Της Σταματίνας Τσιμοπούλου

Από την πρόσφατη μεταρρυθμιστική λαίλαπα δεν κατάφερε όπως ήταν φυσικό να παραμείνει στο απυρόβλητο ο τομέας της εκπαίδευσης. Κάθε κυβέρνηση που έρχεται και παρέρχεται δεν είναι δυνατόν να μην θεωρήσει χρέος της να αφήσει το αποτύπωμά της στον χώρο της παιδείας. Όλως τυχαίως, τα περί παιδείας νομοσχέδια προσανατολίζονται στην μετατροπή του εκάστοτε ισχύοντος συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος, καθώς είναι ο προθάλαμος για την αγορά εργασίας αλλά και το στοίχημα για την διαιώνιση ή ανατροπή των καθεστυκυών οικονομικών δομών. Άλλωστε, αδιαμφισβήτητα η εκπαίδευση έχει τεράστια διαμορφωτική δύναμη σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο γεγονός που έχουν αντιληφθεί οι κυβερνήσεις και έχουν προσπαθήσει να την εναρμονίσουν και επιστρατεύσουν σε αντιστοιχία με τα συμφέροντα και τα κοινωνικοπολιτικά τους οράματα ώστε να λειτουργήσει αναπαραγωγικά και υποτακτικά. Η μεταρρύθμιση που ευαγγελίζεται σήμερα υπόσχεται ένα «Νέο Λύκειο» και πολλοί θιασώτες πάνελ έσπευσαν να εγγυηθούν γι αυτό και να εξάρουν το θετικό του πρόσημο στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μια, όμως κριτική ανάγνωση είναι αρκετή για να κατατροπώσει τα εν λόγω διαπιστευτήρια.

Αρχικά, στην πρώτη τάξη του γενικού λυκείου παρατηρούνται κάποιες ανακατατάξεις στην κατανομή του χρόνου στα σχολικά μαθήματα του ωρολόγιου προγράμματος για την γενική παιδεία. Όσον αφορά την δευτέρα λυκείου, η γενική παιδεία παρουσιάζει μια διεύρυνση, η οποία, όμως, όπως διαφαίνεται στην πορεία δεν θα διατηρηθεί και στην επόμενη τάξη αλλά θα συρρικνωθεί σημαντικά. Από παιδαγωγική σκοπιά λοιπόν παρατηρείται μια έλλειψη συνεκτικού ιστού στην γενική παιδεία καθώς ελάχιστα από τα μαθήματα αυτά εμφανίζονται να διατρέχουν το πρόγραμμα και των τριών τάξεων, ενώ τα περισσότερα παρουσιάζουν ασυνέχεια. Συμπερασματικά, οι τάξεις διαδέχονται η μια την άλλη και μαθήματα προστίθενται ή αφαιρούνται εν παρόδω διαφοροποιώντας την μία τάξη από την άλλη χωρίς να συνυφαίνεται κάποια αλληλουχία και κάποια διαβάθμιση ή εμπλουτισμός των μαθημάτων όσο οι μαθητές πλησιάζουν στο τέλος της λυκειακής τους εκπαίδευσης. Ο περιορισμός της γενικής παιδείας από το σχολικό πρόγραμμα του «Νέου Λυκείου» θα περιορίσει και θα αποδυναμώσει την διανοητική σκέψη και εγρήγορση των μαθητών, θα καταστήσεις τους μαθητές ανδράποδα της στυγνής εξειδίκευσης και θα τους παγιδεύσει και αφοπλίσει πνευματικά καθώς θα στερηθούν της ολιστικής και σφαιρικής θεώρησης του επιστημονικού φάσματος και του κόσμου και της κριτικής και διαλεκτικής προσέγγισης των πραγμάτων. Υπάρχει δηλαδή εγγενής αντίφαση ανάμεσα στις διακηρύξεις του υπουργείου, όπως παρατίθενται μεγαλόστομες και εξωραϊσμένες στο νομοσχέδιο για το «Νέο Λύκειο» και στην πραγματική μεταρρύθμιση-αποδόμηση που επιδιώκεται.

