kathimerini.gr
Στη γενικότερη μορφή της, είναι μάλλον προφανές ότι όλοι επιθυμούμε την υψηλότερη δυνατή επίδοση (την αριστεία δηλαδή) των συμπολιτών μας σ’ ό,τι ο καθένας επιτηδεύεται· κανέναν μας δεν συμφέρει να περιορίσομε το κοινωνικό καλό που περιμένομε απ’ τα πέντε χιλιάδες είδη επαγγελμάτων τα οποία απαρτίζουν τον κοινωνικο-οικονομικό μας ιστό.
Κι ας διερωτηθούμε τώρα «πώς» θα πετύχομε ετούτο το (ιδεώδες για τον λαό μας) αποτέλεσμα: Προφανώς, χρειάζεται μια σχετική, πολυσχιδής παιδεία – κανείς δεν γεννιέται και μαθημένος και πολύ ικανός. Παιδεία διττώς πολυσχιδής: Πρώτον, διότι θα προέλθει απ’ όλους τους «πόρους» παιδείας που διαθέτει η κοινωνία (οικογένεια, σχολείο, περίγυρος, μαζικά μέσα επικοινωνίας) – και όχι μόνον απ’ το θαυματουργό μονόχορδο των «σχολείων». Αλλά και διότι, για την κοινωνικώς άριστη άσκηση ενός επιτηδεύματος, δεν αρκεί η συστηματική, μακρά και έμμονη εκπαίδευση, αλλά χρειάζεται και μια καλλιέργεια (ηθολογική κυρίως – γιατί αλλιώτικα ούτε συλλογικότητες στήνονται, ούτε ατομική ευδαιμονία αποκτάται).
Πες το λοιπόν: αυτήν τη δυσαπόχτητη αριστεία απαιτεί το λαϊκό συμφέρον. Εστω – αλλά πώς θα την οργανώσομε στην πράξη αυτήν τη γιγαντιαία εκπαιδευτική επιχείρηση; Διότι την σήμερον ημέραν, ο κάθε γονιός, ο κάθε δάσκαλος, ο κάθε συντεχνιάρχης κι ο κάθε καναλάρχης θα μας πούνε ότι «αυτό ακριβώς προσπαθούν ήδη, μ’ όλες τους τις δυνάμεις»! Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα: Πολλοί από εμάς ισχυρίζονται ότι το αποτέλεσμα αυτής της «προσπάθειας» δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό. Η συνολική παιδεία της περασμένης και της επόμενης γενιάς δεν φαίνεται να βρίσκεται στο επιθυμητό (για τις οξύτατες ανάγκες του λαού) ύψος. Η εντυπωσιακή «πτώση των βάσεων» στις Πανελλήνιες, η εξ ίσου εντυπωσιακή αύξηση του δείκτη Διαφθοράς, καθώς και οι μόνιμες πλέον αποτυχίες μας στην εθνική οικονομία δεν διαψεύδουν την απαισιόδοξη αυτή άποψη.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα περίμενε κανείς ότι το υπ’ αριθμόν ένα πολιτικό ζήτημα σήμερα θα ήταν το θέμα της παιδείας (της πολυσχιδούς παιδείας – ας το ξαναθυμίσομε). Και δεν είναι.
Αντ’ αυτού, ξαναφύτρωσε (πάλι) το «πρόβλημα» αν μας χρειάζονται (λέει) πειραματικά, κι αν μας χρειάζονται πρότυπα σχολεία – ένα πρόβλημα παλιό, καλοσυζητημένο (και λυμένο κατά την ταπεινή μου αντίληψη). Μα τότε γιατί ξανά; Αντε ντε;
Και όσο για τα λεγόμενα «πειραματικά», είναι κοινός τόπος στην εκπαίδευση ότι κατά πυκνότατα διαστήματα ανακύπτουν πολλά και σπουδαία επιστημονικά προβλήματα οργάνωσης, διδασκαλίας, μεθόδων ελέγχου, δοκιμασίας συστημάτων κ.λπ., τα οποία δεν λύνονται παρά μόνον μέσω καλομελετημένων δοκιμών· δεν είναι δυνατόν να αντιγράφομε (σε όλα) τις μεθόδους της Αγγλίας ή της Ρωσίας. Ακόμη και πιλοτικές εφαρμογές ευρύτερων μεταρρυθμίσεων οφείλουν να περάσουν απ’ την κρησάρα του πειραματικού – κι όχι μόνον απ’ το μυαλό των κουμπάρων ορισμένων παλαιότερων υπουργών.
