Εν Πειραιεί τη 9η Νοεμβρίου 2015
Ο άγιος Νεκτάριος
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Καύχημα και δόξα της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας αποτελούν, αγαπητοί μου αδελφοί, οι άγιοι της Εκκλησίας μας, που έζησαν σε παλαιότερες εποχές. Ιδιαιτέρως όμως αποτελούν για την Εκκλησία μας καύχημα και δόξα οι νεοφανείς άγιοί της, που έλαμψαν με την αγία και ενάρετη ζωή τους στις έσχατες και πονηρές αυτές ημέρες που ζούμε και με τον πλούτο των αρετών και των ποικίλων θαυμάτων τους ελάμπρυναν και εδόξασαν την Εκκλησία και απέδειξαν την παρουσία του αγίου Πνεύματος εν αυτή, το οποίο βέβαια, δεν θα παύσει να αναδεικνύει αγίους μέχρι συντελείας του αιώνος.

Ένας τέτοιος νεοφανής και περίλαμπρος αστέρας υπήρξε και ο άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός, ο πολύς εν αρετή και μέγας εν θαύμασι, ο ταχύς εν προστασίαις και προς Θεόν πρεσβευτής ημών θερμότατος, το νέκταρ της εναρέτου ζωής, το οποίον ευφραίνει τις καρδιές των πιστών με την αγιαστική του Χάρη. Ο θεοφόρος αυτός ιεράρχης γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Τουρκοκρατούμενης Θράκης, από ευσεβείς και φτωχούς γονείς. Ο πατέρας του καταγόταν από τα Ιωάννινα, ναυτικός στο επάγγελμα, η δε μητέρα του από την Σηλυβρία. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας και είχε έξη αδέρφια. Κατά την βάπτιση του, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος. Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς.
Σε ηλικία 14 ετών αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε σε καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του, όσο και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και κλασικών φιλοσόφων, τα οποία αποτέλεσαν το δίτομο βιβλίο «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που εξέδωσε το 1895. Εν μέσω του κοσμικού θορύβου της πόλεως δεν αμελούσε την προσευχή και την μελέτη των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Αγαπούσε πολύ να εκκλησιάζεται τακτικά και να μετέχει στις ιερές ακολουθίες και την Θεία Λειτουργία. Πριν ακόμα συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του, προσελήφθη ως παιδονόμος στο εν Κωνσταντινουπόλει, σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, όπου συνέχισε τις σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν διδάσκοντας τις μικρότερες τάξεις.
Μετά παρέλευση μικρού χρονικού διαστήματος αναχώρησε για το νησί της Χίου, όπου εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λιθί, ενώ παράλληλα εκήρυττε σε Ιερούς ναούς της περιοχής. Μετά πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου, σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά την χειροτονία του έλαβε το όνομα Νεκτάριος. Το ίδιο έτος, (1877), έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του, τα δε έξοδα των σπουδών του εκάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη, που ήταν ευσεβείς από τους πλουσιώτερους στη Χίο.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1882 μετέβη στην Αλεξάνδρεια, όπου παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Σωφρόνιο και του εξέθεσε την επιθυμία του, να συνεχίσει τις σπουδές του, δίνοντας του και μια συστατική επιστολή από τον Ηγούμενο της Νέας Μονής, Νικηφόρο. Ο Σωφρόνιος πράγματι τον βοήθησε οικονομικά, θέτοντας όμως ως όρο μετά το πέρας των σπουδών του, να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και να εργαστεί για το Πατριαρχείο. Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος, πήρε για άλλη μια φορά τον δρόμο για την Αθήνα όπου γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την οποία πήρε το πτυχίο της Θεολογίας τρία χρόνια αργότερα. Την περίοδο των σπουδών του υπηρέτησε ως διάκονος στους ναούς της Αγίας Ειρήνης (Αιόλου), της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στου Αγίου Νικολάου (Πευκάκια). Τέλη του 1885, ή αρχές του 1886 επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, έχοντας τελειώσει τις σπουδές του, όπου και ανέλαβε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα. Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανήλθε στο αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου και κατόπιν ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο. Τον Ιανουάριο του 1889 ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου και βλέποντας την αγάπη με την οποία τον περιέβαλαν οι πιστοί, τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως. Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του με ζήλο και υποδειγματικό τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του να τον αγαπά όλο και περισσότερο, ενώ παράλληλα κάποιοι στο Πατριαρχικό περιβάλλον άρχισαν να τον συκοφαντούν, επειδή ζήλευαν την αγάπη που του είχαν οι χριστιανοί, αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του. Τον συκοφάντησαν ότι δήθεν επιθυμεί να καταλάβει τον θρόνο της Αλεξανδρείας, πράγμα το οποίο ποτέ του δεν διανοήθηκε ο άγιος. Δυστυχώς ο Πατριάρχης επείσθηκε στις πικρές διαβολές, με αποτέλεσμα να του αφαιρεθούν τα αξιώματα που του είχαν δοθεί, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και στις γύρω κωμοπόλεις. Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890 εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολυτήριο» δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της Εκκλησίας, διότι δεν είχε γίνει εκκλησιαστική δίκη. Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος πήρε για τρίτη φορά τον δρόμο για την Αθήνα. Οι συκοφάντες είχαν πετύχει το στόχο τους.
