­τή ἀ­να­γνω­ρί­ζει τούς Νε­στο­ρια­νούς, τούς Μο­νο­φυ­σῖ­τες, τούς Ἀν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους καί τούς Μο­νο­θε­λῆ­τες ς κ­κλη­σί­ες, ἐ­νό­σῳ αὐ­τοί ἔ­χουν κα­τα­δι­κα­σμέ­νη ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους Χρι­στο­λο­γί­α;
Στήν τρί­τη πα­ρά­γρα­φο μνη­μο­νεύ­ον­ται Σύ­νο­δοι κα­θο­λι­κοῦ «κύ­ρους», ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ἐ­πί Με­γά­λουΦω­τί­ου καί ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοΠα­λα­μκαί Σύ­νο­δος τοῦ 1484, μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κη­ρύσ­σε­ται ψευ­δο­σύ­νο­δος τς Φλω­ρεν­τί­ας. Ἀ­κό­μη καί οἱ Σύ­νο­δοι, πού ἀ­πο­κη­ρύσ­σουν τίς Προ­τε­σταν­τι­κέςδο­ξα­σί­ες. Πῶς συμ­βι­βά­ζον­ται, ὅ­μως, ὅ­λα αὐ­τά μέ τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κν καί τῶν Προ­τε­σταν­τν ς κ­κλη­σι­ῶν;
Στήν πα­ρά­γρα­φο 20 ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Οδι­α­χρι­στι­α­νι­κοί δι­ά­λο­γοι ἐ­λει­τούρ­γη­σαν ς εὐ­και­ρί­α διά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­αν, διά νά ἀ­να­δεί­ξτό σέ­βας πρός τήν δι­δα­σκα­λί­αν τν Πα­τέ­ρων καί διά νά δώ­σῃ ἀ­ξι­ό­πι­στον μαρ­τυ­ρί­αν τς γνη­σί­ας πα­ρα­δό­σε­ως τς Μιᾶς, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κς καί Ἀ­πο­στο­λι­κς κ­κλη­σί­ας. Οἱ ὑ­πό τς ρ­θο­δό­ξου κ­κλη­σί­ας δι­ε­ξα­γώ­με­νοι δι­ά­λο­γοι οὐ­δέ­πο­τε ἐ­σή­μα­ναν, οὔ­τε ση­μαί­νουν καί δέν πρό­κει­ται νά ση­μά­νουνπο­τέ οἱ­ον­δή­πο­τε συμ­βι­βα­σμόν ες ζη­τή­μα­τα πί­στε­ως. Οἱ δι­ά­λο­γοι αὐ­τοί εἶ­ναι μαρ­τυ­ρί­α πε­ρί τς ρ­θο­δο­ξί­ας.­.­.­». Ἡ δή­λω­σηαὐ­τή, ὅ­μως, δι­α­ψεύ­δε­ται ἀ­πό τά κοι­νάΚεί­με­να, τά ὁ­ποῖ­α ὑ­πε­γρά­φη­σαν καί ἀ­πό τούς ρ­θο­δό­ξους, ὅ­πωςεἶ­ναι τοB­a­l­a­m­a­nd, τοῦ P­o­r­toA­l­e­g­re, τῆς Ρα­βέν­νας καί τοῦ P­u­s­s­an. Καί ἡ Συ­νο­δι­κή γ­κύ­κλιος κα­τα­κλεί­ε­ται ς ἐ­ξς: «Ταῦ­τα ἀ­πευ­θύ­νον­ται ν συ­νό­δπρός τά ἐν τῷ κό­σμτέ­κνα τς ἁ­γι­ω­τά­της ρ­θο­δό­ξου ἡ­μν κ­κλη­σί­ας καί πρός τήν οἰ­κου­μέ­νην πᾶ­σαν, ἑ­πό­με­νοι τος ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι καίτοῖς συ­νο­δι­κος θε­σπί­σμα­σι πρός δι­α­φύ­λα­ξιν τς πα­τρο­πα­ρα­δό­του πί­στε­ως». Ὅ­μως, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη κ­κλη­σί­α «ἑ­πο­μέ­νη τος ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι καί τοῖς συ­νο­δι­κος θε­σπί­σμα­σι» δέν ἀ­να­γνώ­ρι­σε πο­τέ στό πα­ρελ­θόν, ὡς κ­κλη­σί­α, τούς αἱ­ρε­τι­κούς, ὅ­πως ἐ­πι­χεί­ρη­σε νά κά­νει ἡ ἐν λό­γῳ «Συ­νέ­λευ­ση τν ρ­χι­ε­ρέ­ων» στήν Κρή­τη.