Επιπροσθέτως, το νομοσχέδιο προβλέπει και μια συνταγή αξιολόγησης των μαθητών. Όχι, όμως μονάχα στην τρίτη λυκείου, όπως είχε καθιερωθεί τελευταία, αλλά και στις τρεις τάξεις του λυκείου. Είναι ολοφάνερο ότι η εντατικοποίηση αγγίζει το ζενίθ και η βαθμοθηρία θα γνωρίσει με τις ευλογίες του Υ.ΠΑΙ.Θ άλλες διαστάσεις. Επίσης, χτίζεται ένα στέρεο έδαφος και για τον μακιαβελισμό, καθώς τα αλλεπάλληλα τεστ και οι αξιολογήσεις αναμένεται να κάμψουν την ηθική αντίσταση των μαθητών οι οποίοι για να αντεπεξέλθουν ίσως αναγκαστούν να μεταχειριστούν ακόμα και αθέμιτα μέσα. Η ευγενής άμιλλα μέλλει να παραχωρήσει την θέση της στον ανταγωνισμό και η αίσθηση συλλογικότητας και συνοχής καταστρατηγείται από ένα κλίμα ατομικισμού και αποξένωσης. Συνεπώς, το νομοσχέδιο αντικατοπτρίζει τάξεις τρομοκρατημένες από τον φόρτο εργασίας και υπό το ζυγό του άγχους της συνεχούς αξιολόγησης ενώ ταυτόχρονα θα παρατηρείται σε αυτές η απόλυτη διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ μαθητών και μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απομαγεύεται η εκπαιδευτική διαδικασία και εκπίπτει σε ένα είδος εκπαιδευτικού κάτεργου με μόνη επιδίωξη την ολοκλήρωση της απαιτούμενης ύλης και την επιτυχία στις αξιολογήσεις. Όλο αυτό είναι ενδεικτικό μιας μονοδιάστατης θέασης της εκπαίδευσης καθώς και της δυναμικής που ενέχει για απελευθέρωση, προοπτική, παραγωγικότητα και δημιουργικότητα. Αλλά υπάρχει και συνέχεια στο ζήτημα της αξιολόγησης, καθώς εκτός απ’ την συχνότητα αλλάζει και ο αξιολογητής. Δεν μίλησα τυχαία για συνταγή αξιολόγησης. Και στην εκπαιδευτική αξιολόγηση τίθενται πλέον αναλογίες προς επίτευξην μιας επίφασης αντικειμενικότητας . Το 50% των θεμάτων θα ορίζεται από τράπεζα θέματος με κλήρωση και το εναπομείναν 50% από τον /την εκπαιδευτικό της τάξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι περιστέλλεται η δικαιοδοσία του εκπαιδευτικού και ένα μέρος των αρμοδιοτήτων του μετακυλύεται σε εξωσχολικούς παράγοντες. Σημειωτέον, φημολογείται έντονα ότι η εν λόγω μορφή αξιολόγηση θα εξασφαλίσει την αντικειμενική εξέταση των μαθητών και μαθητριών. Είναι φανερό ότι πρόκειται για πλάνη. Η εξέταση επί ίσοις όροις όλων των μαθητών-τριών δεν συνεπάγεται ότι θα οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα. Η αξιολόγηση για να είναι αντιπροσωπευτική θα πρέπει να υποβάλλεται κατ’ αποκλειστικότητα από τον εκπαιδευτικό της τάξης και να σταθμίζεται στις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε τάξης. Η εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι βιομηχανικό προϊόν για να παρουσιάζει ομοιογένεια και να μπορεί να εκτιμηθεί καθολικά με τα ίδια κριτήρια. Επομένως τα αποτελέσματα από την εφαρμογή μιας τέτοιας αξιολόγησης θα είναι μάλλον άδικα, μη ενδεικτικά της πραγματικής εξέλιξης των μαθητών-τριών και διαστρεβλωτικά για την εικόνα του μαθητικού πληθυσμού.

