Ξεπερνώντας τα 2 δισ. € και φθάνοντας το 1,14% ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ελλάδα σημείωσαν ιστορικό ρεκόρ το 2017.

Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), οι συνολικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) στην Ελλάδα το 2017 είναι αυξημένες κατά 279 εκ.€ σε σχέση με το 2016 και κατά 545 εκ.€ σε σχέση με το 2014.

Αντίστοιχα, το ποσοστό δαπανών Ε&Α επί του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,14% το 2017 από 1,01% το 2016, 0,97% το 2015 και 0,83% το 2014.

Σημειώνεται ότι στον ιδιωτικό τομέα, για ακόμη μία χρονιά, σημειώθηκε αύξηση στις δαπάνες Ε&Α των επιχειρήσεων φτάνοντας τα 991 εκ.€. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα 834 εκ. € από το παραπάνω ποσό προέρχονται από ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων, γεγονός που αντανακλά την εμπιστοσύνη που επιδεικνύει ο ιδιωτικός τομέας στις οικονομικές προοπτικές που διανοίγονται στη μεταμνημονιακή εποχή.

Επιπλέον, ρεκόρ σημειώνει η χρηματοδότηση με 591 εκ.€ από τον τακτικό προϋπολογισμό για δαπάνες Ε&Α, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή βούληση της Κυβέρνησης, όπως εκφράσθηκε από την αρχή της θητείας της, για τη στήριξη της Έρευνας που διεξάγεται στη χώρα.

Ιδιαίτερη αύξηση σημειώθηκε στην προσέλκυση ανταγωνιστικών προγραμμάτων, όπως ο Ορίζοντας 2020, από τους Έλληνες ερευνητές ύψους 296 εκ. , στοιχείο ενδεικτικό της υψηλής ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού στα ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας.

Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την ολιστική, βήμα με βήμα προσέγγιση που διαμορφώνεται από τον Τομέα Έρευνας και Καινοτομίας του ΥΠΠΕΘ και υλοποιείται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης με όχημα την Έρευνα και την προετοιμασία της χώρας για την επικείμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση.

Ωστόσο, σε σχέση με τη δημοσιοποίηση της πρόσφατης έκθεσης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), σύμφωνα με την οποία η χώρα εμφανίζεται το 2018 σε χαμηλότερη θέση κατάταξης ως προς την ανταγωνιστικότητα, διευκρινίζονται τα εξής:

Η πτώση αυτή δεν οφείλεται στη μείωση του δείκτη ανταγωνιστικότητας της χώρας, ο οποίος είναι μάλιστα οριακά ενισχυμένος (σε 62,1 από 61,8 το 2017). Αντίθετα, οφείλεται στους σχετικά γρηγορότερους ρυθμούς ενσωμάτωσης τεχνολογιών της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης από άλλες χώρες, στοιχείο που για πρώτη φορά συνυπολογίζεται στον δείκτη ανταγωνιστικότητας.

Η Ελλάδα, λόγω του στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης που επί πολλά χρόνια ακολουθούσε και εξερχόμενη από μια βαθιά οικονομική κρίση, ξεκινά αναπόφευκτα από χαμηλή αφετηρία ανταγωνιστικότητας.

Ωστόσο, το εξαίρετο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει η χώρα, κυρίως οι νέοι επιστήμονες και ερευνητές, σε συνδυασμό με τη συνεχή και συστηματική στήριξη της ποιοτικής Έρευνας από την Πολιτεία, αποτελούν εφαλτήριο προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο που θα βασίζεται στην Οικονομία της Γνώσης και κατ’ επέκταση στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Όπως δήλωσε ο Αν. Υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας του ΥΠΠΕΘ Κώστας Φωτάκης:

«Η Κυβέρνηση έχει ήδη αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες για την προετοιμασία της χώρας και τη διαμόρφωση του ρόλου της στο νέο περιβάλλον της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Οι πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνουν αρχικά τη δημιουργία Εθνικού Δικτύου, ως δεξαμενή σκέψης, αποτελούμενο από επιστήμονες υψηλής εξειδίκευσης και εκπροσώπους παραγωγικών φορέων και κοινωνικών εταίρων. Επιπλέον, προγραμματίζεται η χρηματοδότηση πιλοτικών δράσεων για την ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας με βάση το εθνικό σχέδιο για τη Στρατηγική Ανάπτυξη για το Μέλλον».