ς πρός τό «Μή­νυ­μα» τῆς «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κς Δι­α­σκέ­ψε­ως», αὐ­τό συ­νο­ψί­ζει τίς λη­φθεῖ­σες ἀ­πο­φά­σεις καί πα­ράλ­λη­λα προ­κα­λετή νο­η­μο­σύ­νη τν ἐ­νη­με­ρω­μέ­νων πι­στν. Συγ­κε­κρι­μέ­να, στήν πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο τοῦ «Μη­νύ­μα­τος» ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξς: «Βα­σι­κήπρο­τε­ραι­ό­τη­τα τς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου ὑ­πρ­ξε δι­α­κή­ρυ­ξη τς ἑ­νό­τη­τας τς ρ­θο­δό­ξου κ­κλη­σί­ας στη­ριγ­μέ­νη στή θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α καί τήν Ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή τν Ἐ­πι­σκό­πων. Ἡ ὑ­φι­στα­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ἐ­νι­σχύ­ε­ται καίνά φέ­ρει νέ­ουςκαρ­πούς». Τό εὔ­λο­γο ἐ­ρώ­τη­μα τν ἀ­να­γνω­στν τοῦ «Μη­νύ­μα­τος» αὐ­τοῦ εἶ­ναι: Πς δι­α­κη­ρύσ­σε­ται ἔ­τσι πα­νη­γυ­ρι­κά ἡ ἑ­νό­τη­τα τς ρ­θο­δό­ξου κ­κλη­σί­ας, ὅ­τανεἶ­ναι γνω­στό, ὅ­τι σαὐ­τήν τήν «Σύ­να­ξη» δέν πα­ρα­βρέ­θη­καν τέσ­σε­ρα Πα­τρι­αρ­χεῖ­α, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν συν­τρι­πτι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρους πι­στούς, ἀ­π’ ὅ­σους ν­τι­προ­σω­πεύ­τη­καν ἀ­πό τούς δέ­καΠρο­κα­θη­μέ­νους, πού συμ­με­τεῖ­χαν σαὐ­τήν; Καί πῶς γί­νε­ται μέ τό­ση ἄ­νε­ση ἡ ἀ­να­φο­ρά στή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, ὡς θε­μέ­λιο τς ἑ­νό­τη­τας, τή στιγ­μή πού ὑ­φί­στα­ται δι­α­κο­πή τς δι­α­μυ­στη­ρια­κς κοι­νω­νί­ας ἀ­νά­με­σα στά δύ­οπρε­σβυ­γε­νῆ Πα­τρι­αρ­χεῖ­α τν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καί τῆς ν­τι­ο­χεί­ας; Καί στήν ἴ­δια πα­ρά­γρα­φο ση­μει­ώ­νε­ται: «Ἡ Συ­νο­δι­κό­τη­τα δι­α­πνέ­ει τήν ρ­γά­νω­ση, τόν τρό­πο πού λαμ­βά­νον­ται οἱ ἀ­πο­φά­σεις καί κα­θο­ρί­ζε­ται πο­ρεί­α της». Ὑ­πάρ­χει, ὅ­μως, κά­ποι­α μαρ­τυ­ρί­α στήν Ἱ­στο­ρί­α τν Συ­νό­δων τς ρ­θο­δό­ξου κ­κλη­σί­ας, ὅ­που οἱ ἀ­πο­φά­σεις νά λαμ­βά­νον­ται μό­νον ἀ­πό τούς Προ­κα­θη­μέ­νους καί χω­ρίς τήν ψῆ­φο τν συμ­με­τε­χόν­των ρ­χι­ε­ρέ­ων;
Στήν τρί­τη πα­ρά­γρα­φο γί­νε­ταιλό­γος γιά τούς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί ση­μει­ώ­νε­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Οἱ δι­ά­λο­γοι, πού δι­ε­ξά­γει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη κ­κλη­σί­α δέν ση­μαί­νει πο­τέσυμ­βι­βα­σμό σέ ζη­τή­μα­τα Πί­στε­ως». Ἐ­δῶ, ὑ­πεν­θυ­μί­ζου­με ν­δει­κτι­κά καί πά­λι τά Κεί­με­να τοB­a­l­a­m­a­nd, τοῦ P­o­r­toA­l­e­g­re, τῆς Ρα­βέν­νας, τοῦ P­u­s­s­an, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουνσο­βα­ρές κ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές αἱ­ρέ­σεις.
Ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω λέ­γον­ται μέ μ­πο­νη ἀ­γά­πη καί σε­βα­σμό στήν ρ­χι­ε­ρω­σύ­νη Σας, χω­ρίςκαμ­μί­α λ­λη ἐ­πι­δί­ω­ξη, πα­ρά μό­νο, ἐ­πει­δή θέ­λου­με νάμένουμε πάντοτε, ὡς ζῶντα μέλη, στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία Του.
Μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό
σπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τής τς Θε­ο­λο­γι­κς Σχο­λς τοῦ Α.Π.Θ