Από την στιγμή που έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα, άρχισε να αναζητά κάποια θέση που θα του επέτρεπε να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους. Μετά από ένα χρόνο δύσκολο, λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης, διορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας στην Εύβοια, στις 15 Φεβρουαρίου του 1891. Κοντά στους εκεί χριστιανούς έμεινε δυόμιση χρόνια, έως τον Αύγουστο του 1893, όπου μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Στην νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισό χρόνο. Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι πράξεις του, έκαναν το ποίμνιό του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στην εκκλησιαστική ηγεσία των Αθηνών, αποφασίστηκε να διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, πράγμα που έγινε τον Μάρτιο του 1894.
Στην διεύθυνση της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτών των ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και την ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε, με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση, το συγγραφικό του έργο, μια ασχολία που τον συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς τους πνευματικούς θησαυρούς των έργων του. Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πολυγραφότατος και μας παρέδωσε πολυτιμότατο συγγραφικό έργο, πραγματεύοντας πάσης φύσεως θέματα, θρησκευτικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, ηθικά κλπ. Το πολυτάλαντο του χαρακτήρα του φαίνεται και από το υμνολογικό και υμνογραφικό έργο του. Αγαπούσε ιδιαίτερα την Υπεραγία Θεοτόκο και γι’ αυτό ειδικά συνέγραψε θεοτοκάριο. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της Σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών και δέντρων. Αν και ήταν βεβαρημένος με πολλά καθήκοντα, εν τούτοις δεν έπαυε να ιερουργεί και να κηρύττει τον λόγο του Θεού στο παρεκκλήσιο της Σχολής, όπου πολλοί εκκλησιάζοντο και άκουγαν με πολύ θαυμασμό και κατάνυξη τα θεοφώτιστα κηρύγματά του. Αλλά και εκτός της Σχολής, όσες φορές του εδίδετο η ευκαιρία, ιερουργούσε και εκήρυττε, τόσο στην Αθήνα όσο και στον Πειραιά. Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών της Σχολής, το καλοκαίρι του 1898, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου και περιόδευσε στις εκεί μονές για σχεδόν δύο μήνες. Παράλληλα με τα καθήκοντα του διευθυντού της Ριζαρείου, ανέλαβε και φιλανθρωπική δράση, συνδράμοντας τους πτωχούς και τους έχοντας ανάγκη. Η έντονη σωματική και πνευματική δράση εκείνων των ετών, είχε αρνητικές επιπτώσεις την υγεία του, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνει όλο και πιο συχνά.
