Μεγάλη φυγή εκπαιδευτικών καταγράφεται το τελευταίο διάστημα από τα (ΠΠΣ) της χώρας. Ο λόγος είναι ότι ολοκληρώνεται η πενταετής θητεία των 400 που τα στελέχωσαν πρώτοι, το 2013, και υπάρχει αβεβαιότητα για την οργανική τους θέση. Ηδη, υπολογίζεται ότι περί το 40% των υψηλών προσόντων εκπαιδευτικών έχει ανοίξει την πόρτα της εξόδου.

Ειδικότερα, οι ασαφείς διατυπώσεις των νομοθετικών ρυθμίσεων δημιούργησαν ένα πλέγμα πολλαπλών ερμηνειών για το πού βρίσκεται η οργανική θέση των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στα ΠΠΣ δημιουργώντας πλήρη σύγχυση σε εκπαιδευτικούς και διοίκηση. Κάτι που δημιουργεί το πεδίο για ρουσφετολογικού τύπου διευθετήσεις.

Από την άλλη, με τις διευκρινιστικές εγκυκλίους που εξέδωσε το στα τέλη Νοεμβρίου 2017 για τις επόμενες μεταθέσεις, ενώ διευκρινίζεται τι θα συμβεί με τους εκπαιδευτικούς που δεν επιθυμούν να παραμείνουν στα ΠΠΣ, δεν γίνεται καμία αναφορά τι θα συμβεί με τους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να παραμείνουν στα ΠΠΣ αλλά τελικά δεν θα τα καταφέρουν. Θα παραμείνουν μετέωροι ως προς την περιοχή και τη θέση εργασίας τους;

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αδιαφορία της πολιτείας απέναντι στα σχολεία, την εχθρική στάση πολλών τοπικών Υπηρεσιακών Συμβουλίων Εκπαίδευσης και τη μη απόδοση των κινήτρων που προβλέπονται από τον νόμο για τους εκπαιδευτικούς των ΠΠΣ, οδήγησαν πολλούς (πάνω από το 1/3) να υποβάλουν αιτήσεις για τοποθέτηση από το σχολικό έτος 2018-2019 σε μη πειραματικά σχολεία, δηλαδή εκφράζουν τη διάθεση να φύγουν από τα ΠΠΣ.

Επιπροσθέτως, κατά τις τελευταίες κρίσεις για την κάλυψη θέσης διευθυντή σε μη ΠΠΣ, περίπου το 10% των εκπαιδευτικών σε ΠΠΣ προκρίθηκε για μία θέση. Αν στο ποσοστό αυτό προστεθούν και οι εκπαιδευτικοί που αποσπάστηκαν σε σχολεία του εξωτερικού τον περασμένο Σεπτέμβριο ή άλλες υπηρεσίες του υπουργείου και όσοι εκπαιδευτικοί πρόσφατα μετατάχθηκαν ως βοηθητικό εκπαιδευτικό προσωπικό σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ (υπάρχουν μάλιστα αιτήσεις που ακόμη εκκρεμούν), είναι προφανές ότι πολλά ΠΠΣ θα πληγούν.

«Υπάρχει ανησυχία για τη θέση μας μετά τον Ιούνιο, οπότε ολοκληρώνεται η θητεία μας. Κάποιοι θέλουν να παραμείνουν σε ΠΠΣ, όμως πώς θα διασφαλίσουν ότι, μετά τη light αξιολόγηση που θα γίνει, δεν θα βρεθούν εκτός του σχολείου να αναζητούν μία οργανική θέση κάπου στην Αττική; Για να τοποθετηθούμε στα ΠΠΣ, χάσαμε τις οργανικές μας θέσεις, δεν έχουν δικαίωμα ούτε για μετάθεση ούτε για απόσπαση. Οι νεότεροι, μάλιστα, αισθάνονται εντελώς ξεκρέμαστοι. Το κλίμα ανασφάλειας ενισχύει η αρνητική αντιμετώπιση των ΠΠΣ από την ΟΛΜΕ», λέει στην «Κ» εκπαιδευτικός σε πειραματικό σχολείο της Αθήνας.