Ακόμα, μια παράμετρος που ασφαλώς αποσιωπείται στις διακηρύξεις του νομοσχεδίου για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ότι αυτό το λυκειακό μόρφωμα που παρουσιάζεται ως γενικό είναι μάλλον πιο εύστοχο να αποκληθεί ελιτίστικο. Αν αναλογιστεί κανείς τα έξοδα για παραπαιδεία που συνεπάγέται η τακτική αξιολόγηση επί τρία συναπτά έτη φοίτησης των μαθητών-τριών, το λύκειο αυτό απευθύνεται σε λίγους και εκλεκτούς. Και με το εκλεκτούς υπονοείται ότι μόνο οι εύρωστες οικονομικά οικογένειες θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους την εξωσχολική βοήθεια που είναι απαραίτητη ,παραδόξως, για την ενδοσχολική αναρρίχηση και επιτυχία. Συνεπώς, η φοίτηση σε αυτό το λύκειο για μαθητές με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα κρίνεται ασύμφορη και αν ακολουθηθεί πιθανώς θα οδηγήσει σε σχολική αποτυχία. Κοινώς, το νομοσχέδιο εμφορείται από μια λογική κοινωνικού αποκλεισμού, και μάλιστα παραπέμπει τους μαθητές με χαμηλό οικονομικό υπόβαθρο σε επαγγελματικά λύκεια και τα πρωτοεμφανιζόμενα σχολεία επαγγελματικής κατάρτισης. Μια τέτοια οπτική, συντηρεί και εγκλωβίζει την εργατικής τάξη στα όρια της και της αρνείται την προοπτική σε ένα διαφορετικό κλάδο με ίσως καλύτερες απολαβές. Παιδαγωγικά διαστρεβλώνει και καταλύει βασικούς εκπαιδευτικούς στόχους καθώς αντί να λειτουργεί χειραφετικά και ενδυναμωτικά αγκιστρώνει μια μερίδα του πληθυσμού στα δεδομένα όρια στα πλαίσια της κοινωνικής αναπαραγωγής και αρνείται την προοπτική.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο το γενικό λύκειο, το επαγγελματικό λύκειο και τα σχολεία επαγγελματικής κατάρτισης διαστρωματοποιούν τον μαθητικό πληθυσμό και καθορίζουν την επαγγελματική τους αποκατάσταση καθώς και τη μισθολογική τους κατάταξη. Ειδικότερα, όσον αφορά τα σχολεία επαγγελματικής κατάρτισης προβλέπεται η μαθητεία σε εργασιακό χώρο» είκοσι οκτώ (28) ωρών εβδομαδιαίως,

επιμερισμένο σε πέντε (5) ημέρες για ένα σχολικό έτος. Στην ουσία οι μαθητευόμενοι-ες θα προσφέρουν απλήρωτη εργασία με τις ευλογίες του σχολικού θεσμού και αυτό θα επηρεάσει ιδιαίτερα την αγορά εργασίας καθώς ενδέχεται να κερδοφορήσουν ορισμένοι σε βάρος των μαθητών οι οποίοι θα δεσμεύονται να μαθητεύσουν στο πλευρό τους για υπολογίσιμο διάστημα. Αυτού του είδους η μαθητεία θυμίζει αναχρονιστικούς θεσμούς και συνιστά μια προβληματική προσέγγιση της σύνδεσης της εργασίας με το σχολείο καθώς ελλοχεύουν κίνδυνοι εκμετάλλευσης των μαθητευομένων προς τέρψιν ιδιωτικών συμφερόντων.

Καταληκτικά, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι ειδικότητες που καταργήθηκαν από τα επαγγελματικά λύκεια το καλοκαίρι έχουν παραχωρηθεί αποκλειστικά σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η «δημόσια» παιδεία έχει, λοιπόν, απεμπολήσει από τον κορμό της ορισμένους τομείς και τους έχει ξεπουλήσει σε ιδιώτες, οι οποίοι και θα έχουν πια το μονοπώλιο στην εκπαίδευση πάνω στις συγκεκριμένες ειδικότητες.

Συμπερασματικά, και στις προγενέστερες εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις» υπάρχουν ενστάσεις, όμως το εν λόγω νομοσχέδιο είναι η νομιμοποίηση της στυγνής εξειδίκευσης και της λογικής της αγοράς στο πλαίσιο του σχολείου καθώς η επιτομή του παρεμβατισμού. Αντιβαίνει στις παιδαγωγικές αρχές και προβαίνει σε διακρίσεις ανάμεσα στον μαθητικό πληθυσμό που έχουν και ευρύτερες επιπτώσεις.

Της Σταματίνας Τσιμοπούλου