Και, πάμε τώρα στην «ταμπακιέρα»: Ενας απ’ τους λόγους εναντίον των προτύπων σχολείων, λέγεται ότι είναι και η μομφή ότι καλλιεργούν την αριστεία. Υποθέτω όμως ότι η μομφή δεν αναφέρεται στην αριστεία αυτήν καθ’ εαυτήν, ως όντως επιθυμητό γενικό αποτέλεσμα, αλλά ως προς τις ενδεχόμενες δυσμενείς για τον χαρακτήρα του παιδιού συνέπειες της ενδοσχολικής ανταγωνιστικότητας και της βαθμοθηρίας – εις βάρος της ουσιώδους δόμησης της προσωπικότητάς του. Και μια τέτοια μομφή είναι όντως συζητήσιμη.
Πράγματι, λοιπόν, στις μικρότερες ιδίως ηλικίες, η δόμηση της προσωπικότητας του μαθητή επιτυγχάνεται ευστοχότερα όταν είναι απαλλαγμένη από ανταγωνιστικότητα και εγωιστική επιζήτηση της διάκρισης. Εχει όμως εξ ίσου αναγνωρισθεί ότι (αντιθέτως) η ίδια η παιδεία οφείλει να εισάγει τον νέο βαθμιαίως σε φυσικές κοινωνικές συνθήκες, μία εκ των οποίων είναι και ο ανταγωνισμός. Αλλιώτικα θα παράγομε αγνές παρθένους, προορισμένες να δυστυχήσουν ως άτομα και ν’ αδυνατούν να συστήσουν ομάδα. Η κρατούσα διεθνής θέση, λοιπόν, στο ζήτημα είναι ότι η σταδιακή (διδακτικώς κατάλληλη) εισαγωγή σ’ ένα κλίμα ευγενούς άμιλλας είναι η βέλτιστη λύση – έτσι ώστε να μπορέσουν συμμέτρως να επιτευχθούν όλοι οι σχετικοί στόχοι:
• Εξυπηρέτηση της ανάγκης του λαού για τη μέγιστη υψηλή απόδοση των επαγγελματιών που τον υπηρετούν.
• Προστασία της ευαίσθητης ψυχολογίας των μικρών ηλικιών στην έμμονη προσπάθεια για στενούς στόχους.
• Μύηση των νέων στην κοινωνική άμιλλα.
Απ’ αυτήν λοιπόν την πληκτική επανάληψη γνωστών πραγμάτων, δεν δικαιολογείται η (αναπάντεχη και συλλήβδην) καταδίκη της αριστείας…
Καλά, εσείς όμως τι τα θέλετε τα «πρότυπα» σχολεία; Υποθέτω λοιπόν ότι μια δίκαιη κοινωνία αναγνωρίζει την ποικιλότητα των ικανοτήτων των πολιτών της (μαθητών και δασκάλων), και επιτρέπει στους καλύτερους απ’ αυτούς να βρούνε χώρο καλλιέργειας και των δικών τους ιδιαίτερων ικανοτήτων, για λόγους συνταγματικής ισότητας ευκαιριών. Συγχρόνως, η κοινωνία δεν αυτοευνουχίζεται ακυρώνοντας τα κέρδη που αναμένει χάρις στην ανάπτυξη των ικανότερων μελών της: Ο ελληνικός λαός έχει δικαίωμα (όπως άλλωστε κάνουν όλοι οι λαοί) να φάει καλύτερο ψωμί απ’ τα ικανότερα παιδιά του, αντί να τα καταδικάσει κι αυτά (γιατί άραγε;) στη μετριότητα.
Ωστόσο, υπάρχει κι εδώ ένας συζητήσιμος αντίλογος, ο οποίος ορθώς επισημαίνει ότι, μ’ αυτόν τον τρόπο, στα πρότυπα σχολεία νομιμοποιούμε (εμμέσως, έστω) την ενώπιον της παιδείας κοινωνική αδικία, εξαιτίας της οποίας τα παιδιά των φτωχότερων (ή κοινωνικώς υποβαθμισμένων) συμπολιτών μας δεν αναπτύσσουν τα προσόντα εκείνα που ανοίγουν τις πόρτες στα «άλλα» παιδιά. Εδώ οφείλομε όντως να σταθούμε. Ωστόσο, ο κανόνας «πονάει κεφάλι – κόψει κεφάλι» είναι ξεκάθαρα απολιτικός: Η κοινωνική αδικία ενώπιον της παιδείας οφείλει να αντιμετωπισθεί «ανάντη», εκεί όπου γεννάται· και με τα αρμόδια πολιτικά εργαλεία. Διότι, πώς διάβολο ελπίζομε να αμβλύνομε τη ρίζα της αδικίας, τιμωρώντας α) παιδιά που δεν έφταιξαν και β) τον ίδιο τον λαό που βαρέθηκε να περιμένει (και να πληρώνει πανάκριβα) την καινοτομία απ’ τους ξένους. Εξ άλλου, με κάτι τέτοιες «τιμωρίες» αποκοιμίζομε και τη λαϊκή απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη με όντως αποδοτικά μέσα.
Βλέπετε, τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα παραείναι περίπλοκα για να μπορούν να λυθούν με το λυσάρι μιας ιδεολογίας…
* Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ.
Έντυπη Έκδοση