«Η απογύμνωση των ΠΠΣ από το προσοντούχο εκπαιδευτικό προσωπικό, σε συνδυασμό με την κάλυψη των κενών με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς, στην πλειονότητά τους από του ΠΥΣΔΕ (χωρίς αξιολόγηση), θα οδηγήσει στη ραγδαία υποβάθμιση των σχολείων. Ουσιαστικά, θα αδυνατούν να προσφέρουν το εκπαιδευτικό έργο υψηλών απαιτήσεων, όπως αυτό προβλέπεται και από τους σκοπούς των σχολείων, και στην πράξη θα καταργηθούν», παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο Κωνσταντίνος Μπουρλετίδης, οικονομολόγος και πρόεδρος του Συνδέσμου Αποφοίτων Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά.

Υποβάθμιση

«Την τελευταία διετία το υπουργείο Παιδείας προχωράει συστηματικά και αθόρυβα στην υποβάθμιση της λειτουργίας των προτύπων και πειραματικών σχολείων», παρατηρεί ο κ. Γλένης, λέγοντας ενδεικτικά ότι ο νόμος 4327/2015 (νόμος Μπαλτά – Κουράκη) περιόρισε τους στόχους των ΠΠΣ μόνο στη δοκιμή πιλοτικών εφαρμογών και στην εκπαίδευση με πρακτική άσκηση προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών και αφαίρεσε από τους σκοπούς τους την υποστήριξη της καινοτομίας και της αριστείας, την προώθηση και την εκπαίδευση μαθητών με ιδιαίτερες μαθησιακές δυνατότητες και ταλέντα, αλλά και την υποστήριξη μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι, σύμφωνα με τον γραμματέα της ΕΛΜΕ Προτύπων Πειραματικών Σχολείων, «σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία των σχολείων που αφορούσε είτε την εισαγωγή νέου αντικειμένου (π.χ. Αστρονομία) στο ωρολόγιο πρόγραμμα είτε την τροποποίηση των ωρών διδασκαλίας (π.χ. Αγγλικά), η απάντηση ήταν αρνητική διότι “οφείλουν να ακολουθούν τα ίδια με τα υπόλοιπα σχολεία”, όπως συνήθως λεγόταν, ενώ τέτοια αυτονομία προβλέπεται στον νόμο 3966».

Τις στρεβλώσεις του δημόσιου τομέα και την απροθυμία να επισπευσθούν οι λύσεις βιώνει και το Βαρβάκειο Σχολείο. Οπως αναφέρει στην «Κ» η ηγεσία του Συλλόγου Αποφοίτων Βαρβακείου –ο πρόεδρος Σωτήρης Ζησόπουλος και ο γραμματέας Δημήτρης Τζάνας– «με τους πόρους του Βαρβακείου Ιδρύματος, στο όποιο εκπροσωπούμαστε, επιδιώκουμε να ανακαινίσουμε το σχολείο, ώστε να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά προβλήματα που έχουν σωρευθεί.

Ωστόσο, οι πολύμηνες προσπάθειες για να ξεκινήσουν τα έργα (από τον Ιούνιο 2015) βρίσκουν σοβαρά εμπόδια που σχετίζονται τόσο με τις χρόνιες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης (του υπουργείου Οικονομικών και του υπουργείου Παιδείας) όσο και με κάποια ειδικά δεδομένα: τις θεσμικές αλλαγές στη διενέργεια των έργων (εφαρμογή νόμου 4412/16 περί προμηθειών) αλλά και την πολύμηνη ομηρεία που υφίσταται ένα ΝΠΔΔ (το ίδρυμα, δηλαδή) που δεν διαθέτει τεχνική υπηρεσία. Το ίδρυμα είναι αναγκασμένο να πάρει από την τεχνική υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας την έγκριση του έργου. Ολα αυτά έχουν δημιουργήσει πλέγμα καθυστερήσεων. H ανακαίνιση δηλαδή του σχολείου μας, για την οποία ζητούμε να εκτελεστεί με δικά μας λεφτά, εμποδίζεται στην πράξη να γίνει από το ελληνικό κράτος».