Ο πόθος της επιστροφής στην μοναστική ζωή υπήρχε πάντοτε διακαής και καθώς περνούσε ο χρόνος, αυξανόταν όλο και περισσότερο μέσα του. Την εποχή εκείνη κάποιες ευλαβείς γυναίκες, πνευματικά του τέκνα, του εφανέρωσαν την επιθυμία τους να μονάσουν υπό την πνευματική του καθοδήγηση, οπότε πήρε την οριστική απόφαση να προχωρήσει στην ίδρυση γυναικείας μονής, βλέποντας ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Οι ευσεβείς αυτές γυναίκες, με επί κεφαλής κάποια Χρυσάνθη Στρογγυλού, (η μετέπειτα Ηγουμένη Ξένη), άρχισαν να αναζητούν, με την προτροπή του αγίου, τόπο για την δημιουργία ενός μοναστηριού και τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη μονή στην Αίγινα, αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών. Όταν επισκέφθηκε και ο Άγιος τον τόπο εκείνο, αποφασίστηκε να επισκευαστούν τα παλαιά κτήρια της μονής και να ξανατεθεί το μοναστήρι σε λειτουργία. Οι εργασίες για τον σκοπό αυτό ξεκίνησαν το 1904, η δε μονή θα ήταν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Ο Άγιος από την Αθήνα, και ενώ ήταν ακόμα διευθυντής στην Ριζάρειο, καθοδηγούσε τις μοναχές και όποτε έβρισκε χρόνο επισκεπτόταν την μονή, στην οποία έμελλε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μετά από τέσσερα χρόνια, έχοντας πλέον αποφασίσει να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Αίγινας και να ασχοληθεί με την οργάνωσή του και την πνευματική καθοδήγηση των μοναζουσών, που το στελέχωναν, υπέβαλε την παραίτηση του στις 7 Φεβρουαρίου του 1908. Η παραίτηση έγινε δεκτή από το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής, το οποίο τον συνταξιοδότησε, ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου του, με το σημαντικό για την εποχή ποσό των 250 δραχμών το μήνα. Με δικά του έξοδα έκτισε ο άγιος μια μικρή οικία, πλησίον αλλά εκτός της μονής, στην οποία θα κατοικούσε. Αξιοσημείωτο είναι, ότι έλαβε ενεργά μέρος στο κτίσιμο, κουβαλώντας χώμα, ή λάσπη και σκάβοντας και βοηθώντας τους τεχνίτες. Ποτέ, σε όλη του τη ζωή, δεν θεώρησε κάποια εργασία ανάξιά του. Πάντα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, με ιδιαίτερη χαρά, ζήλο και ταπεινοφροσύνη! Μια υπόθεση στην οποία αφιέρωσε κόπο και χρόνο ήταν αυτή της επίσημης αναγνώρισης της Μονής από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αναγνώριση που τελικά επιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετά την κοίμηση του. Το 1918 ο Άγιος κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο νοσοκομείο. Εκεί νοσηλεύτηκε για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ’ όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς και εναλλάσσονταν σε βάρδιες, οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία 74 ετών. Στο διπλανό κρεβάτι που νοσηλευόταν ο Άγιος νοσηλευόταν και ένας παραπληγικός, που αδυνατούσε να περπατήσει. Τότε ακουμπώντας την φανέλα του κεκοιμημένου Αγίου πάνω του, θεραπεύτηκε. Όλος ο λαός της Αίγινας εθρήνησε, γιατί έχασε ένα τέτοιο μεγάλο άγιο και προστάτη. Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Αίγινα και από το λιμάνι μέχρι την Μονή το μετέφεραν στα χέρια τους οι πιστοί, ενώ χτυπούσαν πένθιμα οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού. Κατά τη μεταφορά του λέγεται ότι δεν είχε βάρος, ενώ το μέτωπό του ανέβλυζε μύρο. Η ταφή του έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο. Όταν μετά από έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα, δωρεά της Ριζαρείου, το σκήνωμά του εξακολουθούσε να ευωδιάζει, χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του. Συνολικά το σκήνωμά του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Τριάντα δύο χρόνια δε μετά την κοίμηση του έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο. Η επίσημη αναγνώριση του, ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του Αγίου Νεκταρίου.
Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τον άγιο, με αφορμή την σημερινή του εορτή, να πρεσβεύει εκτενώς προς τον Κύριο, καθώς έχει μεγάλη παρρησία ενώπιον του θρόνου Του, για όλους εμάς που τιμούμε την μνήμη του, να μας βοηθήσει στον αγώνα μας τον πνευματικό, για να φυλάξωμε το θέλημα του Θεού, να σκεπάσει την πατρίδα μας από κάθε επιβουλή, να μας βγάλει από την φοβερή πνευματική και οικονομική κρίση που τώρα διέρχεται και να αναδείξει ικανούς και αγίους εκκλησιαστικούς άρχοντες, προς δόξαν της Αγίας του Εκκλησίας. Αμήν.